fbpx
«Δεν μπορώ να φανταστώ το αύριο» του Τενεσί Ουίλιαμς

«Δεν μπορώ να φανταστώ το αύριο» του Τενεσί Ουίλιαμς

μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΕΝΑ: μια γυναίκα
ΔΥΟ: ένας άνδρας

Το ΕΝΑ και το ΔΥΟ είναι αντίστοιχα μια γυναίκα και ένας άνδρας που πλησιάζουν τη μέση ηλικία. Ο καθένας τους είναι ο μοναδικός φίλος του άλλου. Στο σκηνικό δεν υπάρχουν τοίχοι, υπάρχουν μόνο μερικά έπιπλα (ένας καναπές, μια καρέκλα, μια άλλη καρέκλα στο πλατύσκαλο μιας χαμηλής σκάλας, ένα τραπεζάκι με μια λάμπα και ένα τραπέζι για χαρτιά), τα οποία χρειάζονται στη δράση του έργου. Υπάρχει το περίγραμμα μιας πόρτας στο μπροστά αριστερά μέρος της σκηνής. Ο φωτισμός του έργου είναι ένα απαλό μπλε χρώμα δειλινού με απαλούς κεχριμπαρένιους προβολείς που ακολουθούν τους ηθοποιούς. Ο καναπές και οι καρέκλες θα πρέπει να είναι ντυμένες με σατέν παστέλ αποχρώσεις, ανοιχτό ροζ ίσως, και τιρκουάζ. Δίπλα στην καρέκλα που βρίσκεται στο πλατύσκαλο μπορεί να υπάρχει μια μεγάλη γλάστρα με έναν φοίνικα ή μια φτέρη. Η γυναίκα, ΕΝΑ, στέκεται στο προσκήνιο κοντά στο περίγραμμα της πόρτας, με τα χέρια απλωμένα σαν να ανοίγει κουρτίνες για να κοιτάξει έξω από ένα παράθυρο. Φοράει μια λευκή σατέν ρόμπα, η οποία έχει επάνω της έναν λεκέ από κρασί. Ο άνδρας, ΔΥΟ, εμφανίζεται στο περίγραμμα της πόρτας. Η γυναίκα κάνει πίσω και σκεπάζει το πρόσωπό της με τα χέρια της. Το ΔΥΟ σηκώνει το χέρι του σαν να πρόκειται να χτυπήσει την πόρτα. Η κίνηση αυτή επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές προτού η γυναίκα κατευθυνθεί προς το περίγραμμα της πόρτας και κάνει μια κίνηση σαν να ανοίγει την πόρτα.

ΕΝΑ: Α, εσύ είσαι.
ΔΥΟ:Ναι, εγώ είμαι.
ΕΝΑ: Το φαντάστηκα. (Παράξενα παρατεταμένη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας μένουν και οι δύο ακίνητοι.)  Μ’ αυτό το κοστούμι είσαι σαν παγωτό. (Το ΔΥΟ γελάει με αυτή την παρατήρηση αμήχανα.) Έλα, μη στέκεσαι εκεί σαν ταχυδρόμος που δεν έχει να παραδώσει γράμμα.
ΔΥΟ: Δεν μου είπες να περάσω.
ΕΝΑ: Πέρασε, πέρασε. Ορίστε!
ΔΥΟ: (Μπαίνοντας.) Ευχαριστώ. (Άλλη μια παράξενη παύση.) Καθώς ανέβαινα το μονοπάτι σε είδα στο παράθυρο. Μετά έκλεισες τις κουρτίνες.
ΕΝΑ: Και λοιπόν;
ΔΥΟ: Χρειάστηκε να χτυπήσω και να ξαναχτυπήσω προτού – ανοίξεις την πόρτα.
ΕΝΑ: Ναι, παραλίγο να τη σπάσεις την πόρτα.
ΔΥΟ: Αναρωτιόμουν μήπως –
ΕΝΑ: Μήπως τι;
ΔΥΟ: Δεν ήθελες να – να –
ΕΝΑ: Δεν ήθελα τι;
ΔΥΟ: …να με δεις σή- σήμερα το βράδυ.
ΕΝΑ: Σε βλέπω κάθε βράδυ. Δεν γίνεται βράδυ χωρίς εσένα και τα χαρτιά και τις ειδήσεις στην τηλεόραση.
ΔΥΟ: Αλλά –
ΕΝΑ: Δεν βελτιώνεται καθόλου, ε;
ΔΥΟ: Τι;
ΕΝΑ: Λέω, δεν βελτιώνεται καθόλου η δυσκολία σου στην ομιλία.
ΔΥΟ: Θα βελτιωθεί. Είναι – παροδικό.
ΕΝΑ: Είσαι σίγουρος; Είναι παροδικό εδώ και πολύ καιρό. Πώς μιλάς στους μαθητές σου στο σχολείο ή δεν τους λες τίποτε, απλώς γράφεις στον πίνακα;
ΔΥΟ: Όχι, σκό-
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: Σκόπευα να σου το πω. Είναι πέντε μέρες που δεν έχω πάει στο σχολείο.
ΕΝΑ: Δεν είναι και παράξενο. Το φαντάστηκα. Το φαντάστηκα ότι σταμάτησες. Και μετά; Κάτι άλλο ή τίποτε;
ΔΥΟ: Πάντα πρέπει –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: Να υπάρχει κάτι, όσο –
ΕΝΑ: Ναι, όσο ζούμε.
ΔΥΟ: Σήμερα. Σήμερα πήγα.
ΕΝΑ: Στην κλινική;
ΔΥΟ: Ναι. Εκεί.
ΕΝΑ: Τι τους είπες; Τι σου είπαν;
ΔΥΟ: Μίλησα μόνο με την κοπέλα, στις –
ΕΝΑ: Πληροφορίες;
ΔΥΟ: Ναι, μου έδωσε ένα χαρτί, μια –
ΕΝΑ: Μια αίτηση, ένα…
ΔΥΟ: Ερωτηματολόγιο να –
ΕΝΑ: Συμπληρώσεις;
ΔΥΟ: Έ-έπρεπε να τους ενημερώσω αν –
ΕΝΑ: Ναι;
ΔΥΟ: Έχω ξανακάνει –
ΕΝΑ: Ψυχοθεραπεία;
ΔΥΟ: Θεραπεία, ή αν έχω – νοσηλευθεί.
