fbpx
«Σαλώμη ή cape cat blues» του Κυριάκου Μαργαρίτη

«Σαλώμη ή cape cat blues» του Κυριάκου Μαργαρίτη

Είμαι στο αυτοκίνητό μου, ένα πράσινο Fiat Punto, αγορά του 1997, για λογαριασμό, τότε, της μάνας μου. Τώρα το οδηγώ εγώ, η μάνα μου πήρε καινούργιο. Στην αυλή του πατρικού μου, στη Χλώρακα, έχουμε φτιάξει κάτι υπόστεγα, εκεί συνωστίζονται όπως όπως τα τρία αμάξια της οικογένειας.

Ευτυχώς έχουμε μεγάλη αυλή. Η Κύπρος είναι μικροσκοπικός τόπος. Οι αυλές των σπιτιών μας είναι τεράστιες. Ίσως έτσι αντισταθμίζεται που έχουμε χάσει το μισό του μικροσκοπικού.

Το μισό του τίποτα.

Είμαι στο πράσινο Fiat Punto, είναι Αύγουστος του 2002, είμαι φαντάρος, για την ακρίβεια, είμαι έφεδρος ανθυπολοχαγός, ήμουν σκέτος δόκιμος για καμιά εικοσαριά μήνες, πρόσφατα ορκίστηκα, έραψα ένα αστέρι στο πέτο, σε ένα μήνα, στις 10 Σεπτέμβρη, απολύομαι.

Ύστερα από 26 μήνες. Όταν μπήκα στο στρατό, δεν είχα κλείσει τα δεκαοχτώ. Τώρα είμαι είκοσι. Καταραμένοι αριθμοί. Καταραμένες ημερομηνίες.

Σκατά.

Στην Κύπρο, η θητεία διαρκεί 26 μήνες, αυτό ισχύει για όλους, είτε περάσεις τις εξετάσεις και γίνεις αξιωματικός είτε μείνεις απλός φαντάρος. Τώρα μαθαίνω ότι η θητεία έχει μειωθεί. Διαρκεί 25 μήνες.

Με αυτόν το ρυθμό θα έχει καταργηθεί οπωσδήποτε έπειτα από δεκατέσσερις γενιές. Η γενιά υπ’ αριθμόν 15 θα είναι κάτι κωλόφαρδοι μπάσταρδοι.

Τέλος πάντων.

Σήμερα πήρα 24ωρη άδεια, είναι Παρασκευή, το Σαββατοκύριακο έχω υπηρεσία, όπως και χθες, όταν ανέβηκα στο φυλάκιο, στα βόρεια παράλια του νησιού, στον Πύργο Τυλληρίας, ό,τι πιο κοντινό σε Καθαρτήριο έχουμε εδώ πέρα.

Το φυλάκιο ονομάζεται ρόουντ-μπλοκ. Το λέμε και ροντ-μπλοκ. Το λέμε και ρόμπλοκ. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν τι σημαίνει.

Γαμημένα οδοφράγματα, σε μπερδεύουν όταν στήνονται στ’ αγγλικά.

Στρίβω το τιμόνι, βγαίνω από την πόλη, μπαίνω στον αυτοκινητόδρομο. Στα κυπριακά το λέμε χάιγουεϊ, τουλάχιστον οι μισοί από εμάς. Οι άλλοι μισοί το λένε μότοργουεϊ. Αναρωτιέμαι ποιος έχει δίκιο.

Δυναμώνω τη μουσική. Πάντα το κάνω αυτό όταν μπαίνω στο χάιγουεϊ ή στο μότοργουεϊ. Είναι το Roadhouse Blues των Doors. Είναι Αύγουστος του 2002 και το Fiat Punto του 1997 δεν παίρνει CD. Ακούω ακόμα κασέτες.

Χαμηλώνω το τζάμι, παίρνω ένα κατακόκκινο Marlboro, ανάβω, τινάζω τη στάχτη στο οδόστρωμα. Πίνω καφέ από πλαστικό κουτάκι, λέγεται Pokka, έχει μιαν απροσδιόριστη γεύση. Νερόπλυμα.

