fbpx
«Το μονοπάτι στο ύψωμα» του Mario Benedetti

«Το μονοπάτι στο ύψωμα» του Mario Benedetti

μετάφραση: Σοφία Δημοπούλου

Αν είχα πατέρα και μάνα, όλα θα ήταν αλλιώς. Αλλά η φαμίλια μου ήταν μια γιαγιά-μητέρα, και μια γιαγιά-μητέρα δεν φτουράει σε τίποτα. Εξάλλου, σε τούτη της έλειπαν σχεδόν όλα τα δόντια και πάντα, όταν μιλούσε, πίστευες πως και το τελευταίο ήταν έτοιμο να πέσει. Είναι πιθανό η δυσαρέσκειά της με μένα να είχε ξεκινήσει απ’ αυτό εδώ. Εκείνη καταλάβαινε πόσο άσχημη εντύπωση μου έκαναν τα ούλα της, γυμνά και τρεμάμενα. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το εμποδίσω, όπως κι εκείνη δεν μπορούσε να εμποδίσει τη δυσαρέσκεια.

Ωστόσο, σε ένα τέτοιο χωριό σαν κι αυτό, όπου ποτέ δεν ενδημούσε υπερβολική ηθικότητα, αποτελούσαμε ένα διώνυμο γιαγιάς-εγγονού τόσο υποδειγματικό, που οι μητέρες το δίδασκαν στα παιδιά τους και στις δικές τους μανάδες για να παρακινήσουν ετούτα κι εκείνες στην αμοιβαία κατανόηση.

Ήταν στ’ αλήθεια συγκινητικό να μας βλέπει κανείς να βγαίνουμε το απόγευμα, τη γιαγιά μου κι εμένα, χέρι χέρι, χαμογελαστούς και χαριτωμένους, σταματώντας στην πλατεία για να χαιρετίσουμε τον τσαγκάρη την ώρα που μιλούσε για φονικά όσο επιδιόρθωνε, κι επίσης στο φαρμακείο, για να μου γεμίσει ο φαρμακοποιός τη δεξιά τσέπη με καραμέλες μελιού ή μέντας. Ήταν συγκινητικό να ακούει κανείς τη γιαγιά να με ρωτάει αν ήθελα να ανέβω για μια βόλτα στο μοναδικό λεωφορείο της περιοχής, για να μου προσφέρει έτσι την ευχαρίστηση να θαυμάσω την κατσίκα που πάντα στεκόταν, βαριεστημένη και νυσταλέα, λίγο πριν την τελευταία στροφή. Και ήταν συγκινητικό να με ακούει κανείς να λέω πως όχι, πως σήμερα δεν ήθελα, όταν στην πραγματικότητα όλοι ήξεραν πως εγώ θυσιαζόμουν για να γλιτώσει εκείνη τα δέκα σεντς.

Τότε η γιαγιά χαμογελούσε με κατανόηση· με κατανόηση και δίχως οδοντοστοιχία και με προσκαλούσε να πάμε μέχρι το μονοπάτι στο ύψωμα. Σ’ αυτό δεν έλεγα όχι γιατί, καθώς δεν κόστιζε χρήματα, η θυσία θα φαινόταν γελοία και ακόμα διότι το μονοπάτι στο ύψωμα ήταν για μένα από τότε η καλύτερη εμπειρία.

Το μονοπάτι στο ύψωμα βρισκόταν κοντά στο μύλο. Θυμάμαι πως το όριζαν κατακόκκινα τούβλα και πως στεκόταν σχεδόν δυο μέτρα ψηλά, πάνω από το λασπόδρομο. Όταν ο καιρός δίχως βροχή μάκραινε πάρα πολύ, ο λασπόδρομος γινόταν τότε χωματόδρομος και η γιαγιά μου δεν ήθελε να με φέρνει, γιατί η σκόνη έμπαινε στ’ αυτιά της. Εμένα μου έμπαινε στα ρουθούνια, αλλά αυτό εγώ το διευθετούσα με κάνα δυο φτερνίσματα.