ΕΝΑ: Κι εσύ;
ΔΥΟ: Έγραψα όχι και στις δύο ερωτήσεις.
ΕΝΑ: Ναι;
ΔΥΟ: Όχι.
ΕΝΑ: (ανυπόμονα) Ναι, κατάλαβα, έγραψες όχι.
ΔΥΟ: Έπειτα η κοπέλα μού είπε –
ΕΝΑ: Τι σου είπε;
ΔΥΟ: Ότι δεν υπήρχε κενό για να με πάρουν τώρα, τώρα αμέσως, αλλά – θα με ενημερώσουν μόλις – κάποιος από τους –
ΕΝΑ: Γιατρούς;
ΔΥΟ: Θ-θεραπευτέςμπορέσει – να με εντάξει στο – πρόγραμμά του.
ΕΝΑ: Της είπες ότι είσαι καθηγητής και η κατάσταση είναι απελπιστική γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις στο μάθημά σου;
ΔΥΟ: Ήταν μια απλή υπάλληλος και δεν – μπήκα σε λεπτομέρειες. Έγραψα όμως στο, στο –
ΕΝΑ: Ερωτηματολόγιο;
ΔΥΟ: Ότι υπάρχει μόνο ένα άτομο που – μπορώ να του μιλάω ακόμη – λίγο. Υπογράμμισα το εξαιρετικά και υπογράμμισα και το επείγον. (Σταματάει. Της γυρίζει ελαφρά την πλάτη σαν ντροπιασμένος.)
ΕΝΑ: (μαλακά) Στο μισοσκόταδο θα μπορούσε να σε περάσει κανείς για έναν από τους μαθητές σου, με το κάτασπρο κοστούμι σου κατευθείαν από το καθαριστήριο. (Απομακρύνεται από κοντά του.)
ΔΥΟ: Την ώρα που ερχόμουν πέρασα από μια πρασιά, την πρασιά ενός σπιτιού, και το σπίτι ήταν σκοτεινό και η πρασιά ήταν γεμάτη με λευκούς γερανούς. Τουλάχιστον είκοσι λευκοί γερανοί κυκλοφορούσαν καμαρωτοί στην πρασιά.
ΕΝΑ: Ω; Λοιπόν;
ΔΥΟ: Στην αρχή νόμισα ότι ήταν της φαντασίας μου.
ΕΝΑ: Αλλά έβλεπες, έβλεπες λευκούς γερανούς.
ΔΥΟ: Μπορεί να πήγαιναν νοτιότερα.
ΕΝΑ: Ναι, και έκαναν στάση στην πρασιά του σκοτεινού σπιτιού, ίσως για να εκλέξουν καινούργιο αρχηγό επειδή ο παλιός, ο προηγούμενος, τους οδηγούσε σε λάθος κατεύθυνση, δεν είχε σωστό προσανατολισμό ή έχανε ύψος, ε; Γι’ αυτό έκαναν στάση στην πρασιά του σκοτεινού σπιτιού, για να αλλάξουν σχέδια πτήσης ή για να νιώσουν απλώς τη δροσιά στο βραδινό γρασίδι κάτω από τα πόδια τους πριν συνεχίσουν τα ταξίδια τους.
ΔΥΟ: Είναι μόνο ένα τετράγωνο από δω. Θα ’θελες να πάμε να τους δεις;
ΕΝΑ: Όχι. Θα πρέπει να αρκεστώ στην περιγραφή σου, αν όμως θα ’θελες να ξαναπάς και να τους ρίξεις άλλη μια ματιά, κάν’ το, πήγαινε. Νομίζω ότι θα σε δεχτούν με το όμορφο λευκό κοστούμι σου.
ΔΥΟ: Δεν ήρθε σήμερα η γυναίκα να καθαρίσει;
ΕΝΑ: Ήρθε αλλά δεν μπορούσε να μπει, είχα βάλει τον σύρτη.
ΔΥΟ: Γιατί;
ΕΝΑ: Δεν την ήθελα να τριγυρίζει εδώ μέσα. Χτύπησε, φώναξε, φώναξε, χτύπησε και στο τέλος απελπίστηκε και… έφυγε.
ΔΥΟ: Όλα είναι ακριβώς όπως χθες το βράδυ. Τα χαρτιά είναι ακόμη στο τραπέζι. Κι εσύ φοράς ακόμη τη λευκή ρόμπα σου με τον λεκέ του κρασιού.
ΕΝΑ: Έμεινα εδώ όλη τη νύχτα. Δεν ανέβηκα καθόλου επάνω. Τελείωσα το κρασί και κοιμήθηκα στον καναπέ. Α. Δεν έχει φαγητό απόψε. Όχι για μένα. Πήγα ως την κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο, αλλά η θέα και η μυρωδιά του περιεχομένου του με έκαναν να αηδιάσω. Πήγαινε λοιπόν στην κουζίνα και φτιάξε για σένα ένα σάντουιτς ή ό,τι άλλο θέλεις, όσο εγώ θα μοιράζω τα χαρτιά.
ΔΥΟ: Θα φτιάξω κάτι και για τους δυο μας.
