fbpx
«Πώς μεταδίδονται τα Χριστούγεννα» της ομάδας «Μικρό Πολυτεχνείο»

«Πώς μεταδίδονται τα Χριστούγεννα» της ομάδας Μικρό Πολυτεχνείο

επίβλεψη – επιμέλεια: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη

Ανθή: Μια εικοσάρα μουσικός

Βασίλης: Πενηντάρης παντρεμένος κατασκευαστής οικοδομών

Άλλοι ρόλοι

Μπαργούμαν

Σούλης: γέρος μουσικός στην μπάντα του Δήμου Αθηναίων

Η γυναίκα του Βασίλη

Τρεις μοιρολογίστρες

ΣΚΗΝΗ 1η

ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ

Η Ανθή στολίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τυπικό ροκάδικο ντύσιμο. Γύρω από το λαιμό της κρεμασμένα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Φοράει χοντροκομμένα άρβυλα. Ταυτόχρονα ρίχνει και ματιές στο λάπτοπ της. Στη γωνία μια ηλεκτρική κιθάρα. Σ’ ένα τραπεζάκι μια σαμπάνια με δύο ποτήρια. Στο πάτωμα μια σαμπανιέρα γεμάτη πάγο.

Με το που διαβάζει το μήνυμα σηκώνεται έξαλλη απ’ το γραφειάκι της και από λάθος χώνει το πόδι της μέσα στη σαμπανιέρα.

Ουρλιάζει κοιτώντας την οθόνη: «ΤΙΙΙ;»

Αρχίζει σαν τρελή να δαγκώνει λαμπάκια φωνάζοντας: «Που ‘ναι η πρίζα; Να πεθάνω χριστουγεννιάτικα, να του μαυρίσω τη χρονιά του καριόλη! Ηλεκτροπληξία να πάθω, να κλαίει, να χτυπιέται, να μην ξαναγράψει τραγούδι, που μπήκε στο συγκρότημα και με γάμησε! ΤΩΡΑ! ΤΩΡΑΑΑ!»

Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει φτύνοντας λαμπάκια και απαντά με απολύτως ήρεμη φωνή, νομίζοντας πως είναι ο μουσικός.

Ανθή: «Λέγετε;»

Βασίλης: «Έλα, μωρό μου!»

Ανθή: «Α… Γεια!» Κουνάει παιχνιδιάρικα το καλώδιο με τα λαμπάκια.

Βασίλης: «Χρόνια πολλά, κοριτσάκι μου!»

Ανθή: «Χρόνια πολλά!» Το πόδι της κάνει γκουπ γκουπ μέσα στη σαμπανιέρα καθώς περπατάει.

Βασίλης: «Είσαι για ένα γρήγορο; Έχω τρελές καύλες!»

Ανθή: «Σταμάαατα! Μ’ ανάβεις!»

Γυναικεία φωνή off: «Βασίλη, τη σαμπάνια!»

Βασίλης: (στη γυναίκα του) «ΝΑΙ!» (μετά στην Ανθή): «Πες μου τι φοράς!»

Ανθή: «Γυμνή είμαι, άντρα μου!»

Βασίλης: «Παίξε μου κιθάρα! Παίξ’ τον μου!»

Η Ανθή χτυπάει τις χορδές της κιθάρας: «Σ’ τον παίρνω, σ’ τον παίρνω στο στόμα μου και σου παίζω κιθάρα, αντρούκλα μου! Ποιο τραγούδι θες;»

Από μέσα ακούγεται off η φωνή της συζύγου: «Τι κάνεις τόση ώρα, αγάπη μου;»

Βασίλης: «Παιδί μου, κουκλάρα μου… τον παίζω για πάρτη σου! Χύνωωω!»

Ανθή: «Στο στόμα μου! Στο στόμα μου!»

Ο Βασίλης κλείνει το κινητό με τη σαμπάνια στο χέρι. Η γυναίκα του στο σκοτάδι.

Η Ανθή προσπαθεί να ξεκολλήσει το πόδι της από τη σαμπανιέρα. Ακούγονται ντουπ ντουπ και βρισιές: «Τον πούστη, θα τον ξεσκίσω!»

