Τρία ποιήματα του Carmen Adamucci
μετάφραση: Antonia-Belica Kubareli
ΕΙΜΑΙ ΟΚ
κολλημένος στη μπάρα φοβάμαι να γυρίσω
στη γυναίκα μου που πάλι θα φωνάζει
δεν απαντάει στα τηλεφωνήματά μου
κι εύχεται να με είχε απορρίψει
να παντρευόταν έναν κανονικό σύζυγο.
Όχι, δεν έχω πέσει τάβλα ακόμα,
όμως το μυαλό μου θόλωσε
κι αυτή η καστανομάλλα πέρα
με καρφώνει εδώ και ώρα.
Θα ξανατηλεφωνήσω κι ας μην το σηκώσει
ολομόναχος και πήγε δύο το ξημέρωμα.
Βάλε ένα Dewars με σόδα και λίγο λάιμ.
Μια χαρά είμαι, αλήθεια, να τώρα,
θα μπω στ’ αμάξι και θα φύγω.
ΓΙΑ ΑΚΟΥ
Εσύ κι εγώ-
δεν χαμογελάμε πια.
Όμως ούτε μουτρώνουμε
ούτε ουρλιάζουμε, ούτε κλαίμε.
Μια μισοξεραμένη λίμνη
στην πίσω αυλή μας.
Έτσι κι εμείς
όταν έρχεται λιακάδα.
Έτσι ταπεινά κι ανώδυνα
ξεραθήκαμε.
Για σκέψου το
όταν σ’ αρέσει ο ήλιος
όταν παίρνει μπρος το αμάξι
όταν πληρώνεις το νοίκι
Στην ώρα μας.
ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΡΑΣΙ
και το ουίσκι
υποκρισίες
ολόδικές σου.
Εδώ γερνάνε όλα
και μαζί
και χώρια σου.
Να το σημαδάκι στο μπράτσο σου
μ’ εκείνο το αλλόκοτο μειδίαμα.
Με γάμησες
στον κήπο
αφού κατέβασες
ένα μπουκάλι.