Ακόμα και σήμερα δεν πολυκαταλαβαίνω την έλξη που μου ασκούσε, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, εκείνο το μονοπάτι. Θυμάμαι πως εκεί κάτω, μέσα στη λάσπη, τέσσερα πέντε αγόρια μάθαιναν να μην έχουν έλεος εκτοξεύοντας ό,τι τύχαινε στο χέρι, είτε κάποιο μαδέρι από χαλάσματα είτε κάποιο τσέρκι από βαρέλι. Κάποια στιγμή, η πτήση ενός από αυτά ανακόπηκε από τον κότσο της γιαγιάς μου και, αφού ταλαντεύτηκε για λίγο, αποφάσισε να πέσει από πάνω της και να μείνει ταπεινωμένο στα πόδια της, αφού έκανε γύρω της μια σειρά από γρήγορες και γουργουριστές περιστροφές. Εγώ γέλασα αμέσως μόλις συνήλθα από την έκπληξη και τα παιδιά από κάτω γελούσαν κι εκείνα και για λίγο έπαψαν να τσακώνονται.

Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η γιαγιά τιμωρούσε εμένα για τη σκανταλιά των άλλων κι εγώ έμενα χωρίς μονοπάτι για δυο μέρες. Κάποια φορά ξανάγινε το ίδιο. Τότε ήταν που καθιέρωσα επίσημα τους εσωτερικούς μου μονολόγους. Ήδη και πριν από αυτό διαλογιζόμουν, αλλά μόνο ερασιτεχνικά. Συχνά συλλογιζόμουν πάνω στο προνόμιο της ορφάνιας μου και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που μου έδινε η εκμετάλλευσή του. Δεν το είχα επιλέξει εγώ, ήταν ξεκάθαρο, αλλά ούτε το αντιλαμβανόμουν στην ολότητά του. Ωστόσο, όταν αποφάσισα να διαλογιστώ στα σοβαρά, έπρεπε να διαλέξω ένα θέμα με ουσία και με επαρκές υλικό με αμφισβητήσεις για να γεμίζω έτσι τις ώρες δίχως μονοπάτι.

Έτσι λοιπόν, όταν τέλειωνε ο στοχασμός μου πάνω σε ένα ελεύθερο θέμα (τις μύγες, το γόνατό μου, την κόρνα), καθόμουν μπροστά από το κοτέτσι για να φάω παξιμάδι και να σκεφτώ για το θάνατο. Αυτό ναι, ήταν ένα θέμα, τόσο σπουδαίο που δεν άλλαζε στα επιμέρους συστατικά του, τόσο δυνατό που πάντα με χλόμιαζε. Έκλεινα τα μάτια. Η μέρα έκλεινε κι αυτή τα δικά της και το κοτέτσι ηρεμούσε. Τότε μπορούσα να στοχαστώ. Αφού το θέμα ήταν ο θάνατος, ήταν απαραίτητο, πριν απ’ όλα, να καταφέρω να τον οραματιστώ. Για να τον οραματιστώ, δεν υπήρχε κάτι καλύτερο, πέρα από το να μη σκέφτομαι τίποτα. Δίχως να σκέφτομαι τίποτα, θα κατάφερνα να μην υπάρχω, πράγμα που ήταν ο θάνατος. Ήταν ολοφάνερο. Έτσι τουλάχιστον πίστευα. Όταν όμως μου φαινόταν να έχω πετύχει το απόλυτο κενό, την ολοκληρωτική εξαφάνιση του εγώ μου, ανακάλυπτα εντέλει πως σκεφτόμουν να μην σκέφτομαι. Και ακόμα κι αν το «τίποτα» ήταν η μοναδική μου σκέψη, για τούτο μονάχα έφτανα να είμαι «το παν». Ασφαλώς και αυτό είναι με μοναδικό τρόπο η κατά προσέγγιση μετάφραση εκείνου του είδους παιδικής διαλέκτου στην οποία τότε με οδηγούσαν οι αισθήσεις μου. Αλλά στην ουσία, δεν απείχε πολύ από αυτό.

Ήταν μετά τον ένατο ή τον δέκατο διαλογισμό που μου στέριωσε η πεποίθηση για δύο πράγματα πολύ σημαντικά. Το πρώτο, πως ο θάνατος δεν ήταν δυνατό να υπάρξει ως κάτι ολοκληρωτικό και απόλυτο. Το δεύτερο, πως ο μοναδικός τρόπος να το μάθεις είναι να πεθάνεις. Στην πραγματικότητα, σκεφτόμουν πως ήταν ένας φαύλος κύκλος διότι, αν πέθαινα κι έπειτα κατέληγα να μην είμαι Τίποτα, λίγο με ένοιαζε να χάσω τον εαυτό μου και να μην υπάρχω, από την άλλη, σε περίπτωση που το μετάνιωνα, τότε ναι, θα ήμουν Κάτι, όχι μόνο θα τα είχα καταφέρει, αλλά και θα μάθαινα. Κι ετούτο είχε για μένα μεγαλύτερο αποτέλεσμα απ’ όλα τα άλλα επιχειρήματα. Θα μάθαινα. Ήμουν περισσότερο περίεργος από δειλός. Γι’ αυτό, αποφάσισα να πεθάνω σύντομα.

