fbpx
«Ιδρυτικοί μύθοι» του Μιχάλη Μοδινού

«Ιδρυτικοί μύθοι» του Μιχάλη Μοδινού

Ανέκαθεν αναρωτιόμουν γιατί ως λαός ηρωοποιήσαμε τον Θησέα και όχι τον Προκρούστη. Σήμερα με απασχολεί το γιατί αναθέσαμε την επαχθή δουλειά της προκρούστειας κλίνης σε άλλους.

Αλλά κανένας λαός δεν επιβιώνει των ιδρυτικών του μύθων. Κατά τις τρεις το πρωί σταμάτησα στο πρώτο πάρκινγκ που βρήκα μπροστά μου, έξω από τη Σούρπη. Έγειρα το κάθισμα κι αποκοιμήθηκα σαν μολύβι. Είδα λοιπόν ένα όνειρο, ολοκληρωμένο, με αφηγηματική επάρκεια και σαφή δομή, με αρχή μέση και τέλος – κάτι εξαιρετικά σπάνιο, για μένα τουλάχιστον. Ήταν ένα όνειρο ουδέτερο σαν να μην ήμουν ο άμεσα εμπλεκόμενος ή ο πρωταγωνιστής, παρά μόνο ο αντικειμενικός αφηγητής, αν και ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για μένα και τον Ορέστη που διασχίζαμε την κατεστραμμένη χώρα με τα πόδια, βαδίζοντας βόρεια. Ο γιος μου ήταν ακόμη μικρός, ας πούμε εννιάχρονος, και ήταν φθινόπωρο κι έκανε κρύο τις νύχτες στα ορεινά περάσματα και οι ανάσες μας πάγωναν στο αγιάζι σαν λεζάντες σε κόμικς και σπρώχναμε ένα ξύλινο καρότσι με μπρούτζινες χειρολαβές που περιείχε όλα τα υπάρχοντά μας, μέσα από βουνά και λαγκάδια δίχως όνομα, ανάμεσα σε ανθρώπινα τεχνήματα εγκαταλειμμένα στην αδηφαγία μιας αφύσικης φύσης και σε πράγματα που τ’ όνομά τους το κατάπινε η εντροπία της λήθης. Ο Ορέστης κρατούσε σφιχτά τον αγκώνα μου ενώ, άπλυτοι και αποστεωμένοι και τυλιγμένοι στις σχισμένες μας κουβέρτες, διασχίζαμε γκριζωπά, καμένα τοπία, με τα φυλλοβόλα ολόγυμνα κι αποσκελετωμένα, με αραιές νιφάδες να στροβιλίζονται αβέβαια, με χαράδρες να χάσκουν κάτω από τα πόδια μας και χειμάρρους να κοχλάζουν όπως στα υπόγεια της Κόλασης. Η συντέλεια του κόσμου είχε συμβεί και ήξερα ότι η πορεία μας είχε κάτι κοινό με την ιστορία του Δευκαλίωνα – θα θυμάστε, του γιου του Προμηθέα και βασιλιά της Θεσσαλίας, του μόνου επιβιώσαντος του μυθικού κατακλυσμού που ο Δίας επιφύλαξε για το διεφθαρμένο γένος των ανθρώπων. Του Δευκαλίωνα, που προσάραξε με την κιβωτό του στην κορυφή της Αίτνας ή, κατά άλλη εκδοχή, του Παρνασσού ή ίσως του Άθω και πετώντας μαζί με τη σύζυγό του Πύρρα πέτρες πίσω από την πλάτη του αναγέννησε τους ανθρώπους, πρώτος των οποίων ήταν ο Έλληνας, ο γενάρχης μας.

