«Φραγκόσυκα» της Χαράς Νικολακοπούλου
Θυμάμαι τον Τάκη, νυσταλέο κάτω από τη φραγκοσυκιά. Ράθυμο μέσα στο αποπνικτικό μεσημέρι. Με κοντά παντελόνια σκισμένα, με τα γόνατα γρατσουνισμένα. Από δίπλα ο αδελφός μου, παρόμοια κατάσταση.
Δυο πιτσιρίκια κάτω από τη φραγκοσυκιά, δίπλα στον φράχτη του κήπου μας. Να γεύονται ηδονικά –τι άλλο;– φραγκόσυκα!
Καρπός κακτοειδούς φυτού κεντροαμερικανικής προέλευσης, φύεται σε ξερότοπους, ευδοκιμεί σε χωράφια πετρώδη και θερμά. Γεμάτος ο τόπος μας από δαύτα. Ιεροτελεστία ολόκληρη η κοπή τους.
Αλλά σας μιλούσα για τον Τάκη και για τον αδελφό μου. Τα τεμπελόσκυλα, οι ρέμπελοι.
Εγώ μόλις έχω γυρίσει από το σχολείο, καταϊδρωμένη, είμαι όλο νεύρα. Σεπτέμβρης είναι. Η άσπρη κορδέλα μού σφίγγει τα μηνίγγια. Η σκόνη στα ρουθούνια μου. Έχω λερώσει τα σοσόνια μου. Το στόμα μου έχει κολλήσει, τα μαλλιά μου είναι χάλια.
Τους βλέπω κάτω από τη φραγκοσυκιά να μασουλάνε αδιάντροπα και κάτι κλοτσάει μέσα μου. Πώς τολμάνε να είναι τόσο μικροί, τόσο ξένοιαστοι; Πώς αυθαδιάζουν μασουλώντας φραγκόσυκα όσο εγώ ιδροκοπάω μπροστά στον μαυροπίνακα;
Πλησιάζω ακροποδητί –ο βόμβος των τζιτζικιών δεν τους αφήνει να με αντιληφθούν– και τους καταφέρνω μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα.
Θυμάμαι τον Τάκη. Αθώα σαν του βοδιού τα μάτια του, γεμάτα απορία.
«Έλα, μωρέ Ματούλα!» κλαψουρίζει. Ευθύς πετάγεται πάνω, το παχουλό σώμα του τον δυσκολεύει. Γίνεται καπνός στο χωματένιο δρομάκι.
Ο αδελφός μου τρέχει στριγκλίζοντας στα φουστάνια της μάνας μας.
Από τότε είχα νεύρα. Πολλά νεύρα.
Χρόνια μετά...
Η φραγκοσυκιά ακόμη σφιχταγκαλιάζει τον φράχτη του κήπου μας. Οι υπόλοιποι έχουμε μετοικήσει, οι γονείς εν τόπω χλοερώ, εμείς στην πόλη. Ρημαγμένο το σπίτι, αλλά το κακτοειδές πάντα εκεί. Να γεννοβολάει καρπούς που περικλείουν σφιχτά τη χυμώδη σάρκα τους μέσα στο ακανθώδες περίβλημα.
Επισκέπτομαι τον γενέθλιο τόπο με τον σύζυγο. Κάποια στιγμή με πλησιάζει στον δρόμο ο Τάκης. Δεν τον αναγνωρίζω· είναι κάτισχνος, καταβεβλημένος, πρόωρα γερασμένος. Είμαι άλλωστε ενήμερη για την αρρώστια του. Ανίατη.
«Δε με γνώρισες, μωρέ Ματούλα;» Ίδια με πιστού σκύλου τα μάτια του, γεμάτα παράπονο.
Τι να πω; Ψελλίζω αμήχανη κάποιες κουβέντες παρηγοριάς.
Λίγους μήνες μετά πληροφορούμαι από την αδελφή του το μοιραίο.
«Έλα, μωρέ Ματούλα...» Κάποιος μου ψιθυρίζει στο αυτί ή έχω παραισθήσεις; Μια ανατριχίλα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου.
Θέλω να πάω, να αφήσω μια σακούλα με φραγκόσυκα στον τάφο του. Να του ευχηθώ να γεύεται χυμούς ηδονικούς στο μακρινό ταξίδι του.
Δεν αξιώθηκα. Στη σκέψη έμεινα. Κι ας μην έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις, κι ας μην υπάρχουν παιδιά να με κρατάνε. Ούτε σύζυγος υπάρχει πια. Να φταίει το γεγονός ότι πάντα είχα πολλά νεύρα;
Η Χαρά Νικολακοπούλου είναι φιλόλογος με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή, από την Παιδαγωγική Σχολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Έχει παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια, έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε διεθνή συνέδρια, και είναι επιμορφώτρια και εμψυχώτρια σε βιωματικά σεμινάρια. Είναι μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Φιλολόγων Μεσσηνίας.
Δικά της έργα, παραμύθια, διηγήματα και νουβέλες, έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και σε συλλογικούς τόμους.