«Τον τρέμω» της Σταυρούλας Τσούπρου
Το κατάλαβε ότι είχε έρθει από το λίγωμα στο πίσω μέρος του στέρνου και ταυτόχρονα σχεδόν από το μούδιασμα και τον κρύο ιδρώτα στα άκρα. Τα υπόλοιπα συμπτώματα ακολούθησαν με την συνηθισμένη σειρά: θόλωμα της σκέψης, σφίξιμο στο στομάχι, τρέμουλο, ξηρότητα στην στοματική κοιλότητα. Ήταν παρών. Η δαμόκλειος σπάθη είχε πέσει από την θέση της, τιμωρός.
Ποια ήταν η αφορμή αυτήν την φορά; Οποιαδήποτε. Δεν είχε πια μεγάλη σημασία, μιας και οι ουσιαστικές, χρονικές, κυρίως, διαφορές μεταξύ παλαιών και καινούργιων αφορμών είχαν ελαχιστοποιηθεί. Κάποτε, της έπαιρνε λιγότερο χρόνο να ξεπεράσει μια ήδη γνώριμη αφορμή πανικού – μπορούσε να εμπιστευτεί κάποιους μηχανισμούς, κάποια σίγουρα βήματα προς την γαλήνη. Αλλά από καιρό, οι σιγουριές ήταν παρελθόν. Παλιές ή καινούργιες αιτίες – αφορμές την έφερναν στο όριο της απελπισίας άμεσα σχεδόν, χωρίς χρονοτριβές. Και εκεί παράδερνε ανήμπορη, έρμαιό του, φλοίδα ύπαρξης, κουβάρι κλωστές, με μια ακατανίκητη επιθυμία να την παρασύρει ο άνεμος, να την γκρεμίσει, να την διαλύσει – για να σταματήσει να την τυραννάει πια αυτός ο ανελέητος Φόβος, αυτός ο Φόβος τού Φόβου, αυτός ο Πανικός, αυτή η παράλυση.
Σε μια από τις πρόσφατες αναλαμπές ηρεμίας είχε σκεφθεί πως θα ήταν ευεργετικό, μια σανίδα σωτηρίας, αν σε στρατηγικά σημεία γύρω της (όχι μέσα της – πώς να έχει εμπιστοσύνη στο μυαλό της;) τοποθετούσε κάποια αγκυροβόλια: μια κάρτα που κάποιος της έστειλε με λόγια ενθαρρυντικά, ένα βιβλίο που αγαπούσε και την εξέφραζε, τον αριθμό ενός τηλεφώνου όπου πιθανότατα θα την υποδεχόταν μια ζεστή φωνή. Γιατί εκεί βρισκόταν ίσως το κλειδί: στους άλλους. Να θυμηθεί, την επικίνδυνη στιγμή, ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι ή κάποια πράγματα με τα οποία περνάει όμορφα και τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν κι όταν λυσσομανάει η θύελλα στο μυαλό και στο σώμα της. Το αγκυροβόλιο θα είναι η απόδειξη ότι την περιμένουν, ότι δεν είναι μόνη, ότι ο υπόλοιπος κόσμος μένει ανεπηρέαστος από τις κρίσεις του πανικού της.
Ακόμα, αφού παιδιά δεν είχε για να την κρατούν στην ζωή (και ποιος της εγγυάται ότι και αυτά θα μπορούσαν;), θα ήταν ίσως χρήσιμο να τοποθετήσει σε εμφανές σημείο τα πνευματικά της παιδιά, τα βιβλία της, το αποτύπωμά της στο χάρτινο σύμπαν – αν και αυτό, τις δύσκολες στιγμές, απαξιωνόταν πολύ εύκολα. Πιο αποτελεσματικές μπορεί να αποδεικνύονταν οι φωτογραφίες των πολύ λίγων αλλά και πολύ αγαπημένων της ανθρώπων. Θα της μιλούσαν μέσα από τα κάδρα τους, θα την τραβούσαν έξω από την θολούρα της, από το μαύρο σύννεφό της.
Γιατί έπρεπε να την τραβήξει κάτι έξω από εκεί.
Γιατί όλο και λιγότερο τα κατάφερνε μόνη της.
Γιατί όλο και αυξανόταν ο χρόνος της επαναφοράς.
Γιατί όλο και αδυνάτιζε η ψυχή της.
Γιατί όλο και πιο συχνά αναρωτιόταν αν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια την επόμενη φορά.
Γιατί όλο και πιο πολύ τον έτρεμε τον Φόβο που θα ερχόταν. Που θα ερχόταν σίγουρα, όσο καλά κι αν οχυρωνόταν εκείνη, όσο χρόνο και σκέψη και αν επένδυε στην απώθησή του.
Ο Φόβος του Φόβου, που δεν χρειαζόταν πια αφορμές ούτε αιτίες. Δεν χρειαζόταν κερκόπορτες και αφύλακτες διαβάσεις. Τα τείχη είχαν πέσει προ πολλού. Η πόλη είχε παραδοθεί.