Τέσσερα ποιήματα του Paul Farley
απόδοση-παρουσίαση: Antonia-Belica Kubareli
Μονόπολη
Αραχτοί σαν αφεντικά άθλιων σπιτιών γύρω απ’ το ταμπλό
εξαγοράζοντας ο ένας τον άλλον με κάλπικα χαρτονομίσματα,
ώσπου χάναμε κι αυτά που δεν είχαμε ποτέ
χωρίς ελπίδα να ξεχρεώσουμε. Τώρα οι θέσεις μας
είναι άδειες – ένας ένας παρατήσαμε το παιχνίδι
για να παίξουμε στ’ αλήθεια, στην αρχή εντελώς χαμένοι
σ’ εκείνο τον έξω κόσμο, με τις οικοδομές, τις μπόρες του-
μάθαμε σιγά σιγά τους κανόνες και φτιάξαμε και δικούς μας,
μείναμε μακριά απ’ τις φυλακές, ξεφύγαμε της κόκας τις μυτιές.
Και τώρα έμεινα μόνο εγώ – ο μοναδικός μέτοχος
κάθε άδειου γραφείου σ’ αυτή την ψεύτικη πόλη,
κι από κάθε προκυμαία αναμετρώ κάθε κόστος
που φτύνει η άμπωτη: σκουριασμένοι σκελετοί από
πλοία, αμάξια, καπέλα, μπότες, σίδερα κι ένα τεριέ.
Δε γίνεται
Δε γίνεται ν’ αγκαλιάσεις μιαν ανάμνηση.
Το γδάρσιμο στο χέρι που σκαρφάλωσε τα μαύρα κάγκελα
στη μάντρα του σχολείου, τα ακροδάχτυλα που έσφιξαν
το πρώτο στιλό, τα χείλη που πήραν εκείνο το πρώτο φιλί
χάθηκαν, φίλε μου. Τίποτα δεν έμεινε ίδιο.
Το μυαλό; Μια αποθήκη γεμάτη λίπη και πρωτεΐνες
ανάκατα με μια φωτιά καλοταϊσμένη και φροντισμένη
για λίγες δεκαετίες. Μόνο τα οστά αντέχουν,
ξυλοπόδαρα εν κινήσει σε μια θερμή χιονοθύελλα σάρκας,
σιγουρεύοντας ότι το σύνολο κρεμιέται σωστά,
οι ζωές μας δεμένες καθώς το χιόνι τραβολογάει
γυμνά κλαδιά, μεγεθύνοντάς τα από προϊούσα άνοια.
Αγαπητή καρδιά, παριστάνεις τη γενναία, όμως θυμήσου
πού ακριβώς πάνε οι αγκαλιές και οι χειραψίες.
Το Λίβερπουλ χάνεται για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου
Συντομότερο από κλείσιμο ματιού μέσα στο μάτι
όπως σύριγμα στο γκάζι καθώς ανάβεις τη σόμπα
στο δωμάτιο και λες: «Άραγε υπήρξα κάποτε;»
Όσοι κάθονται να φάνε δε νιώθουν για πότε
τραβάς την καρέκλα και την ξαναβάζεις στη θέση της
σαν τρικ με τραπεζομάντιλο και σωσμένα ποτήρια.
Κάθε τρένο που μπαίνει στο σταθμό
φέρνει ανατριχίλα στα φρένα, όμως ούτε ένας
δεν γκρινιάζει, αφού φτάνει στην ώρα του.
Μόνο τα πουλιά το νιώθουν κι άμα δεις
ψαρόνια στα ρηχά, γλάρους να φεύγουν
από καθεδρικούς ή όχλο περιστεριών να
φρουμάζουν στην πλατεία λες κι έπεσε πυροβολισμός
πρόσεχε γιατί μπορεί και να πέφτουν σφαίρες στη ζωή σου
γι’ αυτό ακούς νυχτερίδες να στριγκλίζουν στη σπηλιά
να τεντώνονται, ν’ αφουγκράζονται το μακρινό βουητό,
κομήτες να ταράζονται ή ίσως να υπομειδιούν
που επανέρχεται η τάξη του σύμπαντος αν και
τα μεταλλεία στο Λίβερπουλ συνεχίζουν τις απάτες,
η πόλη μου δεν ξέρει πώς αρρώστησε κι η άμμος της
σκουριάζει λιωμένη στις ξεχασμένες αποβάθρες μας.
Εγώ το ‘νιωσα το κακό μερικές φορές γυρνώντας σπίτι
μα δεν το λέω – το νιώθω πιο συχνά τώρα που γερνάω
και τα κενά όσο πάνε και στενεύουν στο χρόνο μου.