ΕΝΑ: Όχι, μόνο για σένα! Ακούς τι σου λέω; Και φά’ το εκεί μέσα, στην κουζίνα. (Το ΔΥΟ βγαίνει από τον φωτισμένο χώρο. Το ΕΝΑ κατευθύνεται αδιάφορα προς το περίγραμμα του παραθύρου και απλώνει τα χέρια σαν να ανοίγει κουρτίνες.) – Η Χώρα του Δράκου, η χώρα του πόνου, είναι μια χώρα μη κατοικήσιμη που, παρ’ όλα αυτά, κατοικείται. Ο καθένας που διασχίζει αυτή την τεράστια, άγονη χώρα έχει να ακολουθήσει τη δική του ξεχωριστή διαδρομή μόνος του. Αν οι κάτοικοι, οι εξερευνητές της Χώρας του Δράκου κοιτούσαν γύρω τους, θα έβλεπαν κι άλλους εξερευνητές, σ’ αυτή τη χώρα όμως του ανεκτού αλλά αφόρητου πόνου, ο καθένας είναι τόσο απορροφημένος, κουφός και τυφλωμένος από το δικό του ταξίδι, ώστε δεν βλέπει, δεν ψάχνει για κανέναν άλλον που να σέρνεται μαζί του. Είναι ανήφορος, είναι βουνό, η πλαγιά είναι απόκρημνη: σε οδηγεί στην κορυφή της γυμνής οροσειράς. – Δεν θα περάσω σ’ αυτή τη χώρα όπου δεν υπάρχει πια επιλογή. Θα σταματήσω στις παρυφές της οροσειράς, θ’ αρνηθώ να πάω παραπέρα. – Κάποτε διάβασα για μια γριά Εσκιμώα που ήξερε ότι είχε φτάσει η ώρα της και ζήτησε να τη μεταφέρουν έξω από το σπίτι της οικογένειάς της, το ιγκλού, και να την αφήσουν ολομόναχη πάνω σ’ ένα κομμάτι πάγο που ετοιμαζόταν να αποσπαστεί από τα υπόλοιπα παγόβουνα, για να μπορέσει να παρασυρθεί μακριά, να αποχωριστεί – από – όλα… (Το ΔΥΟ επιστρέφει με ένα πιάτο με σάντουιτς.) Μέσα, μέσα, πήγαινέ το μέσα αλλιώς θα σε διώξω!
ΔΥΟ: Είσαι –;
ΕΝΑ: Ναι, σου είπα!
ΔΥΟ: Αν δεν φας εσύ, δεν θα φάω ούτε εγώ. Δεν πεινάω απόψε.
ΕΝΑ: Δεν μπορώ!
ΔΥΟ: Τι;
ΕΝΑ: Να παίξω χαρτιά. Δεν μπορώ, δεν μπορώ. Λυπάμαι, συγχώρεσέ με, δεν μπορώ.
ΔΥΟ: – Νομίζω ότι –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – θέλεις να φύγω…
ΕΝΑ: Να πας πού, πού θα πήγαινες;
ΔΥΟ: Θα μπορούσα – να πάω στο δωμάτιό μου.
ΕΝΑ: Λες ότι δεν έχει κλιματισμό, ούτε τηλεόραση, είναι τόσο μικρό που πνίγεσαι όταν είσαι εκεί μέσα.
ΔΥΟ: (λυπημένα) Υπάρχει μια τηλεόραση στο σαλόνι του ξενοδοχείου.
ΕΝΑ: Μου έχεις πει ότι δεν μπορείς να υποφέρεις το σαλόνι του ξενοδοχείου, είναι γεμάτο από ετοιμοθάνατες γριές που μαζεύονται γύρω απ’ την τηλεόραση σαν να παίρνουν απ’ αυτήν αίμα και οξυγόνο. Το σαλόνι αυτού του ξενοδοχείου, και μόνο που το διασχίζεις, η ατμόσφαιρά του κολλάει πάνω σου κι έρχεσαι εδώ κουβαλώντας τη μαζί σου, έρχεσαι εδώ σαν άρρωστος σκύλος όταν έχεις περάσει από κείνο το σαλόνι, είναι στα μάτια σου, στη φωνή σου, στη, στη – συμπεριφορά σου. Όταν χτυπάς κι εγώ ανοίγω την πόρτα, έχεις ένα άρρωστο, φοβισμένο βλέμμα σαν να νομίζεις ότι θα σου κλείσω την πόρτα στα μούτρα. Καημένο, αγαπημένο μου ανθρωπάκι! (Ξαφνικά αρπάζεται πάνω του παίρνοντας μια απότομη πνιχτή ανάσα σαν λυγμό.) Δεν έχω πια τη δύναμη να σε κάνω να προσπαθήσεις να σώσεις τον εαυτό σου από αυτή την – κατάθλιψη – που σε παραλύει! Γιατί δεν σταματάς να δείχνεις σαν μεσόκοπο χαμένο αγοράκι; Έτσι μου είναι πολύ δύσκολο να σου μιλήσω με ειλικρίνεια! (Παίρνει μια ηχηρή ανάσα και τον σπρώχνει μακριά της γυρίζοντας την πλάτη της στο τραπέζι.) Κάθε βράδυ έχεις μια φοβισμένη, ένοχη έκφραση. Εγώ λέω πάντα «Α, εσύ είσαι», κι εσύ λες πάντα «Ναι, εγώ είμαι». Και μετά φοράς αυτό το πονεμένο, ψεύτικο, αδύναμο χαμόγελο τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά σου, τα χέρια σου χωμένα στις τσέπες. Διδάσκεις στο σχολείο, αλλά ποτέ δεν τελείωσες το σχολείο, είσαι ακόμη στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ή στο νηπιαγωγείο. Α, εσύ είσαι, ναι, εγώ είμαι. Θεέ μου, δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος άλλος χαιρετισμός μεταξύ μας; Θα ήταν προτιμότερο αν έμπαινες απλώς μέσα και καθόσουν να φας κι έπειτα μοίραζες τα χαρτιά ή άνοιγες την τηλεόραση. Αλλά όχι. Πρέπει να επαναλαμβάνουμε την ιεροτελεστία, α, εσύ είσαι και ναι, εγώ είμαι, δεν λέμε σχεδόν τίποτε άλλο, τουλάχιστον τίποτε άλλο που να αξίζει να ειπωθεί. Πιέζω τον εαυτό μου να συνεχίζει ένα είδος μονολόγου με ελάχιστες παρεμβολές από σένα, κάτι σαν «Μμμ» ή «Μμμ – χμμ». Και σου λέω πράγματα που σου έχω πει τόσες φορές, που ντρέπομαι να τα επαναλαμβάνω. Μα αναγκάζομαι να τα επαναλαμβάνω αλλιώς θα καθόμασταν εδώ σε μια ανυπόφορη σιωπή, ναι, αφόρητη σιωπή. Ναι, και το καλοκαίρι λες, «Είναι τόσο όμορφα και δροσερά εδώ μέσα», και τον χειμώνα λες, «Είναι τόσο όμορφα και ζεστά εδώ μέσα». Ω, Θεέ μου, Θεέ μου… (Τον πιάνει από τους ώμους, ακουμπάει μια στιγμή το κεφάλι της στην πλάτη του – έπειτα τον σπρώχνει μακριά της.)
