«Το πράσινο τετράδιο» της Ελένης Χωρεάνθη
Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το μυστηριώδες «πράσινο τετράδιο». Η μητέρα είχε πάντα κλειδωμένο το συγκεκριμένο συρτάρι. Προφανώς, εκείνη την ημέρα το είχε ξεχάσει. Ή μήπως το άφησε ανοιχτό επίτηδες και όλα όσα ακολούθησαν ήταν μια καλοστημένη σκευωρία από μέρους της προκειμένου να βρω εκεί τις απαντήσεις σε απορίες που μπορεί να είχα σχετικά με τη σχέση των γονιών μου; Λέω τώρα… Πάντως είναι κι αυτό μια πιθανότητα.
Πάντα είχα την περιέργεια να μάθω τι έγραφε η μητέρα μου τις ατελείωτες νύχτες που ξαγρυπνούσε όταν ο πατέρας αργούσε να κατεβεί από τη σοφίτα όπου είχε το γραφείο του και διεκπεραίωνε από εκεί με την ησυχία του όλες τις υποθέσεις των επαγγελματικών του συναλλαγών κι εκείνη ξενυχτούσε μπροστά στον υπολογιστή χτυπώντας τα πλήκτρα κλεισμένη στο δικό της γραφείο. Αλλά δεν τόλμησα ποτέ να παραβιάσω τον κώδικα της καλής συμπεριφοράς. Περιοριζόμουν στην αναμονή και περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία να μπω κρυφά στο αρχείο της και στον πειρασμό να σπάσω τον κωδικό της. Ε, όσο γι’ αυτό, είχα γίνει άσος στην πληροφορική.
Ωστόσο, δε χρειάστηκε να φτάσω ίσαμε το έσχατο σημείο της διαφθοράς. Η ίδια, άθελά της, με έσωσε κι από αυτό το ολίσθημα, όπως κι από ένα σωρό άλλα στην παιδική και την εφηβική μου ηλικία. Λίγο προτού αποπειραθώ να προβώ στην κολάσιμη πράξη, μια μέρα μού τηλεφώνησε από τη δουλειά της να της δώσω τηλεφωνικώς κάποια στοιχεία από τον υπηρεσιακό της φάκελο. Τα χρειαζόταν, είπε, επειγόντως.
«Αντρέ μου», έτσι με αποκαλούσε χαϊδευτικά όταν ήθελε να της κάνω κάποια χάρη, «πήγαινε στο γραφείο μου, άνοιξε το πρώτο συρτάρι κάτω από τον υπολογιστή, βρες έναν κόκκινο φάκελο που γράφει…» μου έδωσε τα στοιχεία του φακέλου.
Εκείνη την ημέρα ήμουν αδιάθετος και έμεινα ολομόναχος κλεισμένος στο σπίτι, χωρίς την αδελφή μου να με τσιγκλάει και να μη με αφήνει σε ησυχία. Είχα όλο τον καιρό και το χώρο στη διάθεσή μου και λογάριαζα να ασχοληθώ με τα προσωπικά μου. Ήθελα, προτού φύγω για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες που υπήρχαν στις σχέσεις μου με το περιβάλλον, οικογενειακό και φιλικό, και να ιεραρχήσω τις προτεραιότητές μου.
Είχα βαλθεί να συμμαζεύω «τα υπάρχοντά μου» και να τακτοποιώ τα πράγματά μου, μια διόλου ευχάριστη για μένα απασχόληση. Πάνω στην ώρα που είχα αρχίσει να πλήττω, αφόρητα μπερδεμένος ανάμεσα σε κουτιά με βιβλία, στοίβες ρούχων που περίμεναν για πακετάρισμα και άλλα μικροαντικείμενα που έπρεπε να πάρω μαζί μου, χτύπησε το ασύρματο τηλέφωνο. Τα παράτησα όλα στη μέση του δωματίου κι έσπευσα να εξυπηρετήσω την αξιαγάπητη μητέρα μου.
