Οχτώ ποιήματα του Λουάν Τζούλις
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Προσθέτω…
Άλλα παγωμένα παραμύθια,
αξύριστα πυκνά γένια,
νύχια κομμένα με δόντια
και κόκκινα μάτια με βαριές σακούλες.
Όλα
σιωπούν στο φόβο
σαν γάτες του Φεβρουαρίου
τρελαμένες στην παρέα…
Γκρινιάρης με τον εαυτό μου,
ομιλητής με τη φαντασία,
παραπονιάρης για ό,τι δεν πρόλαβα
και τεμπέλης στο τρέξιμο απ’ τη βιασύνη.
Λάτρης της ζωτικής συμπεριφοράς,
ερωτικός… μέχρι το πηγάδι των δακρύων,
πολεμιστής στον εγωισμό
και νοικοκύρης στον πλούτο της ψυχής.
Να γράφω ακόμα
θα γίνω κακός…
δεν θέλω να τιμωρώ το όνομα που έχω
με την αγριάδα του Λέοντα.
ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Το σφίξιμο των χεριών,
το χάιδεμα στην πλάτη
και το κοίταγμα στην κόρη του ματιού
μειώθηκαν
σαν τα φύλλα τούτου του χειμώνα.
Τόσο λίγα πράγματα μας έμειναν!
Η χλωροφύλλη των λέξεων,
το ρεύμα του φωτός
και το χρώμα της φιλίας
κινούνται σαν σκουριασμένο ανοιχτό παράθυρο.
Τόσο λίγο,
όσο τιμωρούμε τον εαυτό μας
με δανεισμένη σκέψη,
ξεχνώντας και το όνομα της μέρας.
Ούτε με την αγάπη
δεν κλείνουμε ραντεβού πια.
Ξεχάσαμε την ευχαρίστηση,
όταν περιμένεις κάποιον…
Οι μέρες
δεν έχουν φόδρα
και λερωμένες στιγμές κρατάνε στις τσέπες.
Ώρες
ψεύτικη εγκυμοσύνη δείχνουν,
σιωπώντας
στην κοιλιά της φτώχειας.
Σήμερα
χάιδεψα το πρόσωπο της Κυριακής
και έγινα νέος,
πλούσιος,
με ένα φιλί παραπάνω,
που μου έλειπε…
ΠΡΑΣΙΝΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ
Ό,τι δε σου είπα
το έγραψα σε μικρά σημειώματα
που έστειλα με τον ταχυδρόμο της θάλασσας.
Πράσινο μπουκάλι.
Δεν φοβήθηκαν κύματα και φουρτούνες
λόγια και λέξεις σφραγισμένα
με κερί και έρωτα.
Σ’ τα έστειλα όλα.
Όλα αυτά που με έκαναν να ζω.
Τη μουσική της φωνής μου
και το τραγούδι που με βασάνιζε πάντα…
Για σένα όλα. Απλά και ειλικρινά.
Μα και τον εαυτό μου
στο μπουκάλι ταχυδρόμο θα έκλεινα,
μικρός και ανάλαφρος στη σκέψη σου,
προστατευμένος με τις λέξεις.
Πότε θα φτάσει ο ταχυδρόμος,
ούτε εγώ ρώτησα.
Το ταξίδι
έχει το δικό του ημερολόγιο.
Πράσινο υγρό της προσμονής
και οι δρόμοι απέραντοι.
Πράσινο.
Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΤΑΘΜΟ…
…απέμεινα με μισό πρόσωπο,
με ένα μάτι,
με στραβωμένο το στόμα
και αντί για γόνατα,
χρόνια,
με σημάδια τυπωμένα…
Το όνομα που έχω
δεν το δικαιολογούν τα σπασμένα μου δόντια.
Το τρέξιμο της ημέρας
που ανασαίνει με καυτές ανάσες
δεν μου το συγχωρεί κανείς.
Ποτέ
δεν πουλούσα σκιές.
Το φως της αυγής
το αγόραζα πάντοτε σαν το χυμό της μέρας.
Θεέ μου!
Νιώθω πως με παρακολουθείς
και με συνοδεύεις συχνά,
όταν κυκλώνομαι γύρω σου.
Πώς και δεν μου είπες άραγε μια φορά
να μην καθίσω
σ’ αυτόν το σταθμό που περιμένω;
ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ
Πάντα συμφωνώ
με το σενάριο των ονείρων.