ΔΥΟ: Ποτέ δεν ήταν εύκολο για μένα να –
ΕΝΑ: Να μιλάς;
ΔΥΟ: Απ’ όσο θυμάμαι, πάντα ήταν δύσκολο για μένα.
ΕΝΑ: Να μιλάς;
ΔΥΟ: – Να μετατρέψω ό,τι σκέφτομαι και αισθάνομαι σε ομιλία.
ΕΝΑ: Ακόμη και το να κοιτάς στα μάτια έναν άλλο άνθρωπο;
ΔΥΟ: – Ναι. Το να κοιτάζω στα μάτια έναν άλλο άνθρωπο, κι αυτό.
ΕΝΑ: Πάντα κοιτάζεις λίγο πλάγια με μια ένοχη έκφραση. Τι σε κάνει να νιώθεις ενοχή; Απλώς και μόνο το ότι είσαι ζωντανός;
ΔΥΟ: – Δεν –
ΕΝΑ: – Δεν;
ΔΥΟ: Ξέρω ακριβώς…
ΕΝΑ: Πάρε αυτό το χαρτί κι αυτό το μολύβι και γράψε μου το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό. Γρήγορα. Μη σταματάς για να σκεφτείς. (Το ΔΥΟ σκαλίζει κάτι στο χαρτί.) Ωραία. Για να δω τι έγραψες. «Σ’ αγαπώ και φοβάμαι». – Τι φοβάσαι; Γρήγορα. Γράψ’ το. (Το ΔΥΟ σκαλίζει πάλι κάτι στο χαρτί. Το ΕΝΑ τού αρπάζει το χαρτί.) «Τις αλλαγές». – Εννοείς τις αλλαγές σε σένα ή σε μένα, ή τις αλλαγές στις καταστάσεις που επηρεάζουν τις ζωές μας; Γρήγορα, γράψ’ το, μη σκέφτεσαι. (Το ΔΥΟ ξαναγράφει.) «Όλες. Τα πάντα». – Ναι, καλά, το ήξερα αυτό απ’ την αρχή. Τώρα εγώ. Θα γράψω το πρώτο πράγμα που θα μου έρθει στο μυαλό. Μολύβι. Γρήγορα! (Γράφει βιαστικά στο χαρτί και το σπρώχνει προς το μέρος του πάνω στο τραπέζι.) Διάβασέ το, διάβασέ το δυνατά.
ΔΥΟ: (Διαβάζει δυνατά.) «Αν δεν υπήρχε αυτό το πράγμα που λέγεται χρόνος, το πέρασμα του χρόνου στον κόσμο που ζούμε, θα μπορούσαμε ίσως να βασιστούμε στο ότι τα πράγματα θα έμεναν ίδια, ο χρόνος όμως ζει στον κόσμο μαζί μας και έχει μια μεγάλη σκούπα και μας σαρώνει, είτε θέλουμε είτε δεν θέλουμε να το αντιμετωπίσουμε».
ΕΝΑ: Λοιπόν; Γιατί δεν λες κάτι; – Τίποτε; Πάρε το μολύβι και το χαρτί, γράψε κάτι, οτιδήποτε, γρήγορα, μη σταματάς για να σκεφτείς.(Το ΔΥΟ γράφει.) «Σ’ αγαπώ και φοβάμαι». – Μ’ αυτό άρχισες.
ΔΥΟ: Είπες να μη σταματήσω για να σκεφτώ.
(Εκείνη απλώνει το χέρι της πάνω από το τραπέζι για να του χαϊδέψει το πρόσωπο. Εκείνος της πιάνει το χέρι και το φέρνει στο στόμα του, έπειτα κάνει τον γύρο του τραπεζιού για να τη φιλήσει. Εκείνη του πιάνει το κεφάλι και προς στιγμήν το ακουμπάει πάνω της, έπειτα τον σπρώχνει μακριά.)
ΕΝΑ: Πήγαινε κάθισε εκεί που ήσουν. Δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσει κανείς προς τα πίσω, πίστεψέ με. (Εκείνος κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του.) – Κλαις; (Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.) Για να δω. Σήκωσε το κεφάλι σου. (Εκείνος σκύβει και κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του.) Μη δείχνεις τόσο βασανισμένος. – Έφαγες στην κουζίνα; – Όχι; Τότε να σταματήσεις κάπου όταν θα επιστρέφεις στον νεκροθάλαμο-ξενοδοχείο και να φας ένα σάντουιτς ή κάτι τέτοιο. Θα ήταν μια αλλαγή για σένα, καλύτερη απ’ το τίποτε. Οι άνθρωποι χρειάζονται μικρές αλλαγές πότε πότε και πρέπει ή να τις προκαλούν ή να τις αποδέχονται. Ξέρω ότι μερικοί τρομοκρατούνται από τις αλλαγές, μένουν προσκολλημένοι στη ρουτίνα. Νομίζω ότι τους δίνει μια αίσθηση προστασίας. Η επανάληψη όμως δεν δημιουργεί ασφάλεια, απλώς δίνει μια αίσθηση ασφάλειας. Δεν μπορείς να την εμπιστευθείς. Μπορεί να περπατάς στον ίδιο δρόμο κάθε μέρα και να νιώθεις ασφαλής σ’ αυτό τον δρόμο, κι έπειτα μια μέρα υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια σου και δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι.