Φωνή της συζύγου: «Πόσων χρονών είναι;»

Βασίλης: «Αυτή με θέλει και χωρίς λεφτά…»

Σύζυγος off: «Αυτή θέλει μπαμπά».

ΣΚΗΝΗ 2η

ΕΡΗΜΟ ΜΠΑΡ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Ο Βασίλης μπαίνει στο μπαρ με τη σαμπάνια παραμάσχαλα και τη βαλίτσα του στο χέρι. Η μπαργούμαν τον κοιτάζει απορημένη.

Μπαργούμαν: «Όπα! Καλώς τονε! Χρόνια πολλά!»

Βασίλης: «Χρόνια πολλά, κούκλα!»

Μπαργούμαν: «Πώς και δεν είσαι σπίτι χριστουγεννιάτικα;»

Βασίλης: «Από σήμερα δεν υπάρχει σπίτι!»

Ακουμπάει τη σαμπάνια στο μπαρ.

Μπαργούμαν: «Κι ήρθες με τη σαμπάνια σου να το γιορτάσουμε; Να την ανοίξω;»

Βασίλης: «Ας την κρατήσουμε για την Πρωτοχρονιά… Βάλε το συνηθισμένο. Εσύ καμιά οντισιόν;»

Μπαργούμαν: «Ούτε κομπάρσος σε διαφημιστικό! Θα με πάρεις εσύ γραμματέα σου;» Βασίλης: «Απ’ το νέο έτος θα με κερνάς εσύ! Κήρυξα χρεοκοπία! Λέω να το σκάσω…»

Μπαργούμαν: «Οχ, δικέ μου… Να το σκάσεις;»

Βασίλης: «Ναι. Πριν βγει ένταλμα σύλληψης…»

Στο διπλανό σκαμπό έρχεται και κάθεται ο Σούλης, ένας εβδομηντάρης ντυμένος με στολή της μπάντας του Δήμου Αθηναίων. Πίνει μόνος του. Αφήνει στην μπάρα την τρομπέτα του.

Μπαργούμαν: «Μεγάλε! Ήρθες να ευχηθείς με τη χριστουγεννιάτικη στολή;»

Σούλης: «Ε, μια φορά το χρόνο ξαναπαίζω στην μπάντα του Δήμου, τιμής ένεκεν…»

Χτυπάει το κινητό του.

Σούλης: «Χρόνια πολλά, ρε! Τι; Πέθανε ο Παταλιός; Εχθές παίζαμε μπαρμπούτι μαζί! Του ζήτησα δανεικά και δε μου έδωσε. Α, ρε το μαλάκα! Ακούς εκεί να πεθάνει! Σπίτι του; Έρχομαι!»

Ο Σούλης πιάνει την τρομπέτα του βιαστικός, αλλά ο Βασίλης τον αρπάζει απ’ το μπράτσο.

Βασίλης: «Συγγνώμη, κύριε, χρόνια πολλά…»

Σούλης: «Χρόνια πολλά».

Βασίλης: «Παταλιός είπατε;»

Σούλης: «Ναι!»

Βασίλης: «Εννοείτε τον Παναγιώτη τον Δοξάκη;»

Σούλης: «Ναι, τον μαστρο-Παναγιώτη. Τον ήξερες;»

Βασίλης: «Ναι!»

Ο Σούλης φεύγει.

Η μπαργούμαν πιάνει τη σαμπάνια: «Την ανοίγουμε τώρα;»

Βασίλης: «Πέθανε ο πατέρας μου».

Μπαργούμαν: «Νόμιζα ότι είχε πεθάνει χρόνια».

Βασίλης: «Έχω είκοσι χρόνια να τον δω. Δεν ξέρω ούτε πού μένει…»

Μπαργούμαν: «Φύγε! Ακολούθα το γέρο με την τρομπέτα».

Ο Βασίλης παίρνει τη βαλίτσα και τη σαμπάνια και φεύγει τρέχοντας.

ΣΚΗΝΗ 3η

ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΚΗΔΕΙΑΣ

Ανθή και Σούλης πάνω απ’ το φέρετρο.

