fbpx
«Μάγος Ντιμιτριέφ» της Νοέλ Μπάξερ

«Μάγος Ντιμιτριέφ» της Νοέλ Μπάξερ

[Πάνω στη σκηνή υπάρχουν ένα πλιάν τραπεζάκι και μια παράταιρη απλή καρέκλα. Πάνω στο τραπέζι είναι τοποθετημένα ένα τηλέφωνο, ένα μπουκάλι βότκα και ένα ποτήρι. Ο χώρος δείχνει παραίτηση και οικονομική δυσκολία.



Μπαίνει ένας άντρας ώριμης ηλικίας ντυμένος καρικατούρα ταχυδακτυλουργού-μάγου. Η εμφάνισή του αποπνέει μιζέρια, μαύρη φτώχεια και «παραξενιά» (διαφορετικότητα που ξενίζει). Βγάζει, πολύ έντονα, ηθοποιίλα. Είναι μακιγιαρισμένος έντονα, σαν ντοστογιεφσκικός ήρωας σε παλιομοδίτικη θεατρική παράσταση.

Ο ηθοποιός τρίβει τα χέρια του σαν να τα ζεσταίνει, προετοιμάζοντας ένα δύσκολο ταχυδακτυλουργικό κόλπο.]

Κυρίες και κύριοι, ο μέγας μάγος Ντιμίτριεφ, δηλαδή εγώ (βαθιά υπόκλιση), έχει τη μεγάλη, την αφάνταστη, την τεράστια, την πελώωωωρια χαρά να σας παρουσιάσει απόψε το μαγικό κόλπο που ξετρελαίνει τα παιδιά.

(Σοβαρός, από την τσέπη του αρχίζει να εμφανίζει πολύχρωμα μαντίλια δεμένα σαν λουκάνικα, σφυρίζοντας τάχα αδιάφορα μια ρώσικη μπαλαλάικα.)

Και τρεις και τέσσερις φορές με βάζουν να κάνω το κόλπο αυτό στα παιδικά πάρτι. «Μάγε Ντιμίτριεφ, φέρατε τα πολύχρωμα μαντίλια σας;» με ρωτούν από την πόρτα. (Σηκώνει το δάχτυλο ζητώντας την προσοχή του κοινού.) Το επόμενο μαντίλι, έτσι λέω στα παιδάκια σας και μένουν άφωνα από θαυμασμό για τον Ντιμίτριεφ… (με πομπώδη τόνο) θα είναι κόκκινο! (Εμφανίζει το επόμενο μαντίλι. Πράγματι είναι κόκκινο.) Είναι κόκκινο! (Συνεχίζει να βγάζει μαντίλια. Βλέπουμε ότι και τα επόμενα τρία τέσσερα συνεχόμενα μαντίλια ήταν κόκκινα.) Τα παιδιά, σε αυτό το σημείο, με ξεκουφαίνουν στο χειροκρότημα… Τι αθώα που είναι τα παιδιά! Ό,τι δεν είμαστε εμείς είναι τα παιδιά μας! Και το επόμενο μαντίλι, κόβω το κεφάλι μου, κυρίες και κύριοι, να μη με λένε Ντιμίτριεφ, πως θα είναι πράσινο! (Εμφανίζει ακόμα ένα μαντίλι από την τσέπη του. Πράσινο.) Είναι πράσινο! (Όλα τα επόμενα μαντίλια βγαίνουν πράσινα. Βγάζει, βγάζει, βγάζει, μακραίνει το «λουκάνικο», στο τέλος βγαίνει και η φόδρα γιατί το τελευταίο μαντίλι είναι ραμμένο στην τσέπη. Ο μάγος προσπαθεί να κουκουλώσει το λάθος. Ξαναχώνει αμήχανος την άκρη από το «λουκάνικο» στην τσέπη.) (Απολογητικά) Να τι συμβαίνει άμα επιστρέφεις στα παλιά.

(Κάθεται στην καρέκλα κουρασμένα. Βγάζει το καπέλο του, το φυσάει να φύγει η ανύπαρκτη σκόνη και το ακουμπάει προσεκτικά δίπλα του. Πιάνει να τυλίγει το «λουκάνικο» από μαντίλια όσο μονολογεί.)

Ο μέγας Ντιμίτριεφ είναι ένα μέγα τίποτα! Αν ήξερε έστω κι ένα μαγικό κόλπο, θα έκανε ένα μεγάλο τσαφ και θα εξαφανιζόταν από εδώ. Θα πήγαινε πίσω στη Μόσχα του, πίσω στο θέατρό του, στον Βυσσινόκηπό του, πίσω στον Τσέχωφ του, πίσω στις Τρεις Αδελφές του… πίσω πίσω πίσω. Αυτό το πίσω δεν υπάρχει πια, ούτε με μάγια δεν ξανάρχεται, άρα πού να πάει πίσω ο Ντιμίτριεφ;

(Πετάει το «λουκάνικο» από μαντίλια κι αρχίζει να το ξαναμαζεύει σαν πετονιά.)