Ένα βράδυ η γιαγιά μου με φίλησε με το συνηθισμένο σιελώδη τρόπο της κι αφού εγώ φέρθηκα καλά και δεν σκούπισα το φιλί με το μανίκι, μου ανακοίνωσε πως το επόμενο πρωινό θα πηγαίναμε ξανά στο μονοπάτι στο ύψωμα. Είχα αποφασίσει να πεθάνω και μια βόλτα περισσότερη ή λιγότερη ήταν κάτι το ελάχιστο για να συγκινηθεί κάποιος που επρόκειτο να επιχειρήσει το μακρύτερο –ή το πιο σύντομο, σε λίγο θα φαινόταν– απ’ όλα τα ταξίδια. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απ’ το νου πως δεν θα ‘ταν κακό να επωφεληθώ από το μονοπάτι. Στο κάτω κάτω, ήταν αυτό που μου άρεσε περισσότερο, ακόμα πιο πολύ και από έναν δίσκο που ανήκε στον πατέρα μου και στον οποίο γρατζουνούσε η βαρκαρόλα του Όφενμπαχ, ακόμα πιο πολύ κι από ένα κουτί με μολυβένια άχρωμα στρατιωτάκια που τα είχα παρατάξει στην κουζίνα και των οποίων η μονοτονία με είχε κάνει εντέλει αντιμιλιταριστή.

Την άλλη μέρα ξύπνησα νωρίς. Κοίταξα τα πάντα δίχως μελαγχολία. Ένας πειραματικός θάνατος δεν ήταν για να κλαις ούτε για να απελπίζεσαι. Πριν να φύγω, μου ήρθε το κέφι να γράψω έκθεση με θέμα «η γιαγιά».

Βγήκαμε στις δέκα. Υπέμεινα υπομονετικά την επίσκεψη στον τσαγκάρη και από πάνω μασούλισα μια καραμέλα από τις συνηθισμένες του φαρμακοποιού. Έτσι που ο καλός άνθρωπος θα παρακινιόταν μετά να πει: «Να σκεφτείτε πως ο φτωχούλης έφυγε σήμερα μασουλώντας ένα από τα γλυκίσματά μου!».

Το μονοπάτι στο ύψωμα ήταν πιο γοητευτικό απ’ ό,τι συνήθως. Καθώς είχε βρέξει το προηγούμενο βράδυ, η λάσπη ήταν φρέσκια και τα τούβλα ζωηρόχρωμα. Τα αγόρια, όπως πάντα, έπαιζαν από κάτω την αιώνια μάχη τους. Ένα τσέρκι από βαρέλι έκοψε τον αέρα και παρόλο που ταρακούνησε τον κότσο της γιαγιάς μου, έπεσε πολύ μακριά από εμάς.

Χωρίς εγώ να της το έχω ζητήσει, εκείνη ελευθέρωσε το χέρι μου. Έκανα μερικά βήματα δοκιμαστικά. Κοίταξα προς τα κάτω και με παραξένεψε που δεν ένιωσα ναυτία. Ύστερα από μερικές εξονυχιστικές ματιές, διάλεξα την πέτρα που πάνω της σκεφτόμουν να πέσω με το κεφάλι.

Η γιαγιά στεκόταν μουρμουρίζοντας κι εγώ δεν ξέρω τι είδους προειδοποίηση, όταν, προσποιούμενος πως παραπάτησα, έπεσα κάτω. Μια αλληλουχία από εικόνες μαστίγωσε τα μάτια μου κι έπειτα ένιωσα έναν τρομερά έντονο πόνο.

Όπως ήταν φυσικό, κατέληξα με ένα σπασμένο πόδι και μια γρατζουνιά στο γόνατο, μα αυτό ήταν όλο. Αλλά εκείνη τη στιγμή, εγώ πίστευα πως είχα πεθάνει. Πως ο θάνατος ήταν κάτι. Και πως αυτό το Κάτι ήταν τρομακτικό. Και από το μονοπάτι εκεί ψηλά μέχρι εκείνον τον επώδυνο και λασπώδη θάνατό μου, η οργή της γιαγιάς ξεσπούσε με σφαλιάρες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.