ΔΥΟ: – Πρέπει να –
ΕΝΑ: Πρέπει να τι;
ΔΥΟ: – να προσπαθήσουμε να μην –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – το σκεφτόμαστε. Δεν –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – βοηθάει να –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – το σκεφτόμαστε, είναι καλύτερα να –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – να νιώθουμε –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – προστατευμένοι, ακόμη κι αν –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – την αίσθηση αυτή δεν μπορούμε –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – να την εμπιστευθούμε.
ΕΝΑ: Ολοκλήρωσες μια πρόταση. Δεν σου ήταν εύκολο, αλλά τα κατάφερες. Τώρα φέρε μου σε παρακαλώ ένα ποτήρι νερό για τις σταγόνες μου. (Το ΔΥΟ απομακρύνεται από το τραπέζι και κατευθύνεται προς τον μισοφωτισμένο χώρο.)
ΔΥΟ: (κατ’ ιδίαν) Δεν μπορώ να φανταστώ το αύριο. (Επιστρέφει με ένα ποτήρι νερό.) – Να σου βάλω εγώ τις σταγόνες στο νερό;
ΕΝΑ: Ναι. Ευχαριστώ.
ΔΥΟ: Στο μπουκάλι γράφει πέντε σταγόνες.
ΕΝΑ: Απόψε θα χρειαστώ περισσότερες.
ΔΥΟ: Είσαι –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – σίγουρη;
ΕΝΑ: Δώσε μου το ποτήρι, το μπουκάλι, θα βάλω μόνη μου. (Το ΔΥΟ μετράει τις σταγόνες μεγαλοφώνως. Το ΕΝΑ συνεχίζει. Της αρπάζει το μπουκάλι και το αφήνει στο τραπεζάκι έξω από τον φωτισμένο χώρο.) Εντάξει, έλα, κάθισε. (Εκείνος επιστρέφει στο τραπέζι των χαρτιών.) Θα σου πω μια ιστορία. (Όσο μιλάει πίνει το νερό.) – Είναι για έναν μικρό άνθρωπο. Λοιπόν; Δεν θα καθίσεις; (Το ΔΥΟ κάθεται κοντά στο τραπέζι.) – Ένας μικρός άνθρωπος πήγε στο σπίτι του Θανάτου και ο φρουρός με τη στολή στην πύλη τον ρώτησε τι ήθελε. Είπε ότι ήθελε τον Θάνατο. Ο φρουρός είπε ότι αυτή είναι πολύ μεγάλη απαίτηση για έναν μικρό άνθρωπο σαν εσένα. Ο μικρός άνθρωπος είπε ναι, ήξερε ότι είναι μεγάλη απαίτηση αλλά αυτό ήθελε. Ο φρουρός τού ζήτησε τα χαρτιά του. Το μοναδικό χαρτί που είχε ήταν το πιστοποιητικό γεννήσεώς του. Ο φρουρός κοίταξε τη χρονολογία στο πιστοποιητικό γεννήσεως και είπε: Πολύ νωρίς, ήρθες πολύ νωρίς, ξανακατέβα απ’ το βουνό και μην ξανανέβεις εδώ πάνω πριν περάσουν είκοσι χρόνια. Ο μικρός άνθρωπος άρχισε να κλαίει. Είπε: Αν δεν μ’ αφήσεις να μπω πριν περάσουν είκοσι χρόνια, θα περιμένω είκοσι χρόνια στην πύλη, δεν μπορώ να ξανακατέβω το βουνό. Δεν έχω πού να πάω εκεί κάτω. Δεν έχω κανέναν για να τον επισκέπτομαι τα βράδια, δεν έχω κανέναν για να συζητάω, κανέναν για να παίζω χαρτιά, δεν έχω κανέναν, κανέναν. Ο φρουρός όμως έφυγε, γύρισε την πλάτη του στον μικρό άνθρωπο κι έφυγε, κι ο μικρός άνθρωπος που φοβόταν να μιλήσει, άρχισε να φωνάζει. Για τόσο μικρός άνθρωπος που ήταν φώναζε δυνατά, κι ο Θάνατος τον άκουσε και βγήκε ο ίδιος να δει γιατί γινόταν όλη αυτή η φασαρία. Ο φρουρός είπε ότι ο μικρός άνθρωπος στις πύλες είχε έρθει είκοσι χρόνια νωρίτερα και δεν ήθελε να ξανακατέβει το βουνό, και ο Θάνατος είπε: Ναι, καταλαβαίνω, αλλά σε μερικές περιπτώσεις, ειδικά όταν έρχονται στις πύλες και χαλάνε τον κόσμο, μπορούμε να τους βάζουμε νωρίτερα, βάλ’ τον λοιπόν μέσα, αρκεί να σταματήσει η φασαρία. Λοιπόν; Πώς σου φαίνεται η ιστορία;
ΔΥΟ: Είναι, ε –
ΕΝΑ: Είναι ε τι;
ΔΥΟ: Εσύ την επινόησες αυτή την ιστορία;
ΕΝΑ: Όχι. Εσύ την επινόησες. Την έχεις επινοήσει εδώ και πολύ καιρό. Είναι καιρός να τη στείλεις για δημοσίευση. Δεν συμφωνείς;
ΔΥΟ: Εγώ, ε –
ΕΝΑ: Εγώ ε τι;
ΔΥΟ: Ας –
ΕΝΑ: Ας τι;
ΔΥΟ: Απόψε δεν –
ΕΝΑ: Απόψε δεν τι;
ΔΥΟ: – δεν δείχνεις –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: – τόσο καλά όσο –
ΕΝΑ: Τόσο καλά όσο τι;
ΔΥΟ: – τόσο καλά όσο, τόσο καλά όσο – (Πετάγεται όρθιος με μια πνιχτή πονεμένη κραυγή.)
