fbpx
«πλαφ-πλαφ-πλαφ» της Μπελίκας Κουμπαρέλη

«Πλαφ-πλαφ-πλαφ» της Μπελίκας Κουμπαρέλη

Στην Ελένη Γκίκα

Είδε στον ύπνο της τον πατέρα της. Ήταν, λέει, νυχτερινή ρεσεψιονίστ σ’ ένα μαυριδερό ξενοδοχείο κι όπως λαγοκοιμόταν στην μπάρα, μπήκε ένας άντρας ψηλός. Γκρίζος όλος. Τον κοίταξε άναυδη γιατί μέσα στα σκούρα χρώματα της ρεσεψιόν, ο γκρίζος άνθρωπος έμοιαζε να βγήκε από αμερικάνικη ταινία. Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ σε αναζήτηση της Λωρήν Μπακόλ.

Κρατούσε ένα μπουκέτο κατάξερα τριαντάφυλλα κι όπως περπατούσε προς την Ελενίτσα, τα πόδια του άφηναν ίχνη άμμου πίσω του. Ξανακοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα. Ναι, ήταν άμμος. Γκρίζα άμμος από μέρη βόρεια όπου η θάλασσα μουγκρίζει υπόκωφα τις νύχτες ξερνώντας πτώματα ναυτικών με στόμα αχόρταγο στην τελευταία ανάσα πριν τον πνιγμό.

Τα βήματα του ασπρόμαυρου άντρα έκαναν παφλασμούς στο πλαστικό πάτωμα. Ρήμαζαν την ησυχία του ξενοδοχείου. Οι κοιμισμένοι πελάτες αναδεύτηκαν στον ύπνο τους, μια χοντρή γριά είδε τον παιδικό της έρωτα να της ψιθυρίζει ότι δεν την ξέχασε ποτέ, ένα παιδί χωμένο στην αγκαλιά της μάνας του είδε φωτιές, ένας έφηβος σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του, φόρεσε το ρολόι του και ξανακοιμήθηκε χαμογελώντας στην ώρα. Ήταν 3 τα ξημερώματα.

Ο άντρας συνέχισε να περπατάει στη ρεσεψιόν. Πλαφ, πλαφ, πλαφ. Περπατούσε και ποτέ δεν έφτανε. Ο διάδρομος επεκτεινόταν διαρκώς κι Ελενίτσα περίμενε να την πλησιάσει, ξέροντας ότι δεν επιτρέπεται να βγει απ’ τη θέση της πίσω απ’ τον πάγκο. Προσπάθησε να μετακινηθεί αλλά μια δύναμη την κρατούσε κολλημένη εκεί, να κοιτάζει τον άντρα που ήξερε πια ότι είναι ο πατέρας της. Ήθελε πολύ να τον αγκαλιάσει, να μιλήσουν, να τον ρωτήσει γιατί είναι γκρίζος, γιατί το μπουκέτο του είναι κατάξερο. Μα δεν μπορούσε. Η ανημπόρια την έπνιγε σαν προδοσία. Ο αέρας βαρύς γύρω τους, απ’ τη μια χρώματα έστω και μουντά, απ’ την άλλη τόνοι του γκρίζου. Η Ελενίτσα ξεροκατάπιε αλαφιασμένη. Έπρεπε οπωσδήποτε να συναντήσει τον πατέρα της, έπρεπε να τον ξανακάνει έγχρωμο, ο πατέρας της δεν ήταν ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, δεν έψαχνε τη Λωρήν Μπακόλ, την κόρη του έψαχνε, κάτι ήθελε να της πει. Ξαφνικά τα πόδια της ξεκόλλησαν απ’ το πάτωμα. Τινάχτηκε έξω απ’ το κουβούκλιο της ρεσεψιόν κι άρχισε να τρέχει προς τον πατέρα της. Μόνο που και πάλι ο διάδρομος μάκραινε και μάκραινε και μάκραινε.

Ο πατέρας έτεινε τα νεκρά τριαντάφυλλα προς την κόρη του. Η Ελενίτσα άπλωσε το χέρι να πάρει το μπουκέτο. Έτρεχαν και οι δύο με παφλασμούς πάνω στη γκρίζα άμμο που πνιγόταν από μια θάλασσα γεμάτη θυμό για όσους τη φοβούνται. Έβλεπε τον πατέρα της να βυθίζεται σιγά σιγά στο νερό. Δεν ήταν νερό πια, ήταν κινούμενη άμμος που τον κατάπινε. Έτρεχε να τον σώσει κι όταν επιτέλους έφτασε, το μόνο που πρόλαβε ήταν η ρεπούμπλικα και το ξερό μπουκέτο. Τα άρπαξε κλαίγοντας.

«Πατέρα!», φώναξε.

