Τρία ποιήματα του Νίκου Αλεξίου
ΑΛΩΣΗ
«Βρες μου ένα σπίτι, χτίσε μου ένα σπίτι
δεν μπορώ έτσι άστεγος να ζήσω».*
Ανέστης Ευαγγέλου
Στέκεται ακόμα όρθιος
στη στενή πόρτα
λυπημένος
με το σπασμένο μαχαίρι
οι πεθαμένοι του σπιτιού
τρέχουν στα βυθισμένα δωμάτια
στριμώχνονται στα θεμέλια
ακούς στα κόκαλα το βουητό
σαν τρυπώνει του θανάτου
ο παγωμένος βοριάς
απ’ τις ρωγμές του τοίχου
μάταια οι εφέστιοι θεοί
άλλοι σακάτες, άλλοι τυφλοί
τυλίγουν στο μαντίλι
τον σφαγμένο κόκορα.
Μέσα στα χέρια του
σπάει η κόλαση
τελώνες
ανένδοτοι λεγεωνάριοι
πολιορκούν ό,τι απέμεινε
απ’ το σπίτι.
Στέκεται ακόμα όρθιος
στη στενή πόρτα
λυπημένος
με το σπασμένο μαχαίρι
μεγαλώνουν κόκκινα μήλα
μέσα στην καρδιά του.
VENA AMORIS
Ανάμεσα στις στενές ρωγμές
του σκοτεινού καιρού
στις χαρακιές του μολυβιού
τα χάσματα
ό,τι μετράει εντέλει
είναι αυτό
το ανεξήγητο σημάδι
της αγάπης
χαραγμένο βαθιά
στο κόκαλο του χρόνου.
ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΙΔΙΑ
«Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια
ανάμεσα στους δολοφόνους».
Τάκης Σινόπουλος
Τα παιδιά
που χίμηξαν απ’ τον ουρανό
τα κλείσατε με καρφιά
μέσα σ’ ένα βαθύ πηγάδι
τα χτυπάτε με σίδερα
σε ματωμένες πλατείες
και σε δρόμο τυφλό
με γυαλιά κοφτερά σπαταλάτε.
Τα παιδιά που απλώσαν
όνειρα λευκά πανιά
και ρίξατε σε βρομερό σκοτάδι
έγιναν φωτιά
καίνε σαν ελπίδα
έρχονται
από ένα αστραφτερό φως
ανήμερο
κι είναι
ο θάνατός σας.
(Πλατεία Συντάγματος 2011)
[Από την ανέκδοτη συλλογή Η ασημένια σφίγγα.]
Σημειώσεις:
*Ανέστης Ευαγγέλου, «Το ξέρεις, Θεέ μου». Μέθοδος Αναπνοής, 1966.
**Τάκης Σινόπουλος, «Ακόμη μια νύχτα», XVI. Χρονικό, 1975.