Τρία ποιήματα του Σαρλ Μποντλέρ
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ Η ΑΥΓΗ
Σαν η άσπρη και ροδάπαλη αυγή στο μεθυσμένο
Σινάφι μπει που ως τρωκτικό το Ιδεώδες βλέπει,
Μυστήριο βγαίνει εκδικητικό και μετατρέπει
Τον άγγελο σε κτήνος της κραιπάλης ναρκωμένο.
*
Στους ουρανούς τους έμπνους έν' άφταστο γαλάζιο χάσμα
Γι' αυτόν που ακόμα νείρεται με ρεμβασμό και οδύνη
Ανοίγεται και ως βάραθρο τερπνό τον καταπίνει.
Και ιδού, ερατή θεά μου, αγνό και πάμφωτο εσύ Πλάσμα,
*
Μες στα καπνίζοντα συντρίμμια ηλίθιων οργίων,
Οι πιο λαμπρές και ρόδινες και ελκυστικές μνήμες,
Στων ανοιχτών ματιών μου υπερίπτανται τις λίμνες.
*
Τη φλόγα έχει ο ήλιος κατασβέσει των κηρίων
Μα να, το νικητήριο φάντασμά σου είναι πάντα
Όμοιο, ω ψυχή-αστραπή, με αθάνατο ήλιον αναστάντα.
ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ
Ιδού, έρχεται καιρός παλλόμενος που ξεθυμαίνει –
Κάθε άνθος πάνω στο κοτσάνι του είναι θυμιατήρι
Τα μύρα και οι ήχοι πάνε στον αγέρα που 'χει γείρει
Βαλς μελαγχολικό και σκοτοδίνη λιγωμένη!
*
Κάθε άνθος πάνω στο κοτσάνι του είναι θυμιατήρι
Δονείται το βιολί σαν την ψυχή την πονεμένη.
Βαλς μελαγχολικό και σκοτοδίνη λιγωμένη!
Θλιμμένο κι όμορφο έγιν' ο ουρανός θυσιαστήρι.
*
Δονείται το βιολί σαν την ψυχή την πονεμένη.
Καρδιά παντρύφερη το τίποτα το μαύρο οικτίρει.
Θλιμμένο κι όμορφο έγιν' ο ουρανός θυσιαστήρι.
Στο αίμα του ο ήλιος έπνιξε την ύλη την πηγμένη.
*
Καρδιά παντρύφερη το τίποτα το μαύρο οικτίρει.
Απ' το λαμπρό το παρελθόν ο ερειπιώνας μένει.
Στο αίμα του ο ήλιος έπνιξε την ύλη την πηγμένη.
Κι η θύμησή σου εντός μου είν' άχραντο δισκοποτήρι.
Ο ΕΧΘΡΟΣ
Μια μαύρη καταιγίδα υπήρξε η νιότη μου, ένα βράδυ
Διαρκές· καμιά φορά τη σκίζαν ήλιοι λαμπεροί
Βροχές-βροντές τη χάλασαν, την έκαναν ρημάδι
Στον κήπο μου έχουν λίγοι μείνει πια ώριμοι καρποί.
*
Και να που το φθινόπωρο έχω των ιδεών αγγίξει
Και να δουλέψει φτυάρι πρέπει και τσαπί γερά,
Αν είν' της γης το χώμα γόνιμο να ξανασφίξει
Κι οι τρύπες να κλειστούν που ανοίξαν τάφους τα νερά.
*
Τα νέα τ' άνθη που ονειρεύομαι ποιος ξέρει αν πάλι
Στο χώμα ετούτο, που 'ν' σαν θαλασσόδαρτο ακρογιάλι,
Τη μυστική θα βρούνε την τροφή να τα ταΐζει
*
Με σφρίγος; Οϊμέ! Ο Χρόνος τη ζωή μας τρώει, σακατεύει
Κι ο σκοτεινός Εχθρός, που τις καρδιές μας ροκανίζει,
Απ' όσο χάνουμε αίμα πίνει και ρουφά και αντριεύει.