Ποιήματα της Ελένης Γκίκα
Σώμα-Δωμάτιο
Είπες: φυλακισμένος
Κι είπα: μόνη μου
Είπες: ασφυκτιώ
Κι είπα: κουράστηκα
Αλλ’ όμως συμφωνήσαμε
στο βασικό,
Τίποτε απ’ ό,τι γίνεται
δεν μας αρέσει.
Φωτιά
και πάθος
Κάηκα
Απ’ την επιθυμία,
Θεός
Για κείνο που είναι
και δεν φαίνεται
ποτέ δεν θα φανεί
όσο θα μας βαραίνει
αυτό το σώμα
τα ίδια θα λέμε
αποζητώντας ακριβώς τα ίδια
ξαφνιασμένοι
Μόνοι μας πάντα
Ακόμα και στον Έρωτα
όταν υποτίθεται πως γινόμαστε δυο.
Αλλ’ έτσι φθάνει ο καθένας'
Μόνος.
Καληνύχτα,
Καλημέρα,
Φτάνει να σε αναγνωρίζω
κάθε φορά.
Σα. 29 – Κυ. 30 Μαΐου Ρόδος, Παλιό Λιμάνι
Το μπαρ με τα κάτοπτρα
Φεύγω Βιέννη, του είπε'
να τον ακούσει να λέει
«μείνε γιατί σε χρειάζομαι».
Με το «καλό σου ταξίδι»
έφτασε μέχρι τ’ αεροδρόμιο
και τώρα τριγυρίζει
στο μπαρ των κατόπτρων
αναζητώντας το πιο κρυφό πρόσωπό της,
στην όπερα ακούγοντας μέσα
στον καύσωνα Νόρμα
χαιρετώντας αγάλματα ζωντανά
μες στους δρόμους
ρίχνοντας τον οβολό της
πάλι και πάλι
για ν' αφουγκράζεται την κάθε
ακίνητη κίνηση
«θα σου ανάψω κεράκι
στον Άγιο Στέφανο»
ψιθυρίζει βέβαιη πως θ’ ακούσει
Στο σπίτι του Φρόυντ
σκέφτεται τα χρόνια που
σπατάλησε
σε ντιβάνια
για να τον ξεριζώσει από μέσα της.
Στ’ ανάκτορα της Σίσυς, Σίσυ,
μαράθηκε,
στις όχθες του Δούναβη θα
παραγγείλει όπως τότε Μοχίτο
και θα κοιτάζει στα κατα-
πράσινα νερά
το πρόσωπό του να χάνεται
θα πιει καφέ στο δρόμο
πάλι και πάλι
κι εκείνη τη σοκολάτα που
τόσο της άρεσε
«ένα κουταλάκι εσύ, ένα εγώ»
θα γυρίσει μες στη βροχή
μούσκεμα μέχρι το κόκαλο
και τώρα που κάνει το σταυρό της
ακούγοντας
τις καμπάνες του Αγίου Στεφάνου
κυριακάτικα
και πάλι το πρώτο που θα σκεφτεί
είναι
πως είναι σινιάλο κρυφό
απ' εκείνον
Όλη η Βιέννη γίνεται αλλιώς
μ’ εκείνον παρόντα
γι’ αυτό κραυγή η σκέψη
«πώς ήρθες»
και όπως πάντα εκείνος
μονάχα αινιγματικά της
χαμογέλασε.
Κι εκείνη πίνει καφέ
κοιτάζοντας
στο παράθυρο ως συνήθως
σοφίτες.
Το βράδυ θα ξαναπάει
στο μπαρ με τα κάτοπτρα
βέβαιη αυτή τη φορά'
εκεί θα τον συναντήσει
φτάνει να φτάσει την ώρα
που η νεροκολοκύθα γίνεται
άμαξα
Και με το αυτί της συντονισμένο
στην ανάσα του χρόνου
μετρά όσα
γίνανε σε τούτο το άδειο
δωμάτιο
Γίνανε;
Ε βέβαια αλλιώς γιατί να
τον ψάχνει
στο τυπογραφείο του Ρήγα
Κι ο Δούναβης γιατί να έχει
αυτό το θολό χρώμα
απ' τα μάτια του.
Όλα συνέβησαν κάποτε εδώ
και εξακολουθούν να συμβαίνουν
ακόμα.
Γι’ αυτό έρχεται.
Κι ας φαίνεται ότι το μόνο
που κάνει
είναι να φτάσει μέχρι το
αεροδρόμιο.
Τα κάτοπτρα πάντοτε θα της
λεν την αλήθεια.
Ελπίζει.
Κυριακή, 18 Ιουλίου 2010, Βιέννη
Στο δάσος του Πουθενά
Αυτό που επιτρέπεται να είσαι'
Τίποτα.
Τον κοιτά' σαν δέντρο
Ο άνθρωπος-δέντρο
μια ξεραμένη βελανιδιά
«ο πατέρας μου»
θα ψελλίσει ίσα για να τ’ ακούσει η ίδια
με λαχτάρα.
«Ο πατέρας μου, μια γερασμένη βελανιδιά»,
Ακούει τα βήματά του,
εκείνο το χαρακτηριστικό σούρσιμο
πάνω κάτω, πάνω κάτω στο δωμάτιο
Σε λίγο, την ανάσα του'
κοιμήθηκε, σκέφτεται,
βαριά.