Κοιτάζω το κάθισμα του συνοδηγού, κανονικά θα έπρεπε να είναι ο Πέτρος εκεί, ο κολλητός μου, ή ο μικρός μου αδελφός, ο Στέφανος. Τώρα είμαι μόνος, στο κάθισμα του συνοδηγού έχω ακουμπήσει ένα κουτί παπουτσιών, το κοιτάζω με την άκρη του ματιού, είναι περίεργο.

Απλώνω το χέρι, το χαϊδεύω. Σκούρο χρώμα, γράφει Converse All-Star, εγώ σκέφτομαι την Κατερίνα Γώγου, σόλες αλήτικων παπουτσιών, σπασμένα κορδόνια, σκισμένα πανιά.

Δυναμώνω κι άλλο τη μουσική, όσο δεν πάει, τα ηχεία τρίζουν, το Fiat είναι παλιό, η κασέτα είναι παλιά, το τραγούδι, η μουσική είναι παλιά, ο Jim Morrison είναι νεκρός εδώ και τριάντα χρόνια.

Πίνω καφέ ή νερόπλυμα, ανακατεύομαι, κοιτάζω το ταμπλό, έχω πιάσει τα εκατόν τριάντα, καθόλου παράξενο που τρέμει το Fiat. Ρίχνω ταχύτητα, στρίβω αριστερά, βγαίνω από το χάιγουεϊ, το μότοργουεϊ και τον αυτοκινητόδρομο.

Βγαίνω, γενικώς.

Επιστρέφω στον παλιό παραλιακό δρόμο, κάποτε ήταν ο μόνος που είχαμε για να πάμε από την Πάφο ως τη Λεμεσό, μας έπαιρνε ώρες, έπρεπε να διασχίσουμε τις βάσεις των Εγγλέζων, συχνά μας έκαναν έλεγχο, συχνότερα με έπιανε αναγούλα από τις στροφές.

Τώρα είμαι είκοσι χρονών, η αναγούλα με πιάνει από καφέδες, αλκοόλ, χανγκόβερ, τέτοια πράγματα. Δε δίνω σημασία στις στροφές. Ρίχνω κι άλλο ταχύτητα, κατεβάζω το τζάμι, υγρασία, ζέστη και θάλασσα.

Κοιτάζω δεξιά, το τσιγάρο έχει τελειώσει, το πετάω, θέλω να σταματήσω, δε σταματώ, συνεχίζω. Κάποιος στην οροφή του αυτοκινήτου απαγγέλλει.

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…» μου είπε ο καπετάνιος / δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι / τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα, / «…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη / λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού. / Τρία καρτίνια αριστερά!»

Βλέπω την Πέτρα του Ρωμιού, κάποιοι κολυμβητές έχουν ανέβει ως την κορφή της, μια ελληνική σημαία ξεσκισμένη ανεμίζει εκεί, λίγο αστεία, πένθιμη.

Προσπερνώ ένα φορτηγό, χαϊδεύω μηχανικά το κουτί των παπουτσιών, πατάω γκάζι. Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα. Σε μισή ώρα, πάνω κάτω, θα είμαι εκεί.

Ανατριχιάζω, μόνο εγώ ξέρω γιατί. Ξεχνιέμαι, πάντα επίτηδες ξεχνιέμαι στις ανατριχίλες. Θυμάμαι μερικές βουτιές στην Πέτρα του Ρωμιού, παγωτό στην καντίνα, το εστιατόριο πάνω από το δρόμο, ψάρια και μεζέδες, μπίρα, αναψυκτικά, θέα στη θάλασσα, ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Έχουμε ζήσει εδώ, έχουμε υπάρξει, έχουμε κάνει πράγματα εδώ. Εδώ, εκεί, παρακάτω. Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα. Παντού έχουμε κάνει πράγματα, η Κύπρος είναι μικροσκοπικός τόπος, είκοσι χρόνια αρκούν για να τη ζήσεις όλη, όλος.

Βουτιές, ηλεκτρονικά, περίπατοι, εκδρομές, μεζέδες, μεθύσια. Τώρα τελευταία, έρωτας.

Τώρα τελευταία, θάνατος.

