Τρία ποιήματα του Byron Anderson
μετάφραση: Antonia-Belica Kubareli
ΣΚΑΦΗ
Πέθανε εκεί
πάνω στη σκάφη της
γερμένη, τσαλακωμένη
πάνω σε πλυμένα ρούχα.
Τούφες γκρίζων μαλλιών
μια αύρα τα χόρευε
τ’ ανακάτευε αθέλητα
λευτερωμένα πια
από μια ζωή τέλειας κόμμωσης.
Η καρδιά της τα παράτησε
εκεί που απλώθηκε
λίγο παραπάνω λίγο
σ’ ένα παραπάνω καρδιοχτύπι.
Ένα μοναχικό πατσαβούρι
στριμμένο σφιγμένο άτσαλα
ίσα που κρεμόταν στο σκοινί του ήλιου
με τη στριφνή καρδιά του αβέβαιη
τα ξύλινα στηλιάρια του μπερδεμένα
Σαν ντροπιασμένος ισορροπιστής.
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ
Η μαυρίλα αυτού του δρόμου
μ’ έχει τραβήξει πέρα
μακριά σε μύρια χαντάκια
πνιγμένα στις πέτρες
Και ποτάμια παράλληλα
κλειδωμένα στον πάγο
όπου τρέφονται αετοί
σε ματωβαμμένα χιόνια
πολύτιμα πτώματα
απολύτως ανάρμοστα
Αυτό είναι παράνοια
αυτή η απόσταση
αυτό το στριφτό μονοπάτι
απ’ το πουθενά στο πουθενά
ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΒΑΖΟ
Το είδα τη στιγμή που έφευγε απ’ τα χέρια σου:
Το γυάλινο βάζο με τις αποξηραμένες φράουλες –
το είδα να πέφτει κατακόρυφα,
να χτυπάει στο πλακάκι
(το κεραμικό δεν συγχωρεί)
να εκρήγνυται σε τρελό σκόρπισμα
με τους θησαυρούς του περσινού καλοκαιριού,
δεκαετίες αναμνήσεων – παλιό βάζο ήταν.
Όλα σε ένα δευτερόλεπτο
Όσο θέλει μια ανάσα
να βγει απ’ τα χείλη
τη στιγμή της ομολογίας.
Ο Μπάιρον Άντερσον γεννήθηκε το 1952 στον Καναδά όπου ζει με την οικογένειά του. Εργάζεται ως ηλεκτρολόγος μηχανολόγος. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.