ΕΝΑ: Ναι. Ξέρω. Ξέρω. Δεν έφαγες τίποτε, ε; Όχι. Πρέπει να σταματήσεις στο εμπορικό κέντρο επιστρέφοντας και να φας κάτι στην καντίνα. Σερβίρουν διάφορα πράγματα εκεί και έχει πολύ κόσμο. Θα μπορούσες ίσως να κάνεις και καμιά γνωριμία με κάποιον άλλον που θα τρώει εκεί. Όταν πηγαίνω για τα φάρμακά μου, βλέπω αρκετούς ανθρώπους που τρώνε στην καντίνα. Τους έχω ακούσει να μιλάνε μεταξύ τους. Δείχνουν να γνωρίζονται μεταξύ τους. Είναι πιο εύκολο να γνωριστείς με κάποιον σε μια καντίνα απ’ ό,τι σε ένα τραπέζι εστιατορίου γιατί κάθεσαι δίπλα του, ενώ στο εστιατόριο τα τραπέζια είναι χωριστά. Και νομίζω ότι είναι σημαντικό για σένα να κάνεις καινούργιες γνωριμίες. Γιατί είναι πιθανό κάποιο βράδυ να μη σ’ ακούσω όταν θα χτυπήσεις την πόρτα. Μπορεί να είμαι στο πάνω πάτωμα και να μη θέλω να κατέβω ή να μην έχω τη δύναμη να κατέβω ως την πόρτα που θα χτυπάς, και σ’ αυτό – (Κλείνει τα μάτια της και σφίγγει τα δόντια της σε έναν σπασμό πόνου.) – σ’ αυτό – το υπαρκτό – ενδεχόμενο θα έπρεπε – να έχεις – άλλες – γνωριμίες – να στηριχτείς, σ’ αυτή την περίπτωση, αν συμβεί.
ΔΥΟ: Μου φαίνεται πως πονάς ακόμη. Πονάς;
ΕΝΑ: Αν πονάω είναι δικός μου πόνος, όχι δικός σου, κι έχω το δικαίωμα να μην το συζητάω, έτσι δεν είναι; Νομίζω ότι κάποιος που πονάει έχει το προνόμιο να το κρατάει για τον εαυτό του. Αλλά κάνε μια προσπάθεια στο εμπορικό κέντρο απόψε και μην πας εκεί με τα μούτρα κατεβασμένα, πήγαινε με χαρούμενη διάθεση και κάθισε δίπλα σε κάποιον που να δείχνει εξωστρεφής. Πες κάτι εσύ πρώτος, μην περιμένεις να σου μιλήσει εκείνος, γιατί μπορεί να μην το κάνει. Ξέρω ότι δεν θέλεις να μιλάς, αλλά μερικές φορές πρέπει να κάνεις πράγματα που σου είναι δύσκολα, πήγαινε λοιπόν εκεί και πιες ένα μιλκ-σέικ και μίλα, συζήτησε, άνοιξε το στόμα σου έστω κι αν ανοίξεις το στόμα σου για να πεις ότι απόψε άκουσες μια κουκουβάγια να μιμείται τη φωνή σου πάνω σε ένα φοίνικα. Φυσικά και δεν θα σε πιστέψουν, αλλά αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.
ΔΥΟ: Νομίζω ότι αυτό που θέλεις να πεις – είναι –
ΕΝΑ: Αυτό που θέλω να πω είναι – ότι στη ζωή τα πράγματα πρέπει ν’ αλλάζουν.
ΔΥΟ: Δεν είναι ανάγκη οι αλλαγές να είναι απότομες.
ΕΝΑ: Τις αλλαγές είναι πολύ πιο εύκολο να τις δεχτείς όταν είσαι ήδη προετοιμασμένος γι’ αυτές. Γι’ αυτό ανέφερα την καντίνα.
ΔΥΟ: Έχει κόσμο και φασαρία και δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω γνωριμίες σ’ ένα μέρος με τόσο κόσμο και φασαρία, δεν θα ήξερα πώς και δεν θα ήθελα να το επιχειρήσω.
ΕΝΑ: Μέχρι πριν ένα χρόνο –
ΔΥΟ: Τι;
ΕΝΑ: Τι έλεγα; Α. Μέχρι πριν ένα χρόνο –
ΔΥΟ: Τι;
ΕΝΑ: Δεν πειράζει. Ό,τι κι αν έλεγα, πάει, το ξέχασα.
ΔΥΟ: (Έπειτα από παύση.) Θέλεις να σ’ αφήσω;
ΕΝΑ: Σ’ αφήνω είναι ένας τρόπος να πεις πεθαίνω. (Ανακάθεται.) Άλλαξα τα σχέδιά μου για τη νύχτα. Θ’ ανέβω πάνω τελικά. Μπορώ ακόμη ν’ ανεβαίνω αν δεν βιάζομαι και αν κρατιέμαι από την κουπαστή. Μπορώ ν’ ανέβω ως το πλατύσκαλο και να ξεκουραστώ για λίγο κι έπειτα να συνεχίσω το ανέβασμα. Κι όσο για σένα, μην ξεχνάς τη συμβουλή μου να κάνεις μερικές καινούργιες γνωριμίες. Δεν είναι ανάγκη να είναι στην καντίνα, θα μπορούσε να είναι σ’ ένα μπαρ. Πες κάτι σε κάποιον. Αυτή είναι η συμβουλή μου, αλλά το βλέπω ότι πάει χαμένη.
ΔΥΟ: Η γνωριμία δεν είναι φιλία.
ΕΝΑ: Και ποιος έχει φίλους; Τέλος πάντων. Φάε όμως κάτι στην καντίνα καθώς θα επιστρέφεις.
ΔΥΟ: Να σε βοηθήσω ν’ ανέβεις πριν –
ΕΝΑ: Τελευταία κοιμάμαι εδώ, στον καναπέ. Η σκάλα έχει γίνει πολύ απότομη. Απόψε όμως νομίζω ότι θα την ανέβω. Θα φτάσω πρώτα ως το πλατύσκαλο κι έπειτα θα ξεκουραστώ εκεί για λίγο πριν συνεχίσω. Υπάρχει μια αναπαυτική καρέκλα στο πλατύσκαλο και μπορώ να ξεκουραστώ εκεί μέχρι να αισθανθώ ικανή να συνεχίσω το υπόλοιπο κομμάτι. (Ανεβαίνει τρία ή τέσσερα σκαλοπάτια ως το πλατύσκαλο και την καρέκλα.) Ναι, μπορώ να ξεκουραστώ εδώ για λίγο.