Είναι Αύγουστος του 2002, Παρασκευή, είμαι έφεδρος ανθυπολοχαγός, είμαι σε 24ωρη άδεια, οδηγώ για το Κάβο-Γάτα στη Λεμεσό, χθες ήμουν υπηρεσία στο φυλάκιο ρόουντ-μπλοκ, συνταξιδιώτης μου ένα κουτί αλήτικα παπούτσια, αδειανό.

Ασφυκτικά γεμάτο.

Δεν ακούω τη μουσική, δεν ακούω τον αόρατο άνθρωπο που απαγγέλλει, δεν ακούω τη μηχανή, τη θάλασσα, την κίνηση στο δρόμο.

Ακούω μόνο τον χθεσινό θόρυβο, τρεις η ώρα τα ξημερώματα, ένας φαντάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, ταρακούνημα, βίαιο ξύπνημα, μια κατσαρίδα στο ταβάνι, τριγμός του σιδερένιου κρεβατιού.

«Θησέα! Ξύπνα, ρε μαλάκα, ξύπνα, η Σαλώμη!»

«Τι έγινε;»

«Πάει απέναντι, ρε μαλάκα! Έλα, εσύ είσαι ο αξιωματικός…»

Αίφνης, γίνομαι ανυπόμονος, θέλω να τελειώσει κι αυτό, να ξεμπερδεύω, στρίβω πάλι αριστερά, επιστρέφω στον αυτοκινητόδρομο, πιάνω τα εκατόν τριάντα, αν με σταματήσει η αστυνομία, το πολύ πολύ να δείξω τη στρατιωτική μου ταυτότητα, εγώ είμαι ο αξιωματικός, δίπλα μου έχω ένα κουτί αλήτικα παπούτσια, είναι επείγον, έκτακτο, είναι το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου.

Πρέπει να γίνει τώρα, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει καιρός.

«Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας, / –σαράντα χρόνια αναβροχιά– / πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια. / Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι, / χοντρά σαν το ποδάρι άνθρωπου / και φαρμακερά».

Η απαγγελία, η μουσική, το σύρσιμο, η ανάσα της κατσαρίδας, οι φωνές των φαντάρων, ο προβολέας στη σκοπιά, τα δέντρα, το οδόφραγμα.

Η Πράσινη Γραμμή.

«Γιατί την αφήσατε, ρε μαλάκες;»

«Εμείς φταίμε τώρα, ρε Θησέα…; Τι να κάναμε;»

«Να την προλαβαίνατε, διάολε».

«Τώρα…;»

«Πάω».

Και πηγαίνω, είμαι είκοσι χρονών, σε ένα μήνα απολύομαι, έχω ξυπνήσει, είναι τρεις τα χαράματα, βάζω τη φόρμα της παραλλαγής, άρβυλα όλο σκόνη, λυτά κορδόνια, ένα φανελάκι χωρίς μανίκια, ιδρώτας στο στέρνο, υγρασία, ζέστη, σκύβω, περνώ κάτω από την μπάρα του οδοφράγματος, κάνω το σταυρό μου.

«Το νου σου, ρε μαλάκα! Θα σε φάνε!»

Ακούω το νου σου, σαν σε όνειρο, σκέφτομαι Κατερίνα, σκέφτομαι σόλες αλήτικων παπουτσιών, φοράω άρβυλα, μπαίνω στη Νεκρή Ζώνη, δε φοβάμαι, δεν ξέρω γιατί, δε θα με φάνε, όχι απόψε, είναι Αύγουστος, κάπου με περιμένει μια Κατερίνα, μια τεράστια αυλή, ένα πράσινο Fiat.

Δε θα με φάνε.

Όχι εμένα.

«Παναγία μου!»

Ένας πυροβολισμός, φωνές σε μια άλλη γλώσσα, δεν είναι ελληνικά, δεν είναι κυπριακά ελληνικά, δεν είναι αγγλικά, είναι τούρκικα, η Κύπρος είναι το μισό του τίποτα, είναι η μισή οικουμένη, εδώ χωρούν όλοι, εδώ γίνονται όλα, ένας πυροβολισμός, για παράδειγμα, ένας πυροβολισμός μια νύχτα του Αυγούστου του 2002.

Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο / κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο.

