fbpx
«Το μαύρο φορμάκι» της Βάσως Χόντου

«Το μαύρο φορμάκι» της Βάσως Χόντου

Είδα ένα όνειρο χθες βράδυ. Ο Σπύρος ήταν λέει μωρό και πηγαίναμε στο σπίτι της μάνας μου. Τον είχα σ’ ένα καρότσι από κείνα τα σκεπαστά με τις μικρές ρόδες και του φορούσα ένα μαύρο φορμάκι. Μαύρο, αν έχεις τον Θεό σου. Σε παιδί πράγμα. Ο δρόμος ήταν έρημος, τα μαγαζιά κλειστά και τα παράθυρα των σπιτιών σφαλισμένα. Κι αυτόν τον δρόμο, πρώτη φορά τον έβλεπα. Όμως έσπρωχνα το καρότσι και πήγαινα λες και τα ’ξερα όλα. Τραγουδούσα στον Σπύρο μια μελωδία χωρίς λόγια. Οι ήχοι έβγαιναν απ’ τη μύτη μου, εκείνος χαμογελούσε και κούναγε τα χέρια του. Κι έτσι άσπρα όπως ήταν κι ακουμπούσαν το μαύρο φορμάκι, έμοιαζαν με δυο ολόιδια μικρά φεγγάρια που καθρεφτίζονται στα λασπόνερα.

Περπατάγαμε και περπατάγαμε, ώσπου φτάσαμε στο πατρικό μου. Ήταν ένα διώροφο με τριανταφυλλιές στην αυλή και αλουμινένια πορτοπαράθυρα. Η μάνα μου είχε βάλει μπουγάδα. Τα ασπρόρουχα και τα λευκά σεντόνια έλαμπαν στον ήλιο, σχεδόν φωσφόριζαν. Χτύπησα το κουδούνι, φώναξα «ήρθαμε», όμως δεν άνοιγε κανείς. Πήρα το παιδί αγκαλιά, κάθισα στο κεφαλόσκαλο και περίμενα. Έπιασε να νυχτώνει αλλά η μάνα μου δεν φαινόταν. Ο Σπύρος τεντώθηκε στην αγκαλιά μου, άνοιξε το στόμα του κι απάνω στη γλώσσα είχε ένα τόσο δα κλειδάκι. Σαν εκείνο που άνοιγε το παλιό μου ημερολόγιο. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός σε γκαζάδικο και το ’χε φέρει απ’ τη Σανγκάη. Ήταν δερμάτινο, με γαλάζια φύλλα κι είχε χαραγμένη στο εξώφυλλο μια γοργόνα. Εξήντα χρόνων ημερολόγιο και δεν το ’γραψα ποτέ. Δεν ήθελα να το μαγαρίσω. Φανταζόμουν το μολύβι να ακουμπάει τις σελίδες του κι αυτές να λιώνουν, όπως λιώνει το πλαστικό μέσα στη φωτιά. Δεν έχω καμιά θύμηση απ’ τον πατέρα μου. Μόνο αυτό το ημερολόγιο. Τόσα χρόνια το φυλάω κλειδωμένο. Καμιά φορά μόνο, ακόμα και τώρα που γέρασα, ανοίγω το συρτάρι και το χαϊδεύω. Κι έτσι όπως περνάω τα δάχτυλα από πάνω του μου φαίνεται πως μυρίζει θάλασσα.

Πήρα το κλειδί απ’ το στόμα του παιδιού και πήγα προς την πόρτα. Το ’βαλα μέσα στην κλειδαριά, μα το κλειδί χάθηκε. «Πάει» σκέφτηκα. «Δεν θα μπούμε ποτέ». Όμως εκεί που στεκόμασταν, η πόρτα άνοιξε. Το σαλόνι της μάνας μου ήταν γεμάτο με κάτι παλιά και μισοδιαλυμένα έπιπλα, σαν να ’χε περάσει από πάνω τους λυσσασμένο θηρίο. Ο καναπές είχε κοπεί στα δυο, απ’ τις καρέκλες της τραπεζαρίας έλειπε η πλάτη και το χαλί ήταν γεμάτο πατημασιές. Μόνο που αυτές δεν έμοιαζαν ανθρώπινες. Εγώ πήρα το καροτσάκι και προχώρησα στην κουζίνα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Λες και τα ’ξερα όλα. Το γυάλινο τραπέζι στη μέση του δωματίου ήταν πεντακάθαρο, δεν είχε ούτε μια δαχτυλιά. Έβλεπα μέχρι και την άσπρη κλωστή που κρεμόταν απ’ το στρίφωμα του φουστανιού μου.

