Τρία ποιήματα του Δημήτρη Χ. Φωτόπουλου
Αγαπητέ Σαλβαδόρ…
Έψαχνα χτες όλη μέρα να βρω υποστηρίγματα.
Τα θέλω ξύλινα, από βελανιδιά.
Είναι θέμα οσμής, αφής και αισθητικής.
Κοίταξα παντού.
Στο κελάρι, στη σοφίτα, στην αποθήκη.
Μόνο μικροπράγματα,
κάποιας ωστόσο συναισθηματικής αξίας.
Μια πείσμων ανοιξιάτικη έξαρση,
μια σουπιέρα κινέζικη με κίτρινα φύλλα,
έξι πορτρέτα φωτιάς στο κλαβιέ του παλιού πιάνου.
Προσπέρασα την άβολη στιγμή,
συνέχισα την αναζήτηση.
Έπρεπε να στηρίξω τις σάρκες μου, ήταν επείγον.
Πρώτα και κύρια αυτές του προσώπου που κρέμονταν
σαν το ρολόι τσέπης σταματημένο στις δωδεκάμισι.
Εξάντλησα το σπίτι.
Το κατεδάφισα ψάχνοντας.
Λίγο πριν σκοτεινιάσει,
στάθηκα απέναντι στο δειλινό.
Στην άκρη του δάσους είδα επιτέλους το δέντρο.
Με κοίταξε, εισέπνευσα το ρόγχο του.
Με το στόμα ορθάνοιχτο, τα μάτια μισόκλειστα
και κλαδιά απλωμένα οριζόντια
περίμενε την επόμενη σταύρωση.
Βίνσεντ
Με το βλέμμα του Βίνσεντ,
το πυρρόχρωμο γένι
και πουκάμισο κουμπωμένο ως το μήλο του Αδάμ,
κοιτάζω τον άλλον στον καθρέφτη.
Με καπέλο ενίοτε ψάθινο.
Ούτε ίχνος χαμόγελου στα μαρμάρινα μάτια του
εξόν τα ρούχα, κάτι κουρέλια κρεμασμένα
και πίνακες στους μπλε τοίχους του μικρού δωματίου.
Κι απέξω, τα μαύρα πουλιά,
στον αγρό ο σπορέας,
και τ’ αστέρια τούφες χρυσές.
Οι νύχτες που επιστρέφουν ουρλιάζοντας
ασελγούν στα αυτιά μου
και αθροίζονται στις ωδίνες του νου.
Και πάλι ο θόλος ψηλά να χορεύει μαινόμενος.
Αυτός ο επίπεδος ουρανός
ποτέ δεν θα είναι ο δικός μου.
Θυμάσαι;
Για το περιεχόμενο δεν έχει άποψη.
Διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις.
Του άρεσε όμως ο τρόπος που τα ψυχρά χρώματα δένουν τις φόρμες.
Το μεσημέρι σαν έφευγε, αισθάνθηκε την ανάγκη να φιλοφρονήσει τον ζωγράφο με λόγια ζεστά, πλην όμως λόγια.
Φιλόδοξο να γεμίσεις καμβά τέτοιων διαστάσεων.
Καμία επιδίωξη δεν ευδοκιμεί δίχως εργασία και νιώθω πως κόπος ενσωματώνεται στη δουλειά σας.
Εργάζεστε νυχθημερόν, υποθέτω.
Σπουδαία δουλειά, τα ξαναλέμε.
Έκλεισε την πόρτα του ατελιέ ξεπροβοδίζοντας τον επισκέπτη.
Μέτρησε, ζύγιασε, αναρωτήθηκε, μα δεν κατάφερε να καταλήξει.
Ωστόσο έμεινε με μια γεύση απελπισίας και μια ανακούφιση.
Συναισθήματα με μηδενικό νοητικό βάρος.
Πήρε το μεσημεριανό ύπνο κάτω από τις λεύκες, χωρίς αναπόληση.
Ονειρεύτηκε μιαν απορία μαζί και το τελευταίο αμφίσημο έργο του.
Ο Δημήτρης Χ. Φωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ. Ταξίδευε από μικρός, καθώς ο πατέρας του εργάστηκε σε ελληνικές πρεσβείες σε χώρες της Ευρώπης. Το 2015 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Το πέταγμα του φλαμίνγκο από τις Εκδόσεις Αιώρα.