Σταματώ το αυτοκίνητο, κατεβαίνω αργά, ανάβω τσιγάρο, το αφήνω να καίει στα χείλη, κάνω το γύρο, ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, παίρνω το κουτί τα αλήτικα παπούτσια, μένω ακίνητος για εφτά δευτερόλεπτα.

Η εκκλησία του Αϊ-Νικόλα, το ακρωτήρι του, φαίνεται ο Κάβο-Γάτα, η ανάσα μιας κατσαρίδας στο κεφάλι, σύρσιμο φιδιού, άμμος, χώμα λευκό και σκόνη το καταμεσήμερο.

Τεντώνω τα χέρια, αστεία περπατησιά, μια πομπή του ενός, το κουτί όμοιο υδρία ή τεφροδόχος, σκεύος εκλογής στο ύψος του στήθους, έχω ιδρώσει, βαδίζω προς την εκκλησία, μπαίνω, αφήνω το κουτί στον πρόναο, ανάβω ένα, δυο, τρία, τέσσερα κεριά, ψιθυρίζω ονόματα, προσκυνώ, βγαίνω, δεν ξεχνώ το κουτί.

Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε / Αγιοβασιλείτες καλογέροι / κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια / κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή / τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.

Είναι ήσυχα τώρα, ακούω τη θάλασσα, βλέπω τη θάλασσα, πλησιάζω ως την άκρη του γιαλού, είμαι στο Κάβο-Γάτα, ακούω ένα καταγάλανο μπλουζ, φοράω αλήτικα παπούτσια, είμαι είκοσι χρονών, έφεδρος ανθυπολοχαγός χωρίς αστέρια, 26 μήνες θητεία, είναι ο εικοστός πέμπτος, Αύγουστος του 2002, τώρα τελευταία σκέφτομαι συνέχεια θανάτους.

Τα τέσσερα κομμένα δάχτυλα σ’ εκείνη την εκπυρσοκρότηση, ένα κομμένο χέρι στο πεδίο βολής, ένας νεκρός λοχίας, ο φαντάρος που σκοτώθηκε μεθυσμένος σε μιαν άδεια, το γκρεμισμένο ελικόπτερο με τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγο Ευάγγελο Φλωράκη ένα μήνα νωρίτερα.

Και λοιπά.

Είχε τα μάτια της Σαλώμης… Τη λέγαμε Σαλώμη τη γάτα στο φυλάκιο, ο Τούρκος σκοπός την είδε να κόβει βόλτες στη Νεκρή Ζώνη, ήταν ο καιρός της μεγάλης στέγνιας, είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια, αιώνες, γενιές στέγνιας, δεν έβρεξε ακόμη, δεν βρέχει εδώ, έχει υγρασία, σκόνη και ζέστη εδώ, και δε βρέχει.

Γονατίζω, αφήνω το κουτί στη θάλασσα, το ανοίγω, βλέπω τα μάτια της Σαλώμης κλειστά, το κλείνω, το αφήνω να φύγει. Σηκώνομαι, τινάζω από τα ρούχα μου τη σκόνη, καινούργιο τσιγάρο, κάνω μεταβολή, πάω στο αυτοκίνητο.

Είμαι είκοσι χρονών, ο Αρσένιος Θησέας, είναι Αύγουστος του 2002, σε ένα μήνα απολύομαι, φεύγω, πάω στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, θα γυρίσω πάλι σε έξι χρόνια, πίσω στο μισό του τίποτα, στο μισό του παντός, θα γίνω υπαρξιακός ντετέκτιβ, το ξέρω ή το υποψιάζομαι, μπαίνω στο αμάξι, βάζω μπροστά, πατάω γκάζι, σφίγγω το τιμόνι και φεύγω.

Η θέση του συνοδηγού είναι άδεια.

«Γραμμή! / Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες / παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα / το αίμα το φαρμακερό των ερπετών. / Αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι». / «Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.

[Οι στίχοι είναι από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Οι Γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα».]

Ο Κυριάκος Μαργαρίτης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1982. Έχει γράψει βιβλία για παιδιά, διηγήματα και μυθιστορήματα. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στην Αθήνα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.