Τρία ποιήματα της Ελένης Γαλάνη
Κραυγή*
Έσταζε αίμα στο λόφο του Έκεμπεργκ
γλώσσες φωτιάς στον προσωρινό ουρανό σου ο ήλιος
το Οσλοφγιόρντ, ο όρμος Σκάγκερακ στο φόντο
δυο ανέμελοι περαστικοί
είναι μακριά η Ζανζιβάρη πολύ μακριά
τα άδεια κορμιά του πνιγμού δε φαίνεται
το παλιρροϊκό κύμα που έρχεται είναι μακριά
το Κρατακόα, οι κοραλλιογενείς βράχοι, η έκρηξη, αιώνες
μακριά δε φαίνεται «η σφαγή
φτιάχνει τα ωραιότερα τοπία», είπες
και ακούμπησες μισό χαμόγελο στη γέφυρα
πονάει η ομορφιά πώς χώρεσαν τόσα χρώματα
χαράς στο μαύρο κάδρο του θανάτου τόσες σβησμένες σιωπές
στο τελευταίο ουρλιαχτό σου
*Αναφορά στον ομότιτλο πίνακα του Έντβαρτ Μουνκ
Η Ζηνοβία ατενίζει για τελευταία φορά την Παλμύρα*
μνήμη του Χαλέντ Αλ Σαάντ
Φτάνει προσεχώς και στην πόλη σας
το τρένο του τρόμου στο εποχικό λούνα παρκ
αλέθει μασάει φωνές μες στη νύχτα
μες στα άγια Χριστούγεννα
ο Θεός είναι μεγάλος
οι νεκροί πολλοί
– μη φοβηθείς
δεν έχουν Θεό
κι αν πεις για τα αγάλματα, δεν έχουν το Θεό τους
κοιτάζουν τη φρίκη κατάματα με μάτια βγαλμένα
επιμένουν φρουρούν ερείπια σε κυνηγούν ρημαγμένα, τρέχουν όλο τρέχουν
στη λεωφόρο των κιόνων, στο ανάκτορο
στο πεδίο του Διοκλητιανού, στην κοιλάδα των τάφων, σπαράγματα λευκά ασβεστόλιθου
βανδαλισμένες προτομές, παμπάλαιες επιγραφές θρυμματισμένες,
στο ναό του Βαάλ
η βασίλισσα Ζηνοβία ατενίζει για τελευταία φορά την Ταδμόρ
ντύνεται αργά τα ακριβά της κοσμήματα
διαδήματα με πολύτιμους λίθους
από τα καραβάνια της ερήμου, τις οάσεις της Ανατολής
σε λίγο σε θριαμβευτική πομπή
θα συρθεί στον θάνατο αμίλητη
περήφανη, ζωντανή
δεμένη στην άμαξα του Αυρηλιανού
με χρυσές αλυσίδες
*Τίτλος ζωγραφικού έργου του Χέρμπερτ Σμαλτς
Η Περσεφόνη εγώ αιώνες
έζησα ανάμεσα
στο χωριό του άντρα μου και στο πατρικό σπίτι
στη μεγάλη πόλη από μητέρα σε σύζυγο δεν πόθησα εγώ
κανένα γάμο αιώνες
έζησα ανάμεσα
στο υπόγειο της Βικτώριας στη Μιχαήλ Βόδα
και την μεγάλη έπαυλη στο βουνό
στη γη, στις γλάστρες μου, στα θερισμένα χωράφια
με ακριβά κοσμήματα στολισμένη μετά
μετακόμιση με τάξη –απ’ την αρχή– ξανά αιώνες
έζησα ανάμεσα
σε θνητούς, αθάνατους
δεν πίστεψα σε θεό δεν πίστεψα
στον εαυτό μου
– σε ποιον προσεύχονται οι θεοί;
τι όνειρα κάνουν τις ανύπτωτες νύχτες στον Όλυμπο
την προοπτική της αιωνιότητας πώς την αντέχουν
τα βράδια της κοσμικής μοναξιάς – αιώνες
έζησα ανάμεσα
σε δυο κόσμους ίδια αδιάφορους σε δύο
ίδια αδιέξοδους προορισμούς
πολλά απέκτησα όχι όμως εκείνο το ένα το μοναδικό
που πόθησα:
ένα σπίτι στο νησί
η Περσεφόνη εγώ
περισσότερο κι από το αίμα μου ακόμα
αγαπούσα
τη θάλασσα
Η Ελένη Γαλάνη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία τέχνης στο ΕΚΠΑ, στη Σορβόννη/Paris I και μουσειολογία στην Ecole du Louvre και στο Universidad Autonoma de Barcelona. Ατομικές ποιητικές συλλογές της: Παρκούρ (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012) και Terrarium, το πείραμα του Ward (εκδόσεις Μελάνι, 2014). Από το 2013 ζει στη Φρανκφούρτη όπου εργάζεται ως freelance editor.