Η δύναμη
Ξέχνα όλα τα κόλπα στην άκρη της αποβάθρας τελειωμένα,
ξέχνα το διάβασμα του χεριού. Στήσε μια παραλιακή πόλη
στο κεφάλι σου. Ξεκίνα με αλμυρές σάπιες μυρωδιές φυκιών
κι ανέβασε το καπάκι του κόσμου ν’ αλλάξεις το φως
κι ύστερα βάλε ό,τι άλλο τραβά η ψυχή σου: στολίδια
στους πεζόδρομους, λαμπρά γκρίζα γλαροπούλια,
σιδερένιους γερανούς σκυμμένους στις καμάρες,
χτίσε ό,τι θες – αίθουσες χορού ζωντανεύουν νύχτες,
ρίξε έναν ήρωα στις κοκορομαχίες και λίγη άχνη,
παγωμένη κρούστα στην τούρτα της ζωής σου.
Τώρα προσγείωσε την πόλη σου, ρίχ’ τη
στη φωτιά που κλωθαρπάζει τα ταβάνια
και ξέρει από μπλάβες αναλαμπές κι αρχίζει
πάντα από τηγάνια αναμμένα με ξύλα κι οινόπνευμα
τις ψόφιες ώρες πριν από το ξημέρωμα κι αφήνει σωρούς
μαυρισμένους από αφηρημένη παλίρροια και βγάζει
πηχτή κάπνα κι ανεβαίνει να λεκιάσει τους δρόμους
των νεφών. Και τώρα κοίτα πάλι το δωματιάκι σου
κι έλα να μου πεις ότι δεν έχεις τη δύναμη.
Ο Πολ Φάρλεϊ (Paul Farley) γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1965 και σπούδασε στο Chelsea School of Art. Είναι παντρεμένος με τη γυναίκα που, όπως λέει, τον έσωσε απ’ τον αλκοολισμό και την καταστροφή. Κατέχει τον τίτλο του καθηγητή τιμής ένεκεν λόγω του πολυβραβευμένου έργου του και διδάσκει ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ. Μέχρι τώρα έχει δημοσιεύσει δώδεκα βιβλία. Κείμενά του παίζονται στο θέατρο και στο ραδιόφωνο, ενώ μια συγκεντρωτική ανθολογία ποιημάτων του κυκλοφόρησε και στην Αμερική.
Ποιητής της καθημερινότητας, μάστορας της απλής περιγραφής που μεταμορφώνεται με την πένα του, με φόρμες και λέξεις απρόσμενες που ειρωνεύονται το συντηρητισμό της Αγγλίας, τις φοβίες της, τις χαμένες αποικίες, τη φθορά, το γήρας ανθρώπων και ιδεών, μέσα από κείμενα απολύτως προσωπικά και εξομολογητικά, κείμενα γεμάτα υπονοούμενα που σχετίζονται και με τον ίδιο και με τη χώρα του. Ο ίδιος δηλώνει ότι «το ποίημα είναι μια αέναη λέξη» και αναγνωρίζει ότι δε θα έγραφε αν δεν είχε γεννηθεί «σ’ αυτή τη μουρλή πατρίδα» ή αν σταματούσε να γελάει με τους φοιτητές του στο πανεπιστήμιο. Λέει συχνά ότι ο μόνος τρόπος για να γράψει είναι «να ρισκάρει τις εμπειρίες του στο χαρτί» αφού δώσει κάθε σελίδα του στην πρώτη του αναγνώστρια, τη γυναίκα του, και συμπληρώνει: «αν εγκρίνει, θα αντέξει κάθε μετέπειτα κριτική».
(Τα ποιήματα που δημοσιεύονται αποδόθηκαν σε συνεργασία του ποιητή με τη μεταφράστρια.)
ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛ ΦΑΡΛΕΪ
1996 Observer/Arvon International Poetry Competition
1997 Geoffrey Dearmer Memorial Prize
1998 Forward Prize for Best First Collection
1999 Whitbread Poetry Award (shortlist)
1999 Somerset Maugham Award
1999 Sunday Times Young Writer of the Year
2000 Arts Council Writer's Award
2002 Poetry Book Society Choice
2002 Whitbread Poetry Award
2003 T.S. Eliot Prize (shortlist)
2005 Forward Prize for Best Individual Poem
2007 Griffin International Poetry Prize
2007 T.S Eliot Prize (shortlist)
2009 Royal Society of Literature Jerwood Award for Non-Fiction
2009 E.M. Forster Award (American Academy of Arts & Letters)
2009 Travelling Scholarship of the Society of Authors
2010 Ted Hughes Award for New Work in Poetry (shortlist)