«Εσύ που νομίζω» της Αντωνίας Γουναροπούλου
Ο καπνός τελειώνει και τα λεφτά
Απ’ τ’ άλλο σπίτι έφερα κρυφά λίγη ρακή
Μέσα μου ο φωτισμός
όπως έξω απ’ του Κώστα βράδυ χειμώνα στην πλατεία
Αγίας Ειρήνης
Φύγε ακόμα, εσύ που νομίζω πως είμαι.
Περάσαμε απ’ το «Μέγαρο Εμπορίου»
Όχι αργά όχι χαζεύοντας κι ας καλούσαν τα κτίρια
Ξέρουμε δα πώς είναι τα πράγματα στη Σοφοκλέους
Πας αργά και χαζεύοντας αν είσαι νέος, άντρας και Άραβας
Τι κοιτάτε; Φεύγει αυτή που νομίζω πως είμαι.
Ο κυρ Μήτσος έτοιμος να το κλείσει
Μια παρέα έχει μόλις βγει
Πισωγυρίσαμε μια δυο φορές κοιτάζαμε
Όρθιοι κάτω απ’ τα ξυρισμένα μάρμαρα ανάμεσα στην πέτρα
Που ο Μήτσος χτυπούσε τα χέρια στην ποδιά
όταν έκλεψαν τις λεοντοκεφαλές
Φύγε με κατάκλεψες εσύ που νομίζω πως είμαι.
Στο κορμί μου τα χέρια σου ακόμη ζεστά
Με καίει στο λαιμό η ρακή
Τους είδα όταν φτάσαμε Σύνταγμα
Είχαν φτιάξει ένα μπαλόνι φυσώντας ο ένας να φουσκώσει
ο άλλος να φουσκώσουν όλοι μαζί
Όταν έφυγαν λεφούσι οι οδοκαθαριστές
τους εξαφάνισαν
Φύγε πιασμένη απ’ το σκοινάκι στο μπαλόνι τους εσύ
που νομίζω πως είμαι.
Η Αντωνία Γουναροπούλου γεννήθηκε το 1977. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του ΦΚΣ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ζει στη Νέα Πεντέλη και εργάζεται ως διορθώτρια και επιμελήτρια κειμένων. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά κι έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (Το άστρο του Βορρά, Πανδώρα, 2010 και Το άστρο του Τίποτε, Οροπέδιο, 2013).