Πέντε ποιήματα του Ιβάν Γκολ
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ΤΗ ΝΥΧΤΑ Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΣΟΥ ΚΟΜΗ ΕΦΩΤΙΖΕ
Τη νύχτα η πορτοκαλιά σου κόμη εφώτιζε
τον γέρικο πύργο τ' ουρανού
ψηλά ίσαμε γύρω απ' τον πλανήτη Κρόνο
με ρούμι οι άγγελοι μεθυσμένοι
στέγνωναν εκεί τα μάλλινα φτερά τους
που 'χανε μουλιάσει μες στην πρώιμη δροσιά
κι όμως μιαν εσπέρα η διαύγεια μαράθηκε
η ξανθοκόκκινη και ηλεκτρική κοτσίδα σου
σαν μετεωρίτης εξαχνώθηκε
μες στο πορσελάνινο κεφάλι σου
ενώ κάτι κάτω από τα ωχρά σου στήθη
ένα κομμάτι μολύβι είχε τινάξει
την καρδιά σου
ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΜΑΛΛΙ ΤΗΣ ΚΟΜΗΣ
Παράξενο μού είναι το σκουριασμένο μαλλί της κόμης
και σχεδόν εχθρική του μυός η υπακοή στον βραχίονα
Μα πόσο οικείο πόσο αφοσιωμένο
είναι το στρίψιμο του λαιμού σου δίπλα μου
μου ανήκει ακόμα και
των αποδημητικών πουλιών η υπερταχεία
στο μάτι σου μέσα το νεφελώδες
καθώς υπερβέβαιη εξακοντίζεται στον νου μου που εκρήγνυται
για να μου αρπάξει διά της βίας το αίμα μου όπως επιπλέει
Πώς εφαρμόζει στα χέρια μου
η τρυφερή καμπύλη της σπονδυλικής σου στήλης
τα φτερά σου τα μόλις ορατά
έχουν γίνει από νιπτήρες πουλιών ψυχικώς κλονισμένων
και το κορμί σου από χιονονιφάδες πλασμένο είναι
ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Πόσοι και πόσοι στις νυχτερινές κάμαρες μέσα
δεν ξεστρώνουν με τα εύθραυστα χέρια τους
τα μολυβένια σεντόνια
Τυφλό το μάτι του εκκρεμούς
η μοναξιά
κρέμεται από το σπανιολέτο
και το παντζούρι
χτυπάει σάμπως λαβωμένου άγγελου φτερούγα
Όσοι δεν κοιμούνται περιμένουν
περιμένουν τον άνεμο
του κόσμου το τέλος περιμένουν
Αχ να και η αυγή με χρώματα σμέουρου:
τη στυφή ξαναπαίρνει η ζωή γεύση του αίματος
ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Τελευταίο βλέμμα
εκκολαπτήριο πάνω από την πόλη
τόσο μακριά και τόσο κοντά
είσαι άραγες εσύ το άστρο το μεγαλύτερο
ή η κάμαρα η πιο μικρή
που μένει ξάγρυπνη στη γη;
Είσαι κόσμος πύρινος
στα εξεγερμένα ποτάμια
στα όρη τα φλεγόμενα
από τις απαρχές των αιώνων;
Είσαι η στενή σοφίτα
όπου η μοναδική της λάμπα φέγγει
την ωχρή κεφαλή που έχει σκύψει
φοβισμένη πάνω απ' τη λευκή σελίδα;
Άστρο συμπάντειο
που μίκρυνες κι έγινες ανθρώπειο
ο διαβάτης που περνά σε χαιρετάει.
Ο ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ
Εφύτεψα κομήτες
και των άστρων έσπειρα τον σπόρο
στους παρθένους αγρούς
Με αερόλιθους έχτισα το σπίτι μου
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου
Ήπια το τονωτικό κρασί της μεσημβρίας
και στης σημύδας τα κλαδιά έψησα
τους υπέροχους κορυδαλλούς της
καρυκευμένους με καρδούλες μπουμπουκιών
Τα λιβάδια ξερνάνε την ψυχή
οι λιποθυμισμένες παπαρούνες σκορπάνε το αίμα τους
φυλλορροεί το ρόδο των ανέμων
και οι κόκκινες πέστροφες αυτοκτονούν όντας αιχμάλωτες
Από παλιά περίμενα την πιο μεγάλη μέρα
όπου των αστεριών ο θερισμός
θα μ' έφερνε θεός να γίνω
Ήδη όμως σκληραίνουν τα χέρια μου
αδειάζουν τα μάτια μου
σαπίζουν τα δόντια μου
και η γη τη σκόνη της αλέθοντας γυρίζει πάντα
Ο Yvan Goll (1891-1950) είναι μοναδική περίπτωση μεγάλου ποιητή σε δύο γλώσσες, καθώς έγραψε υπερρεαλιστικά ποιήματα στα γαλλικά και εξπρεσιονιστικά ποιήματα στα γερμανικά. Στα ελληνικά κυκλοφορούν μεταφράσεις των έργων του φιλοτεχνημένες από τον Ε.Χ. Γονατά και τον Δ.Π. Παπαδίτσα.