ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γεράσιμου Δενδρινού
ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ
Από παρουσίαση σε παρουσίαση
περιέφερε την τέχνη του
σαν την ανήμπορη μητέρα του
από το ένα νοσοκομείο στο άλλο.
Σχετίστηκε με κυνηγούς ονείρων,
μια επηρμένη σύναξη
που αντάλλασσε φιλοφρονήσεις,
πότε δειπνώντας σε πολυτελή εστιατόρια
ή σε υπόγεια καταγώγια με λαϊκή μουσική.
Ως εκεί η επικοινωνία μονάχα,
ως εκεί οι ευχές.
Κι όταν ένα βράδυ,
μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού με τις εικόνες
που ευωδίαζαν βασιλικό και λιβάνι
η μητέρα πέθανε στα χέρια του,
και πρόλαβε μέσα στο ψυχορράγημα
και στις κοφτές ανάσες
να του δώσει την ευχή της,
αναγνώρισε επιτέλους για πρώτη φορά
τι σημαίνει στοργή και τι αγάπη.
ΧΡΕΟΣ
Αδιαφορούσε για μένα πάντοτε –
μια βαθιά τομή ήταν ένα καιρό το συναίσθημά μου
για εκείνη. Βυθός θολός, ατέλειωτος
η αγωνία μου, έως ότου κάποτε λιγόστεψε
και οι μέρες ξανάγιναν όπως και πριν.
Κατά το ταξίδι του Σαββατοκύριακου στον Πόρο,
ο έρωτας για την πρόσφατη αγάπη της
κακοφόρμισε και ο δεσμός τους διακόπηκε ακαριαία.
Καθώς η μπουκαπόρτα του πλοίου
άγγιξε με βρόντο το μουράγιο και οι επιβάτες
όρμησαν σαν κυνηγημένοι προς την έξοδο,
(νόμισες ξαφνικά πως τους έλειψε η ξηρά
με τη ζάλη και τη φθορά της καθημερινότητας
που συνήθισαν με τα χρόνια),
και οι δυο εραστές χάθηκαν μέσα στο πλήθος
παίρνοντας αντίθετη κατεύθυνση,
τότε ξαναζωντάνεψα ολόκληρος μπροστά της.
Επιστρέφοντας σπίτι,
και χωρίς να αδειάσει τη βαλίτσα,
μου τηλεφώνησε, για να με αποκαλέσει ξανά
ως τον «καλύτερό της φίλο», «μια μεγάλη καρδιά»,
που της συμπαραστεκόταν αδιαμαρτύρητα εδώ και χρόνια,
για ν' ακούω τις αποτυχίες, τις προστριβές της
με τους κατά καιρούς συντρόφους, τις εχθρότητες
στην δουλειά ή τ' ανυπέρβλητα οικογενειακά δεινά της.
Την άκουγα, όπως πάντα, χωρίς καμία διακοπή –
ήταν, θαρρείς, το χρέος μου απέναντί της.
Σπαταλώντας μοναξιά μηνών στη σκέψη της,
πολλές ώρες σε ανούσιες συζητήσεις μαζί της
ένιωθα κι αυτή τη φορά λυτρωμένος,
αλλά με κάποια πίκρα, επειδή έχασα
ανεπιστρεπτί εκείνη τη φλόγα, το τρέμουλο
που με έκανε να ζω κάτι μοναδικό και διαρκές,
μια εμμονή που με αυτή ναρκωνόμουν γλυκά,
έστω και αν αυτή η στοργή δεν είχε χαρά,
μήτε κι ανταπόκριση.
ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΕΝΤΥΠΩΣΕΩΝ
Μέρες τώρα, λίγο πριν το μεσημέρι,
μια νεαρή Ρουμάνα περνάει από τη συνοικία μας
με το καροτσάκι του μωρού της.
Τονίζοντας έντονα τα φωνήεντα της φράσης της
που δίνουν στη ικεσία τραγικότητα κι απελπισία,
εκλιπαρεί για ελάχιστα χρήματα,
εξασφαλίζοντας έτσι το γάλα του παιδιού της.
Μετά τις επίμονες γύρες στις γειτονιές
και τις παρακλήσεις στον ίδιο ρυθμό,
η Ρουμάνα καταλύει πάντα
στο ίδιο σκιασμένο παρτέρι του πάρκου,
αφήνοντας το καρότσι
δίπλα σ' ένα ανταριασμένο πλάτανο,
που σαν δροσερή σκέπη
καλύπτει μεγάλο μέρος της πλατείας.
Ενώ το παιδί της κοιμάται,
αυτή ανάβει το πρώτο της τσιγάρο.
Γέρνοντας απαλά το σώμα της
στον κορμό του δέντρου, κοιτάζει ολόγυρα
τον κόσμο που διέρχεται σαν την λεία
που της χάρισε και τη μέρα αυτή, ανυποψίαστη,
κάτι από το περίσσευμά της.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Δεν έχουμε αγάπη.
Γι' αυτό κάθε μέρα χαρίζουμε απλόχερα
εμπάθεια σε όσους καλοπροαίρετα
μας πρόσφεραν λίγες στιγμές κατανόησης,
στοργής και καλοσύνης,
στο απέραντο βασίλειο της ερήμου Γκόμπι
με τα πουλιά να ψάχνουν ακόμα
στα ξερά φαράγγια και στις σχισμές των βράχων
για τροφή και νερό.
Είμαστε το ίδιο το σκοτάδι που ενδύεται ξανά
το ίδιο φαιό, τριμμένο ρούχο,
για να κρυφτεί υπό τον ήλιο.
Το μόνο που μάθαμε με τα χρόνια
είναι να γνέφουμε από μακριά
στο καραβάνι που μας προσπερνάει,
έχοντας για σταθερό προορισμό
την πόλη που μας απέρριψε.
ΘΟΡΥΒΟΙ
Από νωρίς το πρωί, ίσαμε τη δύση του ηλίου,
ζητιάνευε στους πεζόδρομους της Αθήνας,
περνώντας από μαγαζί σε μαγαζί.
Λίγο μετά το σούρουπο,
πριν κατηφορίσει απ' την Πειραιώς
προς την Πλατεία Κουμουνδούρου
για το τελευταίο λεωφορείο
προς τα Νεόκτιστα Ασπροπύργου,
αγόραζε ένα διπλό χάμπουργκερ
από το ίδιο μαγαζί της Ομόνοιας.
Κατέβαινε πάντα στο τέρμα,
ψηλά στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ,
όπου το τοπικό διασχίζει συχνά
μέσα στην αποπνικτική μυρωδιά του μαζούτ
τους σκουπιδότοπους για τους εργάτες
που πηγαινοέρχονταν
από και προς το Μενίδι.
Μένοντας για λίγο στο κατώφλι του,
αγνάντευε τα ολόφωτα διυλιστήρια
με τις χιλιάδες σωληνώσεις,
τους πυλώνες, τα καλώδια, τις δεξαμενές,
και τη φλόγα στον πανύψηλο, σιδερένιο πύργο
που καίει ασταμάτητα εδώ και χρόνια.
Μόνο όταν άκουγε τον απόκοσμο θόρυβο
του μεγάλου αυτού σιδερένιου θηρίου,
που συνεχίζει να προσφέρει ακόμα και σήμερα
δουλειά σε μελλοθάνατους,
τότε ξεκλείδωνε την πόρτα.