Ξαφνικά ακούστηκε ένας κοφτός ήχος και το γυαλί χώρισε σε ακτίνες. Μια βροχή από κομμάτια έπεσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Σπύρος έβαλε τα κλάματα. Τον πήρα στην αγκαλιά μου, τον ταχτάρισα, τον φίλησα, όμως αυτός συνέχιζε να κλαίει και να με κοιτάει με μάτια όμοια μ’ αυτά του αρνιού που το τραβάνε απ’ το σκοινί. Φόραγε κι εκείνο το μαύρο φορμάκι. Μ’ ανατρίχιαζε. «Θα πεινάει» σκέφτηκα. Πήρα απ’ την τσάντα μου ένα αχλάδι, ένα μήλο κι ένα κουτί από κείνα τα τετράγωνα μπισκότα με γεύση βανίλια που του άρεσαν, και ξεκίνησα. Πάνω στον νεροχύτη η μάνα μου είχε ακουμπισμένη μια λεκάνη μ’ άπλυτα χόρτα κι ένα μαχαίρι γεμάτο λάσπες. Το πήρα στο χέρι, άνοιξα τη βρύση κι άρχισα να το καθαρίζω. Μάτωναν τα δάχτυλά μου απ’ το τρίψιμο, όμως οι πετρωμένες λάσπες ξανάβγαιναν. Ξεκολλούσα τη μια, πετιόταν η άλλη, μέχρι που δεν ξεχώριζες το μέταλλο απ’ τη λαβή. Κι εγώ εκεί, να συνεχίζω με πείσμα. Σχεδόν με απελπισία.

Το δεξί μου χέρι είχε γεμίσει πληγές, όταν γύρισα να δω το παιδί. Το καρότσι ήταν άδειο. Άρχισα να ψάχνω τα δωμάτια. Χτύπαγα τις πόρτες, έπεφτα πάνω σε στοίβες άπλυτα ρούχα, γλιστρούσα σε μουχλιασμένα φαγητά, όμως ο Σπύρος δεν φαινόταν πουθενά. Άνοιξα το παράθυρο κι άρχισα να φωνάζω τ’ όνομά του. Τότε είδα το μαύρο φορμάκι να κρέμεται απ’ το σκοινί της μπουγάδας. Κι έτσι όπως ανέμιζε, έμοιαζε μ’ εκείνες τις φαγωμένες σημαίες στα παλιά καράβια. «Καλές θάλασσες» ψιθύρισα και μπήκα πάλι μέσα.

Παράξενο όνειρο. Ταράχτηκα κι απ’ τις τέσσερις το πρωί είμαι στο πόδι. Το μαύρο στα όνειρα σημαίνει λαχτάρα, έτσι δεν λένε; Όμως εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Σήμερα έχουμε γενέθλια. Ο Σπύρος κλείνει τα πενήντα. Πενήντα χρόνια παιδί, πενήντα χρόνια στο καροτσάκι, πενήντα χρόνια κρεμασμένος απ’ το φουστάνι μου. Εγώ τον ντύνω, τον ταΐζω, τον νίβω, τον ξεσκατίζω, του δίνω νερό. Όλα εγώ. «Βιολέτα η ηρωίδα», έτσι με λέει η γειτονιά. Θα πάρω την τούρτα απ’ το ζαχαροπλαστείο και θα πάω γραμμή στο σπίτι.

Με το που άνοιξα την πόρτα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε φωνές. «Πού πήγανε όλοι; Ο άντρας μου ίσα που σέρνει τα πόδια κι ο Σπύρος κουνάει πια μόνο τα μάτια» σκέφτηκα. Ώρες ώρες μού θυμίζει εκείνες τις αγριωπές κούκλες με τα μαλλιά της μέδουσας που πούλαγαν παλιά στα πανηγύρια. Πόδια ακίνητα, χέρια ακίνητα, μόνο τα μάτια ν’ ανεβοκατεβαίνουν σαν μπουκαπόρτες. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα και βρασμένο ψάρι. Δεν αερίζω. Δεν θέλω. Τα αεράκια κι οι δροσιές είναι για τους άλλους.

Προχώρησα στον διάδρομο. Μια μυρωδιά σκουριάς μαζί με χώμα μού γέμιζε τα ρουθούνια. Έστριψα το κεφάλι δεξιά στην κουζίνα και τους είδα. Ο Σπύρος φορούσε ακόμα τις πιτζάμες του κι είχε τα μάτια ορθάνοιχτα. Με κοίταγε μ’ αυτό το βλέμμα του αρνιού. Το αίμα άπλωνε πάνω στη μπλούζα του κι έφτιαχνε γύρω απ’ το καροτσάκι μια λιμνούλα. Και το παιδί μου ήταν το νούφαρο. Ένα κόκκινο νούφαρο κομμένο στα δύο. «Δεν άντεχα άλλο, Βιολέτα. Δεν άντεχα» ψιθύρισε ο άντρας μου. Στα χέρια του κρατούσε το μαχαίρι. Ίδιο μ’ αυτό στο όνειρο με τη λασπωμένη λάμα. Άφησα ήσυχα την τούρτα στο τραπέζι και πήρα την αστυνομία. «Ελάτε», μόνο αυτό τους είπα. Έπειτα κάθισα στη διπλανή καρέκλα και δεν ξαναμίλησα. Λες και τα ’ξερα όλα.

 

Η Βάσω Χόντου είναι χημικός μηχανικός. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και ζει στην Αθήνα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.