Τη στιγμή
διορίζω βασιλιά
χωρίς να βλέπω
το φόρεμα της σκέψης.
Στο κοστούμι που φορά
δεν έραψα ποτέ ασημένια κουμπιά
και το φώσφορο των κοκάλων μου
δεν περισσεύει ποτέ
να φαίνεται.
Εκτιμώ απεριόριστα την απέναντι όχθη
και τη γέφυρα της φαντασίας μου
καρφώνω
σαν σύμβολο της καλοσύνης...
Δεν μ’ ενδιαφέρει τι κρατάς στην τσέπη σου
ούτε για την περιουσία σου
θέλω να ξέρω,
έχω μια ζυγαριά πόνου,
που κάθε πράγμα αφήνει το βάρος
με την αληθινή πτώση.
Θέλω να είμαι βουλή των ονείρων
με βουλευτές
την ψυχή μου.
ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Ο εγγονός μου έκλαιγε τη νύχτα
και όλα τα αυτοκινητάκια που παίζει την ημέρα
είχαν χάσει το δρόμο
κάτω από το κρεβάτι…
Ηρέμησε νωρίς το ξημέρωμα,
όταν τα φορτηγά-παιχνίδια του
πάρκαραν
να φορτώσουν την αυγή του αύριο.
…Και εγώ άυπνος.
Με είχαν προδώσει κάτι καινούργιοι στίχοι
και στις σελίδες άλλων βιβλίων
ταξίδευαν ερωτευμένοι.
Γύρισαν το πρωί
κουρασμένοι σαν τα μυωπικά μου μάτια
και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά
σαν να μην είχε συμβεί τίποτα…
Στα παρκαρισμένα όνειρα του Ντάνη
βιάστηκα να αγοράσω καινούργιο εισιτήριο
για την πρεμιέρα
του επόμενου
βιβλίου μου.
ΑΠΛΑ, ΤΟΣΟ ΑΠΛΑ
Μεγαλώνω…
Νηστικός από μια αγάπη
που δεν γνώρισα,
διψασμένος για ένα φιλί που μου λείπει.
Κι όμως, μου φτάνει ο πρωινός ήλιος.
Πίνω με κλειστά τα μάτια
τις αχτίδες
σα χρυσή πορτοκαλάδα,
που με κάνει να νιώθω
ξημέρωμα.
Παραπάνω… τι να θέλω,
χαιρετώ το γείτονα
με τα κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά του,
αγγίζω τη γυναίκα
ξεχνώντας τα σαράντα χρόνια
που μας γελούσαν μαζί
και καβαλάω τη μηχανή
γαζώνοντας την αύρα του πρωινού
που μου αντιστέκεται.
Έτσι μεγαλώνω, φίλε μου,
απλά,
χωρίς να δηλώνω στην εφορία
παραπάνω απ’ την καθημερινότητα.
Τόσο απλά.
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΠΟΥ ΜΟΣΧΟΒΟΛΟΥΝ
στον Τ. Πατρίκιο
Τα δικά σας ποιήματα
μασάω,
σαν γλυκό του κουταλιού.
Απολαμβάνω τη νοστιμιά
γλείφοντας τα χείλη μου
χωρίς να χορταίνω.
Οι στίχοι κλαριά δάφνης,
σαν το βλέμμα:
ήρεμο και ονειρεμένο,
αγάπη που δεν προδίδεται.
Τα δικά σας ποιήματα
μασάω,
σαν φρέσκο μέλι
που μυρίζει νέκταρ.
Να είσαι μέλισσα,
άραγε,
που τόσο συχνά κάθεσαι
στο βλέμμα μου;
Ο Λουάν Τζούλις γεννήθηκε το 1955 στο Ντεβόλ της Κορυτσάς. Σπούδασε Βιομηχανική Χημεία και απ’ το 1995 ζει στην Ελλάδα ως οικονομικός μετανάστης με την οικογένειά του. Στα ελληνικά, έχουν εκδοθεί τα βιβλία του:
Μυρίζω μήλο (Εκδ. Καστανιώτη, 2003)
Η βιογραφία των ματιών (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006)
Το κυπαρίσσι που τα έβαλε με τον ουρανό (παραμύθι, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008)
Πού να ζητήσω συγγνώμη (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2009).
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά ελληνικά περιοδικά. Είναι παντρεμένος και έχει δύο κόρες.