ΔΥΟ: Θα μείνω ώσπου να πας στην κρεβατοκάμαρά σου. Έπειτα πηγαίνω σιγά σιγά.
ΕΝΑ: Όχι, μην περιμένεις. Πήγαινε τώρα. Μ’ αρέσει να μιλάω λίγο στον εαυτό μου πριν κοιμηθώ.
ΔΥΟ: Δεν πρέπει να κοιμηθείς στο πλατύσκαλο, δεν μπορείς να κοιμηθείς στο πλατύσκαλο.
ΕΝΑ: Θα κάνω ό,τι θέλω!
ΔΥΟ: Συγγνώμη, δεν – ήθελα να σου πω τι –
ΕΝΑ: Έλα, πήγαινε τώρα. Βάλε στην πόρτα τον σύρτη.
ΔΥΟ: Ο σύρτης είναι από τη μέσα μεριά της πόρτας.
ΕΝΑ: Α – ναι. Έχεις δίκιο. Αυτό μου αλλάζει λίγο τα σχέδια, ναι, θα πρέπει να τον βάλω μόνη μου.
ΔΥΟ: Νομίζω ότι δεν θα ’πρεπε να μένεις μόνη σου τη νύχτα.
ΕΝΑ: Αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου. Καληνύχτα, έλα, πήγαινε τώρα, αυτή η βραδιά ήταν εξαντλητική.
ΔΥΟ: Συγγνώμη – αισθάνομαι σαν να ’χουν χαθεί τα αισθήματά σου για μένα…
ΕΝΑ: Δεν είναι αλήθεια αυτό. Δεν θα σ’ άφηνα να μπεις στο σπίτι απόψε αν δεν σ’ αγαπούσα ακόμη. Σ’ αγαπούσα και σ’ αγαπώ ακόμη. Μα έχουμε πάει σε διαφορετικές χώρες, εσύ έχεις πάει σε μια ξένη χώρα κι εγώ σε μια άλλη.
ΔΥΟ: Θα μπορούσα να μείνω στον καναπέ;
ΕΝΑ: Όχι, όχι, λυπάμαι, όχι. Πρέπει να φύγεις τώρα.
ΔΥΟ: Είσαι –
ΕΝΑ: Είμαι τι;
ΔΥΟ: – η ζωή μου. Ολόκληρη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Θα πάω στην κλινική, θα πάω πάλι στο σχολείο, θα –
ΕΝΑ: Μην κάνεις τα πράγματα τόσο δύσκολα για μένα…
ΔΥΟ: Σε παρακαλώ! Άφησέ με να μείνω στον καναπέ!
ΕΝΑ: Όχι!
ΔΥΟ: Μα –
ΕΝΑ: Όχι, είπα όχι! Άνοιξε την πόρτα, φύγε!
ΔΥΟ: Όταν θα ξανάρθω αύριο, θα –
ΕΝΑ: Τι;
ΔΥΟ: Θα μου ανοίξεις;
ΕΝΑ: Αν φύγεις τώρα, ναι, μα αν –
ΔΥΟ: Φεύγω τώρα. (Ανοίγει την πόρτα.) Η ατμόσφαιρα είναι – ο ουρανός είναι –
ΕΝΑ: Τι είναι;
ΔΥΟ: – ασυνήθιστα φωτεινός απόψε. Σαν πολύ καθαρό ρηχό νερό, σαν, σαν –
ΕΝΑ: Οι πετεινοί θα λαλούν όλη τη νύχτα γιατί θα νομίζουν ότι πλησιάζει το ξημέρωμα. Καληνύχτα. Κάνε έναν ωραίο περίπατο επιστρέφοντας. Ίσως οι λευκοί γερανοί να είναι ακόμη στην πρασιά που πέρασες καθώς ερχόσουν. Καλή ξεκούραση. Μην αμφιβάλλεις ότι νοιάζομαι για σένα, να θυμάσαι όμως ότι πηγαίνουμε σε διαφορετικές χώρες.
(Εκείνος κλείνει αθόρυβα την πόρτα από μέσα και πηγαίνει στον καναπέ.)
ΕΝΑ: (κατ’ ιδίαν) Έφυγε – καλύτερα μόνη μου. Είναι σκληρό γιατί δεν έχει κανέναν άλλον εκτός από μένα κι εγώ δεν έχω κανέναν άλλον εκτός απ’ αυτόν, αλλά στη Χώρα του Δράκου αφήνεις πίσω τον τελευταίο φίλο σου και συνεχίζεις μόνος σου. – Οχ – η πόρτα – δεν έβαλα – τον σύρτη. – Καλύτερα να κατέβω και να τον βάλω, αλλιώς η γυναίκα θα μπει αύριο. Σήκω πάνω, σήκω πάνω, είπα σήκω πάνω! (Σηκώνεται με μεγάλη δυσκολία και κατεβαίνει τη σκάλα πιασμένη από την κουπαστή. Δεν βλέπει το ΔΥΟ στο τραπέζι. Πηγαίνει στην πόρτα και βάζει τον σύρτη, έπειτα πηγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Το ΔΥΟ σηκώνει ένα τραπουλόχαρτο λες και πρόκειται να καλύψει με αυτό το πρόσωπό του. Το ΕΝΑ γυρίζει προς το δωμάτιο και βλέπει το ΔΥΟ κοντά στον καναπέ.) Α – έμεινες, δεν έφυγες. – Δεν μπορώ να φανταστώ το αύριο. – Βοήθησέ με να γυρίσω στη σκάλα, σε παρακαλώ, βοήθησέ με να γυρίσω στην καρέκλα μου στο πλατύσκαλο. (Εκείνος την αρπάζει τη στιγμή που δείχνει έτοιμη να πέσει και τη στηρίζει μέχρι να φτάσει στο πλατύσκαλο.) Άφησέ με να ξεκουραστώ εδώ, σε παρακαλώ. Θ’ ανέβω στην κρεβατοκάμαρά μου σε λίγο, έστω κι αν χρειαστεί ν’ ανέβω τα υπόλοιπα σκαλιά σέρνοντας…
ΔΥΟ: Άφησέ με να σε βοηθήσω ν’ ανέβεις επάνω τώρα.