Έκανα όπως μου είπε, βρήκα τα στοιχεία που ζητούσε και της τα έδωσα από τηλεφώνου. Όταν πήγα να βάλω το φάκελο στη θέση του, έπεσε το μάτι μου τυχαία σ’ ένα πράσινο τετράδιο σχολείου. Με ξάφνιασε αλλά το παραμέρισα όπως και πολλά άλλα χαρτιά. Ύστερα άρχισα να τακτοποιώ τα χαρτιά του συρταριού που τα είχα κάνει μπάχαλο. Έτσι τουλάχιστον δικαιολόγησα την ενέργειά μου για να είμαι και εντάξει με τη συνείδησή μου. Έβαλα και το τετράδιο στη θέση του και ήμουν έτοιμος να κλείσω το συρτάρι.
Άξαφνα μου ήρθε μια φαεινή ιδέα που ανέστειλε όλες μου τις αρχές: να ανοίξω το πράσινο τετράδιο.
«Για να δούμε, τι έκανες στα μαθητικά σου χρόνια, κυρία μαμά, και το παίζεις τώρα σ’ εμάς αυστηρή», μουρμούρισα χαριτολογώντας κι ας αισθανόμουν σαν κλέφτης που παραβιάζει χρηματοκιβώτιο εκκλησίας.
Πήρα το «πράσινο τετράδιο» στα χέρια μου, το χάιδεψα, γέλασα διαβάζοντας τον τίτλο στην ετικέτα, Αναμνήσεις από τη μαθητική ζωή, το άνοιξα και το ξεφύλλισα στα πεταχτά χαζεύοντας τα ωραία καλλιγραφικά γράμματα του χειρογράφου. Τη στιγμή, όμως, που ήμουν έτοιμος να το κλείσω, έπιασε το μάτι μου μια φράση με πλάγια γράμματα στην από μέσα λευκή σελίδα: Μια ζωή ανατροπές. Αυτός ήταν ο πραγματικός τίτλος του χειρόγραφου ημερολογίου της μητέρας μου, μια φράση-κλειδί, που λειτούργησε αυτομάτως σαν πειρασμός.
«Μια ζωή ανατροπές. Ώστε, έτσι, κυρία Ζωή! Ζεις και στον δικό σου χώρο και χρόνο… Σε τσακώσαμε!» μονολόγησα θριαμβευτικά.
Εκείνη τη στιγμή νόμισα πως είχα κυριέψει ένα απόρθητο κάστρο. Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα της περιέργειάς μου. Βεβαιώθηκα πως το τετράδιο που παραβίαζα περιείχε τα στοιχεία που ζητούσα. Φυσικά, πού να φανταζόταν η καημένη πως ο άψογος σε όλα γιος της, το καμάρι της, θα ήταν ικανός να παραβεί τους κανόνες του οικογενειακού δικαίου και να τολμήσει να παραβιάσει τα προσωπικά της δεδομένα!
Χωρίς δεύτερη σκέψη, έχωσα το τετράδιο στον κόρφο μου, έτρεξα στο γειτονικό κατάστημα και φωτοτύπησα όλο το περιεχόμενο του μυστηριώδους χειρόγραφου τεκμηρίου. Γύρισα στο σπίτι, τακτοποίησα το «πράσινο τετράδιο» στη θέση του και βγήκα από το γραφείο της μάνας μου σαν ιερόσυλος διαρρήκτης, όχι σαν ένας απλός, συνηθισμένος κλέφτης.
Κι όμως, την έκανα τη λαδιά. Η επόμενη κίνηση ήταν να κρύψω το αντίγραφο σ’ ένα χαρτοκιβώτιο κάτω από τα βιβλία μου για να μην πέσει στα χέρια της μητέρας ώσπου να φύγω. Ευτυχώς θα έφευγα σύντομα και δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθώ κι εγώ μπροστά σε ανεπιθύμητες ανατροπές.