 

Ακολουθούσαμε λοιπόν, λέει, τη χάραξη της ξεκοιλιασμένης εδώ κι εκεί σιδηροδρομικής γραμμής του Τρικούπη και μιλούσαμε ελάχιστα γιατί κρυβόμασταν από τις άγριες φυλές που είχαν εποικήσει τα βουνά. Βαδίζαμε με τελικό προορισμό ένα μεγάλο παγωμένο ποτάμι της Βόρειας Ευρώπης, όπως μας είχε συμβουλέψει ο χρησμός της μεγάλης ιέρειας, τότε που είχαμε επισκεφθεί την Κασταλία Πηγή πίσω στα χρόνια εκείνα προ της καταστροφής. Όταν συναντούσαμε το ποτάμι θα κατευθυνόμασταν προς τα κατάντη βαδίζοντας πάνω στην παγωμένη του επιφάνεια και θα φτάναμε κάποτε στο Δέλτα και στη Μαύρη Θάλασσα –όπως κάποτε έκαναν από άλλο, θαλάσσιο δρόμο, ο Ιάσονας και οι Αργοναύτες του– και όπου μας περίμενε η κιβωτός της σωτηρίας.

Όλα γύρω μας ήταν κατεστραμμένα. Στάχτη είχε επικαθήσει στα νεκρά φύλλα και στις παλιές μεταλλικές γέφυρες της ΜΟΜΑ απ’ όπου ξεπηδούσαν σκουριασμένα σίδερα, και στα γερμανικά πολυβολεία από τα χρόνια του πολέμου, ενώ οι κορμοί των νεκρών δέντρων ανέβαιναν ψηλά σαν ικεσία ή, όπως παρατήρησε κάποια στιγμή ο μικρός, σαν θαυμαστικά. Δεν ακούγονταν κελαηδίσματα πουλιών, δεν υπήρχε ζωή, εκτός από καμιά σαύρα ή κάνα σκουλήκι. Κάθε τόσο ο Ορέστης με ρωτούσε πού είναι η μαμά και πότε θα έρθει να μας βρει, και μετά αναρωτιόταν πότε θα συναντούσαμε παιδάκια για να παίξει, αλλά εγώ δεν μπορούσα να απαντήσω γιατί τα παιδιά ήταν αποκλεισμένα από το όνειρο και γιατί η προδοσία της Ηρώς ήταν απαγορευμένο θέμα αλλά και γιατί η φωνή δεν έβγαινε τέτοιες ώρες από το λαρύγγι μου, παγιδευμένη από το βρόχο του τρόμου. Έπειτα έπαψε να ρωτάει. Τις νύχτες κρυβόμασταν σε κουφάλες δέντρων και σ’ ερειπωμένες αποθήκες και σε εγκαταλειμμένες αγροικίες με τα ανοίγματα να χάσκουν, κι από ένα σημείο και μετά δεν ανάβαμε φωτιά για το φόβο των ανθρωποφάγων και ζέσταινα στις παλάμες μου τις τελευταίες παγωμένες κονσέρβες με σούπα μπιζέλια και κορν μπιφ και μασουλούσαμε βαλανίδια και χαρούπια σαν τα αγριογούρουνα και χωνόμασταν στο διπλό λασπωμένο σλίπινγκ μπαγκ και νανούριζα το γιο μου με αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα που η ανθρωπότητα ήταν ακόμη νεαρή και είχε μύθους και ήρωες και ιστορίες που οι ιερείς και οι σαμάνοι αφηγούνταν τα βράδια δίπλα στη φωτιά, και είχε όνειρα κι ελπίδες και οι άνθρωποι ταξίδευαν για ν’ ανακαλύψουν τόπους και λαούς και να ζήσουν περιπέτειες που θα ‘χαν μετά να αφηγηθούν στα παιδιά και τα εγγόνια τους και στα άλλα μέλη της φυλής τους. «Όπως κι εμείς, μπαμπά;» ρώτησε ένα βράδυ ο μικρός στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου σιδηροδρομικού σταθμού όπου αχνοφαινόταν ακόμη η επιγραφή ΟΙΝΟΗ. «Ναι, αγόρι μου, όπως κι εμείς. Και όπως εκείνος ο Χάκλμπερι Φιν που διαβάζαμε στο κρεβάτι τον περασμένο χειμώνα». «Είναι μακριά το μεγάλο παγωμένο ποτάμι, μπαμπά;» ρώτησε ξανά ο Ορέστης. «Τόσο μακριά όσο χρειάζεται για να κάνει το ταξίδι μας περιπέτεια», απάντησα. «Τόσο μακριά όσο το τέλος της Γης, γιε μου».