Δεν είναι πετονιά να ξαναμαζεύονται τα χαμένα χρόνια. Σκόρπισαν, έγιναν άσπρα μαλλιά. Ρυτίδες. Τοξίνες. Έφυγαν και άφησαν πίσω ένα τίποτα, ένα λουκάνικο από πολύχρωμα μαντίλια. Χάθηκαν οι ρόλοι στο θέατρο. Πάει ο γιατρός Αστρώφ και ο Γκάγεφ και ο Πέτια και ο Λοπάχιν… Περαστικοί σαν άπιστες ερωμένες, κίνησαν για αλλού. Με άφησαν μόνο μου, εδώ. (Χτυπάει τη γροθιά στο τραπέζι με τη βότκα. Μπορεί και να πέφτει κάτω το ποτήρι.) Θέλω πίσω τον Τσέχωφ μου! Με ακούτε; Θέλω πίσω τον Αστρώφ μου. Θέλω να εμφανιστώ μπροστά σε κοινό που να μην είναι πασαλειμμένο με τούρτα. Χωρίς αυτά τα καταραμένα μαντίλια να ξεχύνονται σαν εμετός από μένα. (Τραβάει με λύσσα το «λουκάνικο». Με μανία το ξηλώνει από τη φόδρα και το πετάει πέρα. Σηκώνει από το πάτωμα το ποτήρι, βάζει βότκα και το πίνει μονορούφι.)

(Αποκαρδιωμένος) Το πρωί που ήρθαν τα πάνω κάτω και ξυπνήσαμε οι Ρώσοι φτωχοί, μαράθηκε σε μια νύχτα ο Βυσσινόκηπος. Πήρε ο Γλάρος του Τσέχωφ τον δρόμο προς τον Νότο. Αποδήμησε. Αποχαιρέτησα τον Θείο Βάνια, φίλησα στοργικά τις Τρεις Αδελφές και πήγα κι εγώ μαζί με τον Γλάρο. Ακολούθησα τη διαδρομή του. Ήμουν ένας τραυματισμένος γλάρος που δεν μπορούσε να πετάξει και ακολουθούσε με τα πόδια. Με σταμάτησε στη χώρα σας η θάλασσα. Πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου θάλασσα. Τη γεύτηκα τη θάλασσά σας και ήταν αλμυρή. Τσέχωφ μου, κάνε να μην είναι έτσι αλμυρή η ζωή μου εδώ. Είναι πιο αλμυρή. Μόνο με βότκα αντέχεται. (Κάνει γκριμάτσα, σαν να τον καίει.) Από πάνω από το κεφάλι μου πέρασαν και με αποχαιρέτησαν τα αποδημητικά πουλιά της Μεγάλης μου Ρωσίας. Ο Γλάρος μου τελευταίος. Τον πήρα αγκαλιά και γύρισα ένα ένα τα θέατρά σας. «Να σας παίξω τον Γλάρο του Τσέχωφ;» (Μιμείται τι του είπαν.) «Δεν ξέρεις τη γλώσσα». «Είσαι πολύ γέρος». «Είσαι πολύ λυπημένος». (Πετιέται όρθιος, αγανακτισμένος.) Όχι, όχι! Γελάω. Δείτε με. Γελάω… Χα χα χα! (Βροντερό γέλιο, καρικατούρα) Αν θέλετε, μπορώ να μην είμαι πολύ λυπημένος. (Παύση. Λυπημένα.) Μόνο πολύ μεγάλος δεν μπορώ να πάψω να είμαι. Και πολύ Ρώσος…

