«Κέρματα της καταγωγής» του Νίκου Κατσαλίδα
Σταυροπόδι στα ρηγάτα της αντάρας ο συλλέκτης χάροντας μετράει τους συσσωρευμένους οβολούς του. Κι οι γεμάτες χούφτες μας με κέρματα Απειρωτάν από τους βαθυκόκκινους αμμόλοφους, σφραγίδες αναγλυφικές αθανασίας από τρυπημένες τσέπες των ξωμάχων. Αφού, να περάσεις τον Αχέροντα, ο πεισματάρης χάροντας ζητούσε οβολό, με δεδομένη την εξέχουσα του βασιλιά μας Πύρρου περικεφαλαία και ν’ ακούσει τη ντοπιολαλιά και να πειστεί από το ήρθαμαν και είδαμαν και φύγαμαν, της τονισμένης μας προπαραλήγουσας, πως ήμασταν συμπατριώτες. Και οι οικοδέσποινες ιέρειες γιαγιάδες γδέρνανε τα μάγουλά τους. «Φίδι που μας έφαγε, μαύρα μας αγγελούδια. Να τα πάτε αμέσως εκεί που τα βρήκατε στις ακροποταμιές τ’ αρχαία λύτρα. Κι ουκ εστίν συναλλαγές, όπως μας συμβουλεύουν οι προπάτορες, με οβολούς του χάρου. Και τι ωφελεί αν είμαστε από τα βόρεια βράχια Ηπειρώτες, συντοπίτες με τα ίδια δωρικά αλύγιστα κεφάλια; Κάνει το θεριό υποχωρήσεις για τα δρώμενα του Άδη; Από το σινάφι ξεκινάει και καταβροχθίζει ο άσπλαχνος βαρκάρης». Κι έσκυβα, συλλέγοντας πεσμένους οβολούς από του χάροντα τις φουσκωμένες τσέπες, σε μια άδεια χειροβομβίδα, λάφυρο από τα άγρια φονικά της οικουμένης.
Ο Νίκος Κατσαλίδας είναι ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος. Το απόσπασμα είναι από την υπό έκδοση συλλογή Δαφνοπόταμο (Εκδόσεις Τυπωθήτω).