Ανθή: «Φίλησες ποτέ νεκρό; Είναι σαν να φιλάς κρύα πέτρα! Γιατί κλαίν’ αυτές; Παλιές του γκόμενες είναι; Ούτε που τον ξέρανε. Ένα ρεμάλι ήτανε ο Παταλιός…. Μόνο για εμένα νοιάστηκε. Από τότε που έχασα τους γονείς μου… μόνο αυτός… Σ’ εμένα έμαθε μπαρμπούτι, σ’ εμένα έδινε χαρτζιλίκι, σ’ εμένα έμαθε κιθάρα. Αν δεν ήταν αυτός, δε θα πήγαινα στο ωδείο, ούτε θα δούλευα τώρα στο συγκρότημα».

Μπαίνει ο Βασίλης. Κοιτάζονται αποσβολωμένοι χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Οι ελάχιστοι πενθούντες κοιτάζουν τον Βασίλη εχθρικά. Στέκεται σε μια γωνία με τη βαλίτσα και τη σαμπάνια του παραμάσχαλα.

Ο Σούλης, που τον αναγνωρίζει απ’ το μπαρ, τον πλησιάζει.

Σούλης: «Α, τελικά δεν έλεγε ψέματα ο Παταλιός. Εσύ είσαι ο γιος του! Αργά τον θυμήθηκες. Αλλά βέβαια… Εσείς οι πλούσιοι δε μας γουστάρετε εμάς τα ρεμάλια…»

Πάει πάνω απ’ το φέρετρο: «Παταλιέ, εχτές σου ζήτησα δανεικά και δε μου έδωσες. Σήμερα κέρδισα πεντακόσια ευρώ στο μπαρμπούτι κι ήρθα να σ’ τα δείξω, να ζηλέψεις, αλλά εσύ, ρε μαλάκα, πήγες και τα τίναξες. Χριστουγεννιάτικα, ρε; Και τώρα; Με ποιον θα παίζω εγώ ζάρια ως την Πρωτοχρονιά, να μπει καλά ο χρόνος;»

Σκουπίζει το στόμιο της τρομπέτας και χωρίς να κοιτάξει κανέναν αρχίζει να παίζει κάτι σαν κάλαντα κλαίγοντας. Περιστρέφεται τελετουργικά γύρω απ’ το φέρετρο παίζοντας κι όταν πλησιάζει τον Βασίλη και τον ξαναθυμάται, αλλάζει σκοπό. Ακούγεται κάτι πολύ άγριο στην τρομπέτα, ο Σούλης πλησιάζει απειλητικά, σχεδόν τον σπρώχνει με την τρομπέτα, ο Βασίλης πιάνει τη βαλίτσα, με τη σαμπάνια παραμάσχαλα, και φεύγει οπισθοχωρώντας.

Γκουπ γκουπ γκουπ, η Ανθή τον ακολουθεί με το πόδι στη σαμπανιέρα.

ΣΚΗΝΗ 4η

ΞΗΜΕΡΩΜΑ, ΑΝΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΕΞΑΡΧΕΙΑ

Φασαρίες στα Εξάρχεια. Κλούβες, μπάτσοι στις γωνίες με τεταμένα όπλα. Οι άστεγοι κάθονται στους αεραγωγούς, κρύβονται στις εισόδους πολυκατοικιών, καθώς πέφτουν μολότοφ και δακρυγόνα. Ο Βασίλης περπατάει χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Λίγο πιο πίσω η Ανθή προσπαθεί να τρέξει να τον προφτάσει. Πέφτει μια ροπαλιά στο κεφάλι του, σκουντουφλάει, πέφτει. Σπάει επιτέλους η σαμπάνια.

Πλησιάζει η Ανθή: «Είσαι καλά;»

Βασίλης: «Μια χαρά!»

Όπως βρίσκεται πεσμένος στο πεζοδρόμιο, πιάνει άγρια τη σαμπανιέρα κι επιτέλους της ξεκολλάει το πόδι με το άρβυλο.

