Τρία ποιήματα του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
Amour
Μου γύρισες την πλάτη και γδύθηκες
έτσι όπως γδύνονται
όσοι γνωρίζουν την αφή του ροδοπέταλου
και πώς τρεμίζουν τα νερά του Αμούρ όταν φυσάει ο αέρας.
Κοίταξέ με, μου είπες,
καθώς κατευθυνόσουν με αργά βήματα προς το μπάνιο,
δεν σε ντρέπομαι!
μα εγώ σε κοιτούσα ήδη.
Το λευκό φουστάνι και το βρακάκι σου
που τ’ άφησες στο ξέστρωτο κρεβάτι
μού θύμισαν πως όσο κάναμε έρωτα
ακόμα τα φορούσες.
NY
Μου αρέσουν οι νεοϋορκέζοι ποιητές
γιατί στα ποιήματά τους
βγαίνουν έξω από τα μπαρ για να καπνίσουν
και τρώνε νουντλς και σασίμι
και νιώθουν τύψεις που δεν πηγαίνουν
όσο θα έπρεπε στο γυμναστήριο
και έχουν γάτες
και το φθινόπωρο που ερωτεύονται
διαβάζουνε τους Ρώσους κλασικούς
και πηγαινοέρχονται στην πόλη με το μετρό
και φοράνε πάντα τα ωραιότερα κασκόλ,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας.
Καταραμένοι ποιητές
Θυμάμαι την εποχή που ήμουν ακόμα
καταραμένος ποιητής,
πώς κατεβαίναμε με τους φίλους
στα Εξάρχεια
και πίναμε ως τα ξημερώματα
(το φουκαριάρικο συκώτι μου ας μαρτυρήσει)
και ταράζαμε τον ύπνο των αστών,
ξερνούσα ύστερα στον δρόμο για το σπίτι
κι έπεφτα με τα ρούχα στο κρεβάτι.
Το πρωί έβαζα τη μάνα μου
κι έπαιρνε τηλέφωνο στη δουλειά
να πει ότι είμαι άρρωστος
και θα αργήσω.
Τι ωραία κοτόσουπα που έφτιαχνε όμως.
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Γράφει, διαβάζει, μεταφράζει. Πρόσφατο βιβλίο του η ποιητική συλλογή Τι κοιτάζει στ’ αλήθεια ο ποιητής (εκδόσεις Πόλις, 2016).