Όταν μας επιτέθηκαν οι Άγριοι ήταν νωρίς το πρωί και οι σκιές της νύχτας αποτραβιούνταν στον Κάτω Κόσμο και ο Πάνω Κόσμος είχε αρχίσει να ανακτά τα χρώματά του. Τους περίμενα άγρυπνος όλη νύχτα. Το ήξερα πως θα κατέφθαναν από διάφορα ίχνη πάνω στο βουνό κι από τις ανταύγειες στην απέναντι πλαγιά κι από τους απόηχους ανατριχιαστικών παιάνων που έφερνε ο άνεμος. Τους παρακολουθούσα με τα κιάλια μου από το Ναυτικό, ήξερα για τις τελετές τους και για την ανθρωποφαγία και για τους χορούς τους γύρω από τη φωτιά. Ήξερα εδώ και μέρες πως μας ακολουθούσαν αυτοί οι άθλιοι, το ήξερα γιατί ήμουν πατέρας και είχα το γιο μου να προστατεύσω, και ήξερα πολύ καλά τι θα έκανα και, όταν διέκρινα τις σκιές τους να έρπουν κάτω στη ρεματιά, όπλισα το καλάσνικοφ κι άρχισα να πυροβολώ όρθιος, σαν τρελός, τρομαγμένος από το ίδιο μου το μίσος για τους κανίβαλους και από τη δίψα μου για ανθρώπινο αίμα, και από την πείνα μου για ανθρώπινη σάρκα, και ούρλιαζα στον μικρό να χωθεί στο σλίπινγκ μπαγκ του μέχρι που άδειασε ο γεμιστήρας και τα πτώματα κείτονταν στα χαλίκια, στην όχθη της νεροσυρμής, άδεια σακιά που κάποτε ήταν ευλογημένα με το δώρο της ζωής αλλά δεν ήξεραν πώς να το χρησιμοποιήσουν.

Ο Ορέστης στεκόταν δίπλα μου και με κοιτούσε με διεσταλμένα μάτια. Έτρεμα σύγκορμος. Γλίστρησε την παλάμη του στην τσέπη του στρατιωτικού μπουφάν μου. Τον αγκάλιασα με το ελεύθερο χέρι μου. «Δε θα μας ξαναενοχλήσουν», του είπα και κάθισα αποκαμωμένος στις σταχτοκίτρινες πευκοβελόνες. «Κι έχουμε άλλους δυο γεμιστήρες. Θα φτάσουμε ανενόχλητοι στο μεγάλο παγωμένο ποτάμι, γιε μου. Δούναβη το λένε», είπα, και αίφνης ο κόσμος ανέκτησε τα ονόματά του – η Παύλιανη κι η Γκιώνα, ο Μπράλος κι ο Γοργοπόταμος, ο Σπερχειός και η Οίτη, ο Τυμφρηστός κι η Μενδενίτσα.

«Μπαμπά, έχεις ένα βέλος στα πλευρά σου», είπε αίφνης ο Ορέστης και γονάτισε δίπλα μου με τη φρίκη στα μάτια, το χέρι του γεμάτο αίματα. «Βέλος», είπα αποσβολωμένος, «βέλος. Μην ανησυχείς, αγόρι μου. Να που το παρελθόν υπάρχει».

Πετάγομαι από τον ήχο του κινητού. The Beginning of the End – τι ν’ απέγιναν αυτές οι ψυχές; Funky Nassau. Σημαδιακή επιλογή από αθώες εποχές. Ψηλαφώ το πλευρό μου που πονά έντονα. Μπα, τίποτα, το χειρόφρενο είναι.

Αδημοσίευτο απόσπασμα από εν εξελίξει μυθιστόρημα με τίτλο «Τελευταία Έξοδος –Στυμφαλία».

O περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συ­ν­εργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε εκδότης της Νέας Οικολογίας και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος. Στο δο­κιμιακό και ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς, Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο, Τοπογραφίες και Η αρ­χαιολογία της ανάπτυξης. Από το 2005 στράφηκε οριστικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του Χρυ­σή Ακτή, 2005, Ο Μεγάλος Αμπάι,2007, Επιστροφή, 2009, (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) και Σχεδία, 2011, (υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο). 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.