(Πίνει μια μεγάλη γουλιά. Σκουπίζει το στόμα του «ρώσικα», με την ανάποδη του χεριού του.) Μπορώ να σας παίξω εδώ, τώρα, όποιον τσεχωφικό ήρωα επιθυμείτε. Από καρδιάς (χτυπάει το χέρι του στη θέση της καρδιάς του) τους ξέρω όλους. Τα λόγια τους εγώ τα λέω, ποιος Αστρώφ, (έμφαση) ΕΓΩ είμαι ο Αστρώφ! (Σηκώνεται τρικλίζοντας. Η βότκα φαίνεται να τον έχει «χτυπήσει». Παίζει ένα απόσπασμα του Αστρώφ.) Μου επιτρέπετε; (Πίνει ένα ποτήρι.) Είμαστε μόνοι και μπορώ να μιλήσω ελεύθερα. Ξέρετε, νομίζω πως δε θ’ άντεχα ούτε έναν μήνα εδώ, στο σπίτι σας – θα μ’ έπνιγε αυτή η ατμόσφαιρα. (Σκύβει κι από το πάτωμα μαζεύει το «λουκάνικο». Με ένα χρωματιστό μαντίλι σκουπίζει τα μάτια. Απαγγέλλει/παίζει ένα δραματικό απόσπασμα σαν να παίζει στο θέατρο.) Όταν κάποια νύχτα σκοτεινή περνάς το δάσος και βλέπεις μακριά να τρεμοσβήνει ένα φωτάκι, δε λογαριάζεις ούτε την κούραση ούτε το σκοτάδι ούτε τα κλωνάρια που σου γδέρνουν με τ’ αγκάθια τους το πρόσωπο… Εγώ, όπως είναι γνωστό, δουλεύω όσο κανένας άλλος στην επαρχία μας, η μοίρα με χτυπάει ασταμάτητα και συχνά υποφέρω αφόρητα – όμως δε βλέπω κανένα φωτάκι να τρεμοσβήνει μακριά. Για τον εαυτό μου δεν έχω τίποτα να περιμένω πια, και τους ανθρώπους δεν τους αγαπάω… Είναι χρόνια τώρα που δεν αγαπάω κανέναν. (Πίνει μια μεγάλη γουλιά.) Στοπ! Ξεμέθυσα. Βλέπετε, τώρα είμαι τελείως νηφάλιος (Ο θεατής βλέπει το αντίθετο, ότι δεν είναι νηφάλιος) κι έτσι θα μείνω ως το τέλος της ζωής μου. (Κοιτάζει το ρολόι του, θεατρικά.) Λοιπόν, συνεχίζουμε: σας έλεγα πως πέρασε ο καιρός μου, για μένα είναι αργά, και… Γέρασα, η δουλειά με κατέβαλε, εκχυδαΐστηκα, τα αισθήματά μου στέγνωσαν… Πιστεύω ότι δεν είμαι σε θέση πια ν’ αφοσιωθώ σε κάποιον. Δεν αγαπώ κανέναν… Κι ούτε θ’ αγαπήσω.

(Ξανακάθεται/πέφτει στην καρέκλα. Ειρωνικά, μιμείται τον τρόπο που μιλάνε οι γυναίκες.) Α, έχει και κρασί. Ελάτε να πιούμε σταυρωτά στη φιλία μας. Ναι, Έλενα Αντρέγιεβνα, έρχομαι. (Υψώνει το ποτήρι του προς το κοινό/Έλενα.) Σε ένδειξη ειρήνης και συμφιλίωσης, θα σας φέρω τώρα αμέσως ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, που τα ’χω μαζέψει απ’ το πρωί για σας. Φθινοπωρινά, υπέροχα, μελαγχολικά τριαντάφυλλα…

(Παύση. Αλλάζει τόνο.) Με την αδιαθεσία όλο και κάτι γίνεται, εγώ εκείνο που δεν αντέχω είναι η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής στην επαρχία. Νιώθω ξεκομμένος απ’ όλα, σαν να βρίσκομαι σ’ άλλον πλανήτη.

(Δείχνει προς μια φανταστική καρέκλα απέναντί του στο τραπέζι.) Μα, καθίστε, καθίστε, παρακαλώ, Σόνια. (Παύση. Αλλάζει και πάλι τόνο. Καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια του.) Ντρέπομαι τόσο πολύ! Αν ήξερες πόσο ντρέπομαι! Αυτή η σουβλιά που προξενεί η ντροπή δε συγκρίνεται με κανέναν πόνο. Ανυπόφορο! (Γέρνει στο τραπέζι.) Τι να κάνω; Τι να κάνω;

(Σηκώνει το κεφάλι του. Παύση. Φωνάζει θυμωμένος.) Σταμάτα! (Πιο ήπια) Εκείνοι που θα ζήσουν εκατό ή διακόσια χρόνια ύστερα από μας μπορεί να μας λυπούνται που ζήσαμε τη ζωή μας τόσο ανόητα και άχαρα, όμως μπορεί να έχουν βρει έναν τρόπο να είν’ ευτυχισμένοι… Εμείς όμως…

(Πετάγεται πάνω θυμωμένος. Απευθύνεται στο κοινό.) Μείνετε, σας ικετεύω. (Μαλακώνει.) Αν δεν ακούσετε τα δικά μου, ακούστε τα λόγια του Αστρώφ! (Ξανά θυμωμένα) Παραδεχτείτε πως δεν έχετε τίποτα να κάνετε σ’ αυτό τον κόσμο, πως δεν έχετε κανέναν σκοπό στη ζωή σας, τίποτα που ν’ απασχολεί το μυαλό σας, γι’ αυτό, αργά ή γρήγορα, θ’ αναγκαστείτε να ενδώσετε στα αισθήματά σας – είναι αναπόφευκτο.

(Στυλώνει το βλέμμα του πίσω από το κοινό. Στάζει λύπη. Μεγάλη παύση. Χτυπάει το τηλέφωνο. Το κοιτάει. Το απαντάει. Γυρνά πάλι το βλέμμα πίσω από το κοινό.) Ναι; (Παύση) Μάλιστα, σας ομιλεί ο μάγος Ντιμίτριεφ. (Παύση) Για πότε θέλετε; (Παύση) Πόσων χρονών είναι το παιδάκι σας;

 

(Τα αποσπάσματα από έργα του Τσέχωφ είναι σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία.)

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.