Ξύπνησε κάθιδρη και πήγε στο δωμάτιό του. Άκουσε τη βραχνή ανάσα του. Ήταν εκεί. Άρρωστος αλλά ζωντανός. Έκλεισε σιγανά την πόρτα του και συνέχισε στα σκοτεινά για την κουζίνα. Έβαλε λίγο γάλα στο μπρίκι. Μόλις ζεστάθηκε έριξε μια κουταλιά μέλι κι έκατσε σε μια καρέκλα να το πιει απορημένη απ’ το όνειρο. Δεν ήθελε να ξανακοιμηθεί. Βγήκε στον κήπο. Τι κήπος, μια αυλίτσα με λιγοστά γλαστράκια που αργοπέθαιναν αφού δεν τα έπιανε ο ήλιος. Οι γύρω πολυκατοικίες είχαν καταπλακώσει το σπιτάκι τους.

«Μου λείπει η ζωή μου», έλεγε συχνά ο πατέρας της κι η Ελενίτσα δεν τολμούσε να ρωτήσει αν του έλειπε η μάνα της ή το ολοφώτεινο σπίτι τους πριν τους καταπλακώσουν τα τσιμέντα. Ακόμα και τα χελιδόνια που είχαν μόνιμες φωλιές στα κεραμίδια τους εξαφανίστηκαν μόλις υψώθηκε το πρώτο μεγαθήριο. Παλιά κάθονταν τα πρωινά στην αυλίτσα να πιουν κι οι τρεις μαζί τον καφέ τους κι ύστερα η Ελενίτσα τους φιλούσε κι έφευγε για τη δουλειά της. Στη διαδρομή απ’ το σπίτι ως τη στάση του λεωφορείου χαμογελούσε γιατί αντιλαλούσαν μέσα της οι πρωινές κουβέντες των γονιών της. Ήταν κι αυτοί δύο ερωτευμένα χελιδόνια στη φωλίτσα τους με το κοριτσάκι τους.

Μικρή ζωή, της είπε κάποτε ένας άντρας και τον διέγραψε. Για την Ελενίτσα αυτή ήταν η ζωή, τα μεγάλα, τα τρανά δεν τα πίστευε.

Εφτά το πρωί, ξαναμπήκε στο δωμάτιο του πατέρα της με την αγωνία ότι θα τον βρει νεκρό. Ένα χρόνο τώρα που έχασαν τη μάνα της, μ’ αυτό το φόβο ζούσε. Ότι θα πεθάνει κι αυτός και θα μείνει ολομόναχη.

Στα πενήντα-ένα της έμαθε τι σημαίνει φόβος. Αυτό το βρομερό χέρι που σκαλίζει τα σωθικά. Μήπως να πάρω καμιά γάτα; σκέφτηκε κι έβαλε τα γέλια. Προτιμούσε τα σκυλιά. Έδιωξε τον Κίτσο γιατί ο γιατρός είπε ότι το τρίχωμά του ίσως κάνει κακό στο άσθμα του πατέρα της.

«Θα τον ξαναφέρουμε πίσω μόλις συνεφέρω λίγο», μουρμούρισε ο πατέρας της με βλέμμα χαμηλωμένο απ’ τις τύψεις.

Κούνησε το κεφάλι, να σταματήσει τις μνήμες. Άνοιξε την πόρτα του. Τον βρήκε ανακαθισμένο στο κρεβάτι του.

Πατέρας και κόρη κοιτάχτηκαν ανακουφισμένοι. Του άφησε τον καφέ του στο κομοδίνο κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού του.

«Παιδί μου, θέλω να πάω στον κήπο».

Η Ελενίτσα χαμογέλασε κι έκανε να πιάσει το μπαστούνι του. Ο πατέρας της άπλωσε το χέρι του, έσφιξε το δικό της, χαμογέλασε. Κοιτάχτηκαν. Ένα βλέμμα που κράτησε παράξενα πολύ.

«Παιδί μου, θέλω να μου φέρεις χώμα απ’ την αυλή μας».

Τον κοίταξε έτοιμη να ρωτήσει “γιατί” αλλά δε ρώτησε. Σηκώθηκε μηχανικά, βγήκε έξω κι έπιασε ένα ξερό γεράνι. Αναποδογύρισε τη γλάστρα, τίναξε τις ρίζες, έβαλε λίγο χώμα στο χούφτα της και ξαναγύρισε στο δωμάτιο. Είχε πιει τον καφέ του και κρατούσε ένα κουτάκι στα χέρια του πάνω στην κουβέρτα. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, το στόμα του παράλυτο, τα δάχτυλα να σφίγγουν το σεντόνι.

Σκόρπισε το ξερό χώμα στα σκεπάσματά του. Άκουσε παφλασμό.

Του έκλεισε τα μάτια, χάιδεψε το ζεστό του στόμα, σκούπισε το σάλιο που έτρεχε ακόμα, εκεί στη γωνίτσα. Έπιασε το κουτάκι, το άνοιξε. Μια χιλιοδιπλωμένη σελίδα και μια φωτογραφία της μάνας της με σχολική ποδιά.

Ξεδίπλωσε τη σελίδα. Πλαφ, πλαφ, πλαφ, το χαρτί άνοιξε, τα γράμματα κύματα φουρτουνιασμένα.

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Διέτρεξε τη σελίδα, έφτασε στο υστερόγραφο: «Ελενίτσα παιδί μου, φύγε να βρεις τον ήλιο μακριά από δω».

Πλαφ, πλαφ, πλαφ, έκανε η καρδιά της Ελενίτσας μέχρι που σταμάτησε.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.