Χτυπάει το κινητό της Ανθής. Ακούει κοιτώντας το Βασίλη. Γίνεται πάλι έξαλλη. «Όχι! Όχι!» Ξανατρώει λαμπάκια απ’ τη χριστουγεννιάτικη γιρλάντα που ακόμη κρέμεται στο λαιμό της. «Τώρα θα αυτοκτονήσω, τώρα! Πάει, τέλειωσε! Πεθαίνω τώρα, τον πούστη!»

Ο Βασίλης όρθιος δίπλα της: «Κρατήσου μέχρι την Πρωτοχρονιά».

Ανθή: «Όχι! Δε θα αυτοκτονήσω. Θα πάω να τον σκοτώσω, τώρα».

Βασίλης: «Ποιον;»

Η Ανθή τον κοιτάζει με νόημα. «Εσύ ποιον λες;»

Βασίλης: «Νόμιζα ότι με αγαπούσες».

Ανθή: «Σε αγαπάω. Είσαι ο γιος του Παταλιού».

Βασίλης: «Το ήξερες;»

Τον αγνοεί, καθώς τρέχει να γλιτώσει απ’ τα δακρυγόνα. Ο Βασίλης προχωράει και κάθεται σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία Εξαρχείων με τη βαλίτσα του. Δίπλα του μια Αφρικανή γριά με ένα καρότσι σούπερ μάρκετ γεμάτο χαρτόκουτα και μπουκάλια.

Κοιτάζονται. Ρίχνει μέσα στο καρότσι της τη βαλίτσα του.

Η γριά τού λέει σε σπαστά ελληνικά: «Χρόνια πολλά».

Βασίλης: «Χρόνια πολλά». Κοιτάζει γύρω του τις φασαρίες. «Κι άλλη χούντα έρχεται».

Η γριά τού χαμογελάει δίχως να καταλαβαίνει τι είπε, γιατί έχει ανοίξει τη βαλίτσα του και ήδη φοράει ένα παλτό του.

Ο Βασίλης σηκώνεται, σταματάει ένα ταξί και τον ακούμε να λέει μπαίνοντας: «Αεροδρόμιο!»

[Το κείμενο αυτό βγήκε ύστερα από ένα τριήμερο εργαστήριο που οργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο, στις 28, 29 και 30 Δεκεμβρίου 2012. Οι μαθητές προέρχονταν από διάφορα συγγραφικά τμήματα της σχολής. Πρώτος ανέλαβε την ομάδα ο Ερρίκος Μπελιές που επικεντρώθηκε στη θεωρία θεάτρου και την τεχνική συγγραφής μονόπρακτου. Τη δεύτερη μέρα ανέλαβε ο Θράσος Καμινάκης που έκανε ασκήσεις αυτοματικής γραφής με γενικό τίτλο «Πώς μεταδίδονται τα Χριστούγεννα», απ’ όπου βγήκαν αυτόνομα μονόπρακτα. Παράλληλα οι φοιτητές δούλεψαν με τον Θράσο Καμινάκη και την Αντέλα Μέρμηγκα σε αυτοσχεδιασμούς βασισμένους στα κείμενά τους. Την τρίτη ημέρα ανέλαβε η Μπελίκα Κουμπαρέλη που, διαπιστώνοντας την κοινή θεματολογία, πρότεινε στην ομάδα να τα ενώσουν ώστε να βγει ένα ενιαίο έργο. Στόχος του τριήμερου σεμιναρίου ήταν αφενός ένα έργο όσο το δυνατόν ολοκληρωμένο και αφετέρου να μάθουν βιωματικά οι φοιτητές ότι μπορούν να δουλέψουν ομαδικά, αφού σε όλες τις τέχνες υπάρχει κάποιου είδους συνεργασία με άλλους.]

Συγγραφική ομάδα: Αποστολοπούλου Φωτεινή, Αργυριάδης Νίκος, Βρεττού Κλειώ, Ιωάννου Γιώργος, Κωνστάντου Θεανώ, Μαρκόπουλος Νίκος, Μπαθρέλου Βίκυ, Μπεκίρου Κατερίνα, Μπίνιος Αντρέας, Παπαδέα Ρόμυ, Παπαματθαίου Ρένια, Παρασκευοπούλου Νατάσσα. 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.