«Σωτηρία» της Φλώρας Αντωνακοπούλου
Εδώ η Μαρία Πολυδούρη, κι ο Γιάννης Ρίτσος εδώ,
με τα «θηρία» τους,
κι ο Μίλτος ο Σαχτούρης το δικό του.
Κι οι άρρωστοι μες στα κρεβάτια εκτάδην,
σαν Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν αλλά καμία σχέση,
με «πεταλούδες» στα χέρια,
μες στη λαμπρή παράταξη αναλωσίμων –εμψύχων και αψύχων–
οροί, ούρα, ουροσυλλέκτες, αίματα, σωληνάκια,
σε υπόγειες και μη διαδρομές, σε μυστικές σωτηριακές αποστολές.
Το air condition αδιάφορα, ψυχρά
προσφέρει την τεχνητή του τη δροσιά.
Τα τζάμια διάφανες αυλαίες ανοίγουν στην αυλή και η αυλή στο δάσος.
Τα πεύκα αισθησιακά γέρνουν στους ευκαλύπτους,
ερωτικά ο άνεμος χορεύει τα κλαδιά τους,
παχύρρευστο ρετσίνι, σκίνο, πικροδάφνες, κόκκινες και άσπρες,
ζευγαρώνουν τ’ άρωμά τους.
Ξύλα και φύλλα και φλούδες,
ηλιοψημένες πευκοβελόνες, κουκουνάρια,
ανάρια, ανάρια
στρώμα παχύ στο χώμα
χαρμάνι Παραδείσου καλοκαιρινό.
Τζιτζίκια δια-τυμπανίζουν τον έρωτά τους
βιάζονται να μεταμορφωθούν, σε άλλο σώμα να αναστηθούν
«άδειο θηκάρι τζίτζικα», Σεφέρης έφα,
τζίτζικας ανελήφθη και νέος εγεννήθη.
Σε μεσοφούστανα Πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
«τρελή ροδιά», αέναη του Ελύτη, άλλου γούστου.
Βιάζεσαι να βγεις, να πας, να δεις, ν’ ακούσεις, να ενωθείς,
να νιώσεις και να αισθανθείς
Παράδεισο Αττικής… Στη «Σωτηρία»…
Κόλαση! 40 του Κελσίου οι βαθμοί
Στις 5 Αυγούστου, 2012, ημέρα Κυριακή!
Παραμονή του Σωτήρος, μεταμορφωθέντος και στο όρος Θαβώρ αναληφθέντος.
Όμως, Ανδρέα Εμπειρίκο,
ήταν Ιούλιος, θυμάσαι (θυμάμαι κι εγώ), όταν εσύ, «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων» σου, ανακάλυπτες πως
«ο καύσων αυτός
χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως!…
η δόξα των Ελλήνων, που … έκαμαν οίστρο της ζωής το φόβο
του θανάτου», επιτυχώς.
Κι εγώ, στη «Σωτηρία», Γ.Ν.Ν.Θ.Α. (γάμμα νι νι θα)
Νιώθω πως η ζωή χωνεμένη παμφώεσσα μεθά.
Εδώ, λοιπόν, καταλαβαίνεις στον άλλο αιώνα Αττική
πριν φάει τα σπλάχνα της η επέκταση η αθηναϊκή.
Κάτι απομένει πάντα από τον πλούτο τον παλιό,
δείγμα επαρκές αν και μικρό
το πεύκο στην αυλή των πολυκατοικιών διακοσμητικό.
Και τούτο το θεραπευτήριο με τ’ όνομα το σωτηριολογικό
φόβος και τρόμος των τροφίμων, καθόλου δεν τρομάζει πια,
σφύζει από τη ζωή που έτσι κι αλλιώς κυλά.
Ζωή που χρόνια χάθηκε πριν την πενικιλίνη
και άλλη που ανακυκλώνεται, σαν ζόμπι, στα δικά μας.
Η Πολυδούρη, ο Ρίτσος, ο Σαχτούρης κι άλλοι πολλοί
Μπετάτοι επιζήσαντες αλλά κι αποθανόντες,
τρώει αχόρταγα η ζωή εκείνους που την τρώνε,
κυλάει ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
Κι ο χώρος που επιμένει με πεύκο και ρετσίνι,
της πινελιάς του το άρωμα στον πίνακα να δίνει
σαν μίτος το πανάρχαιο το δράμα υπενθυμίζει
που λέει «πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη».
Λοιπόν καλά περνούμε…
σε τούτη δω της Αττικής μας γης την πλάτη,
που έλαχε για λίγο να σταθούμε.
Θα φύγουμε από το μικρό παράδεισό σου,
μεγάλο, παλαιό, σανατόριο ιστορικό.
Θα ξαναπάμε στο Παγκράτι, στην τσιμεντένια μας φωλιά,
για όσο λίγο έχει απομείνει πια,
ως τη δική μας μεταμόρφωση την τελειωτική,
όχι την παμφανόεσσα εκείνη του Σωτήρος
αλλ’ ούτε και του τζίτζικα το ζει, ζει, ζει, ζει, ζει.
Εδώ, λοιπόν
ο βήχας του ενός κι ο πυρετός του άλλου,
η «φτέρνα» καθενός, πλούσιου, φτωχού, μεγάλου
δίνουν αέρα στου Χάρου τη ρομφαία
στον έρωτα φτερά και στίχους ενθουσιαστικούς
στην πένα του Ανδρέα:
Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνα, θέρος
–όπου και αν είσαι–
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.