«Η ιστορία ενός σκύλου» του Mark Twain
μετάφραση: Belica-Antonia Kubareli
Ο πατέρας μου ήταν ράτσας Αγίου Βερνάρδου και η μητέρα μου κόλεϊ, αλλά εγώ είμαι πρεσβυτεριανός. Αυτό μου είπε η μάνα μου – εγώ δεν τις ξέρω αυτές τις διαφοροποιήσεις. Για μένα είναι μόνο ωραίες λέξεις δίχως νόημα. Η μάνα μου τα συμπαθούσε κάτι τέτοια. Της άρεσε να λέει κομψές λέξεις και να βλέπει την έκπληξη των άλλων σκυλιών και τη ζήλια τους και την απορία τους πού πήρε τέτοια εκπαίδευση. Όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν θέμα εκπαίδευσης. Ήταν σκέτη επίδειξη. Έμαθε τις λέξεις στην τραπεζαρία και στο σαλόνι με τις ανθρωποπαρέες και πηγαίνοντας τα παιδιά στο κυριακάτικο σχολείο. Άκουγε και μάθαινε, κι όποτε άκουγε μια μεγάλη λέξη την επαναλάμβανε μέσα της πολλές φορές ώστε να είναι έτοιμη να την πετάξει όποτε βρισκόταν σε κάποια σκυλομάζωξη της γειτονιάς. Την έριχνε για να τους καταπλήξει και να τους αγχώσει όλους, απ’ τα σκυλάκια τσέπης μέχρι τα κυνηγόσκυλα, τα πεντιγκρί και τα μπαστάρδικα.
Αν τύχαινε άγνωστος στην παρέα, αντιδρούσε με καχυποψία κι όταν ξανάβρισκε την ανάσα του τη ρωτούσε τι σήμαινε η λέξη. Κι εκείνη πάντα εξηγούσε. Ο άγνωστος δεν το περίμενε γιατί νόμιζε ότι την είχε τσακώσει κι έτσι όταν του έλεγε το νόημα, εκείνος ερχόταν σε δύσκολη θέση κι όχι η μαμά, να μάθει ο εξυπνάκιας. Κι όταν εξηγούσε τα νοήματα των πολυσύλλαβων λέξεων, όλοι τα έχαναν απ’ το θαυμασμό και ποτέ κανένα σκυλί δε διανοήθηκε να την αμφισβητήσει. Κι αυτό ήταν φυσικό, αφού πρώτον, απαντούσε αστραπιαία λες και είχε καταπιεί λεξικό και δεύτερον, κανείς δεν μπορούσε να ελέγξει αν εξηγούσε σωστά ή όχι. Έτσι, η μαμά ήταν το μόνο σκυλί με κουλτούρα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά είχα μεγαλώσει κάπως όταν έφερε στο σπίτι τη λέξη «ακαλλιέργητος» και την κυκλοφόρησε για τα καλά σε διάφορες σκυλομαζώξεις, προξενώντας μεγάλη δυσφορία και δυσαρέσκεια και κατάπληξη. Με αφορμή τη νέα της λέξη, πρόσεξα ότι η μαμά προσκλήθηκε εκείνη τη βδομάδα σε οχτώ διαφορετικές σκυλομαζώξεις και πετούσε κάθε φορά μια διαφορετική εξήγηση για τη λέξη της. Έτσι κατάλαβα ότι ήταν πανέξυπνη αλλά δεν είχε ιδιαίτερη κουλτούρα, όμως, φυσικά, δεν το είπα πουθενά. Εξάλλου είχε πάντα μια λέξη έτοιμη να την πετάξει σαν σωσίβιο, κάτι σαν λέξη για κάθε επείγουσα περίσταση μήπως και τύχαινε να τη στριμώξουν και που την έβγαζε σαν άσο απ’ το μανίκι της. «Συνώνυμο» ήταν η λέξη στις κρίσιμες στιγμές της μαμάς.
Αν τύχαινε να επαναφέρει μια λέξη που είχε περάσει η δόξα της και τα διάφορα αυτοσχέδια νοήματά της είχαν ξεχαστεί, μπροστά σε κάποιον άγνωστο στην παρέα σκύλο, που πρώτα έπεφτε λιπόθυμος απ’ τις γνώσεις της κι ύστερα τη ρωτούσε θυμωμένος την εξήγηση της λέξης, η μαμά φρενάριζε για ένα δευτερόλεπτο (που μόνο εγώ καταλάβαινα) κι ο άγνωστος νόμιζε ότι τη στρίμωξε, όμως εκείνη επανερχόταν δριμύτερη. Απαντούσε με απόλυτη ηρεμία και χαμόγελο: «Είναι συνώνυμο της λέξης “υπερταξινόμηση”, αγαπητέ» ή έδινε κάποια άλλη εξίσου ατέλειωτη κι ακαταλαβίστικη λέξη, μ’ ένα ύφος όλο άνεση και αυτοπεποίθηση, σαν να θεωρούσε αυτονόητο ότι ο άλλος ήξερε τις λέξεις της κι άφηνε τον άγνωστο σε βαθιά ντροπή καθώς οι άλλοι σκύλοι τη χειροκροτούσαν χτυπώντας τις ουρές τους ταυτόχρονα στο χώμα ενώ οι μουσούδες τους έλαμπαν από αγαλλίαση και καμάρι για τη μαμά μου.