«Πασχαλία» της Μάγδας Τσιρογιάννη
Των Βαΐων
Ακάθιστος ο Ύμνος και η σκέψη
των Εγκωμίων Άνθη που θα δρέψει
κι απ’ των Χαιρετισμών Της το λιβάδι
άρωμα που το πνεύμα αναπαύει
Πάνω στη χλόη κάθομαι και βλέπω
αντίκρυ την Ακρόπολη και δρέπω
να νοητά τα βάγια να στολίσει
η μέρα που ‘ναι, νους, μια τέτοια κτίση
Μεγάλη Παρασκευή
Στους στίχους μου ηχώ των Εγκωμίων
κι η συνετή φωνή στερεί το μείον
θυσία στο ταχύ θα γονατίσει
να δώσει οφειλή σε πλήθος φύση
Κυριακή του Πάσχα
Στη σούβλα δεν μπορώ τον οβελία
να βλέπω να γυρνά πάλι, θυσία
στο πλάσμα να τραφεί όπως προσήκει
του Άμωμου Αμνού βαριά συνθήκη
Της Ζωοδόχου Πηγής
Κελαρυστό νερό η Παναγία
κένωσε μες στα πήλινα αγγεία
που ’χουν στην άκρη ράμφος και σφυρίζουν
την ώρα που πολλοί κατηφορίζουν
μεγάλοι και παιδιά, στης Ζωοδόχου
Γορίτσας Παναγιάς, μέσα στου λόφου
τα πεύκα κι ως τ’ αγίασμα στο κύμα
ίαμα, γιατρειά των πάντων κτήμα
αμέτρητες ψυχές που ’χει συνδράμει
στον Άναυρο, στην άκρη στο ποτάμι
Κυριακή του Θωμά
Ο άπιστος Θωμάς επί των ήλων
το χέρι του το έθεσε, στον Φίλον,
Πατέρα και Διδάσκαλον να πιάσει
τη σάρκα ζωντανή τη Αναστάσει
Κι εγώ εδώ αγγίζω τα σημεία
στο ανοιχτό βιβλίο μία-μία
τις λέξεις και ομνύω πώς τη φύση
τοις άνθεσι την έχει ζωγραφίσει