Τέσσερα ποιήματα της Σάντι Βασιλείου
30 τ.μ.
Το σπίτι είναι τόσο μικρό
Πού να χωρέσει τέτοιες συνθήκες πολέμου
Έτσι δε ζω πια εδώ
Εδώ περιμένω
Τα βράδια δανείζομαι ένα ζευγάρι γκρίζα φτερά
Από τον θυρωρό που κάποτε ήτανε πουλί
Ανεβαίνω στην ταράτσα και χορεύω
Όλη νύχτα φλερτάρω με την ιδέα
Να πετάξω
ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΑ
Ένα πρωί μεταμορφώθηκα σε κάδρο
Σηκώθηκαν όλοι μαζί και βιάστηκαν να με κρεμάσουνε στον τοίχο
Από εκεί
Κάθομαι και τους παρακολουθώ να ζουν
Χρόνια τώρα
Φοράω πόδια και χέρια διακοσμητικά
Είναι, λέει, πολύ της μόδας
Μα οι πληγές σταμάτησαν
να αιμορραγούν
Είμαι πια σχεδόν έτοιμη να ξεκαρφωθώ
Έτοιμη σχεδόν να σας κατασπαράξω
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΙΣΚΙΟΣ
Θυμάσαι μέρες που φως ξεπρόβαλλε κάθε πρωί
Πλέον
Ο τελευταίος ίσκιος αδυνάτισε τόσο
Που κατάφερε να κρεμαστεί από το μίσχο μιας μαργαρίτας
Στην άκρη του δρόμου
Όταν ο αστυνομικός στο κατώφλι ανακοίνωσε
Το θάνατο του ήλιου
Έσκαψες έναν τάφο στα χέρια σου
Δεν μπόρεσες να μη ζητήσεις
Να θάψουν τουλάχιστον το πτώμα
Κάτω από το δέρμα σου
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ
Τόλμησες να τραυματιστείς
Αγκαλιάζοντας εμένα
Τη γεμάτη αγκάθια
Τώρα, τα βράδια, ο πατέρας μου
Σε κρεμά απ’ το παράθυρο του σπιτιού
Φορά το καλό του ράσο
Σε χτυπά με την ξύλινη σκούπα
Προσπαθεί, λέει
Να διώξει
Τα δαιμόνια
Η Σάντι Βασιλείου γεννήθηκε το 1995. Ζει στην Αθήνα και σπουδάζει Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.