Αυτό που επιτρέπεται να είσαι'
τα πάντα.
Εκείνος, ο πατέρας της,
μια γερασμένη βελανιδιά.
Κι αυτή
η Κόρη του
ν' ακούει τα βήματα να θροΐζουν
την ανάσα
στο δάσος του Πουθενά
βαριά.
Κυριακή 17 Ιουλίου 2011 Αγίας Μαρίνας
Ονειρεύεται τη ζωή της
Ολόκληρος
Μια πλάτη που
χάνεται στη στροφή
Κι ούτε η αφή της
ούτε η ανάμνηση
θα τον γυρίσει
φεύγει και χάνεται
αλλ’ όμως κάποτε
υπήρξε ζωή
«η ζωή της»
Ακόμα και τώρα
έτσι όταν τον σκέφτεται
τον αποκαλεί
Τον υπόλοιπο χρόνο εκείνη
απλώς ονειρεύεται πως ζει.
Σα. 31 Δεκ. 2011
Εν ύπνω
Είδε το αύριο εν ύπνω
κι αυτή
δεν ήταν αυτή
μπαινόβγαινε αόρατη
σε σώματα
ζούσε
φορώντας κάθε τόσο
άλλη ζωή σε
μιαν άλλη εποχή.
Πέθαινε και
γεννιόταν
σαν πρωινό όνειρο
εν ύπνω
έτσι είπε,
κι αυτή υπνοβάτης
πέρασε μια ζωή
επειδή θα επιλέξει
το πότε θα ξυπνήσει.
Σα. 31 Δεκ. 2011
Δωμάτιο-alef
Λυγμός
Μελαγχολία
Αγχολυτικό
Μπλε των Βερβέρων και
Μπλε του Κοβάλτιου
Κύβος και ρόμβος
αστέρι του χιονιού και
ο σταυρός του Όρους
Το κόκκινο φωτάκι της τηλεόρασης
το πάπλωμα με τα γαλάζια φύλλα
ένα μπουκάλι νερό
στο κομοδίνο δύο
κουτιά στιλνόξ και
τρία ζευγάρια γυαλιά
Η Νοσταλγός
Ο Πλάτωνας και
η Εποχή της Αθωότητας
στο διπλανό η μαμά
ίσα που αναπνέει
κι εγώ
σε κείνο το κρεβάτι
που αναλήφθηκε ο μπαμπάς
το alef μου.
Μονάχα εδώ κοιμάμαι πια τα βράδια.
Με το κεφάλι
στο προσκεφάλι που ξεψύχησε
Κι όχι, μαμά, δεν θα τ' αλλάξω
αυτό το στρώμα
εδώ τον βλέπω στα όνειρα
με τα πολλά του πρόσωπα
ώσπου ο πόνος να γίνει
ανάμνηση νοσταλγία
μνήμη
Η ιστορία της οικογένειάς μας
το οικογενειακό δέντρο
κι αυτό, ένα απλό κλωνάρι,
ο-θάνατος-μόνο-του-μπαμπά
που υπήρξε και σα να μην υπήρξε
θάνατος-θαύμα
Ανάσταση και μαζί Λαμπρή
ίσα που χαμογέλασε
ύστερα όλοι είδαμε πως
άλλαξε πλευρό
Έρχεται όμως
έρχεται τα βράδια
Στο αυριοδωμάτιο
Κρατά τις ηλικίες μου
σαν το ληξιαρχείο
alef και μου κρατά το μέλλον
σαν το φυλαχτό παρελθόν.
Πα. 6 Ιανουαρίου 2012 των Φώτων
Αιώνιο Τώρα
Στο αυριοδωμάτιο
επτά αιώνες πριν
κάποιος που φεύγει σα
να μπαίνει στη ζωή
κι εκείνη που ονειρεύτηκε
ότι τον είχε συναντήσει
ν’ αναρωτιέται
ποιο το όνειρο, τελικά,
και ποια η αληθινή ζωή
κι ύστερα
άσπρο και
γαλάζιο πριν
μετά
αιώνιο τώρα.
Δωμάτιο-Τέλος
Και τώρα;
Εκείνη κι η ιστορία της
έξω και μέσα
ταυτοχρόνως
απ’ το ποίημα.
Και Δωμάτιο-Αρχή
Υποκείμενο
που γίνεται αντικείμενο
για φορά πολλοστή
ρήμα που
ενσαρκώνεται
γιατί εν αρχή
ήν ο λόγος.
Πα. 6 Ιαν. 2012 των Φώτων
Το καλάθι της ματαιότητας
Άγχη και φόβοι
δισταγμοί και θυμοί
διλήμματα, επιθυμίες
γέλια και κλάματα,
φασαρία και μέριμνα
καθημερινή
στο καλάθι της ματαιότητας
πάντα
στην ύστατη ώρα
όταν το τίποτα
γίνεται το αντίθετο
τα πάντα
το τέλος
κι η αρχή
γίνεται
όλα.
Μουσικό κουτί
Δερβίσης και
χάθηκα
στην τελευταία περιστροφή.
Πρίμα μπαλαρίνα
Δεν υπάρχω, είπα
και έγινα
επιστροφή αιώνια
Στον κήπο του παντός
και στο δωμάτιο που
επιτέλους ξύπνησα
ο Κανένας.
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου των Φώτων