ΕΝΑ: Όχι. Εδώ. Σταμάτα. Αδύνατο – πιο πέρα – αυτή τη στιγμή. (Κάθεται στην καρέκλα στο πλατύσκαλο.) Τώρα. Κατέβα κάτω.
ΔΥΟ: Άφησέ με –
ΕΝΑ: Όχι, όχι, κατέβα κάτω, κάτω, κάτω!
ΔΥΟ: Θα – δεν –
ΕΝΑ: Συγγνώμη. Πρέπει να είμαι μόνη μου εδώ. (Το ΔΥΟ επιστρέφει στο τραπέζι.) Αν ξυπνήσω και κατέβω αύριο, δεν θα εκπλαγώ να σε βρω εδώ. Νομίζω ότι πάντα ήθελες να μείνεις στο σπίτι μου. Λοιπόν, τώρα έχεις την ευκαιρία, σαν στο σπίτι σου. Ξέρεις πού είναι όλα: η τηλεόραση, τα ποτά, το ψυγείο, το υπνοδωμάτιο και το μπάνιο του κάτω ορόφου. Σ’ αφήνω μ’ όλες αυτές τις απολαύσεις. Σ’ ένα λεπτό θα έχω κοιμηθεί. Φαντάζομαι ότι υπάρχει ακόμη πιθανότητα να μπορέσεις να συνέλθεις αύριο και να πας στο σχολείο σου. Δεν θα στοιχημάτιζα σε κάτι τέτοιο, βέβαια. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον θα σ’ έχουν αντικαταστήσει. Μπορεί να σ’ έχουν αποβάλει από το σχολείο όπως τους άτακτους μαθητές. Απλώς δεν μπήκαν στον κόπο να σε ενημερώσουν, ή εσύ φοβόσουν να σηκώσεις το τηλέφωνο, αν σου τηλεφώνησαν στο ξενοδοχείο-νεκροτομείο. Δεν ήθελες πάντα να εγκατασταθείς εδώ; Μου έκανες τόσες φιλοφρονήσεις γι’ αυτό το σπίτι τα βράδια που ερχόσουν από το ξενοδοχείο-νεκροτομείο όπου μένεις. Πάντα μου λες πόσο όμορφο είναι κάτι, η ζεστή ατμόσφαιρα τον χειμώνα, η δροσερή ατμόσφαιρα το καλοκαίρι, ο κήπος με τους φοίνικες, ακόμη κι ο ουρανός, λες και ανήκει στο σπίτι. Εντάξει, τώρα μπορείς να μείνεις εδώ, αν το θέλεις. Δεν θα μπλέκεσαι στα πόδια μου, ούτε εγώ στα δικά σου. Ύστερα από μια-δυο μέρες δεν θα προσέχουμε καν ο ένας τον άλλον. Θα είναι σαν να μιλάμε στον εαυτό μας, ή σαν ν’ ακούμε ένα πουλί ή ένα τριζόνι κάπου απ’ έξω. Φυσικά, έχεις την εναλλακτική λύση να ξανακρυφτείς σ’ εκείνο το νεκροτομείο που αποκαλείς ξενοδοχείο, αλλά εκεί υπάρχει ένα χρονικό όριο, ένα μικρό χρονικό όριο για την παραμονή σου εκεί στην κατάσταση που βρίσκεσαι προς το παρόν. Πιθανότατα ξέρουν ήδη ότι έχασες τη δουλειά σου. Ε, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν σ’ όλους χωρίς εξαίρεση, το μικρό χρονικό όριο εξαντλείται, εξαντλείται και τους αφήνει ξεκρέμαστους – (Παύση. Το ΔΥΟ μαζεύει την τράπουλα και τη βάζει στο κουτί. Έπειτα το ΕΝΑ συνεχίζει.) Αν κοιμηθώ καλά απόψε, αύριο θα είμαι καλύτερα, κι αν είσαι ακόμη εδώ θα πάρουμε το αυτοκίνητο, ή θα πάρουμε ένα ταξί και θα πάμε στην αγορά και θα γεμίσουμε το ψυγείο για σένα, κι έπειτα θα πάμε στο ξενοδοχείο σου, θα μαζέψουμε τα πράγματά σου, θα πληρώσουμε και θα φύγεις απ’ αυτό το φριχτό νεκροτομείο. Μετά απ’ αυτό; Δεν μπορώ να σκεφτώ. Ίσως δεν είναι ανάγκη να σκεφτώ μετά απ’ αυτό. Φτάνει να σκεφτεί και να σχεδιάσει κανείς ως εκεί για το μέλλον. Λοιπόν, σαν στο σπίτι σου. Πιες ένα ποτό στη βεράντα, για να χαρείς τον ουρανό και τη θάλασσα που ανήκουν στο σπίτι. Εγώ ανεβαίνω επάνω τώρα. (Ξανακάθεται όμως στην καρέκλα.) – Όχι, όχι ακόμη. Το ανέβασμα είναι σαν αναρρίχηση στην κορυφή των Άλπεων.
ΔΥΟ: Μείνε κάτω λίγο ακόμη.
ΕΝΑ: Εντάξει, πολύ λίγο ακόμη…
ΔΥΟ: (Σιγανά, ύστερα από παύση.) Σε πήρε ο ύπνος; Σε πήρε ο ύπνος;
ΕΝΑ: – Δεν μπορώ να φανταστώ το αύριο.

ΑΥΛΑΙΑ

Μονόπρακτο του Τενεσί Ουίλιαμς από τη συλλογή The Dragon Country (1970).
Εικαστικό: ατελιέ diastixo.gr

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.