«Επίδαυρος» του Κώστα Αρκουδέα
Σιγά σιγά, καθώς σουρούπωνε, το φως έσβηνε σε πορφυρές ανταύγειες και η ζέστη υποχωρούσε σε μια αόριστα υποσχόμενη υποψία δροσιάς. Όλα κινούνταν αργά στα δίπατα καμαρίνια του θεάτρου με την εσωτερική αυλή. Οι ηθοποιοί της παράστασης Βάκχες του Ευριπίδη, οι πρωταγωνιστές της, ο Διόνυσος, ο Πενθέας, η Αγαύη, ο Κάδμος, ο μάντης Τειρεσίας και ο θρυλικός χορός των Βακχών, χαμήλωναν τις φωνές τους, έφταναν στον ψίθυρο. Διόρθωναν με προσήλωση τα κοστούμια και το μακιγιάζ. Έκαναν τον τελευταίο έλεγχο στα αντικείμενα της παράστασης, τις μάσκες, τους θύρσους, τις περούκες, ήρεμα και συγκεντρωμένα. Έδεναν σφιχτά τα κορδόνια των σανδαλιών πάνω στα φρυγικά παντελόνια. Στερέωναν μανδύες, κάπες, φιδοτόμαρα. Καθένας κλεινόταν στην ερμητική σιωπή του.
Οι ασκήσεις για την πλευροδιαφραγματική αναπνοή είχαν γίνει προκειμένου να έχουν τη μεγάλη φωνή της Επιδαύρου. Το σώμα ευλύγιστο, έτοιμο για τη μεγάλη ένταση. Το πνεύμα ήρεμο, με αποθηκευμένα τα λόγια, τις ατάκες, τη ροή της τραγωδίας. Η ψυχή γαληνεμένη πριν από την έκρηξη των συναισθημάτων στη σκηνή.
Όλα κινούνταν αργά, όλο και πιο αργά, σαν σε κενό αέρος.
Το προστατευτικό, γλυκό φως του δειλινού λιγόστευε.
Έφτανε η ώρα.
Όλοι σχεδόν ακίνητοι, πριν από το χαμηλόφωνο «πάμε».
Όταν επιτέλους δόθηκε, άρχισε η γνωστή σε όλους τους ηθοποιούς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, πορεία των ερμηνευτών από τα καμαρίνια προς την κεντρική σκηνή του θεάτρου, την αποκαλούμενη ορχήστρα της Επιδαύρου.
Αρχικά οι πρωταγωνιστές, ο ένας πίσω από τον άλλο, ανέβαιναν το χιλιοπατημένο μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα, τα σκίνα και τους θάμνους, το στριφογυριστό μονοπάτι που οδηγούσε από τα καμαρίνια στο μεγάλο θέατρο.
Από τη ζωή στην τέχνη.
Πίσω τους, πάντα ο ένας πίσω από τον άλλο, τα μέλη του χορού των Βακχών. Κανείς δε μιλούσε. Παρακολουθούσαν σκυφτοί τις άκρες των ρούχων τους, τα πόδια τους, τα ίδια τους τα βήματα. Κρατώντας σφιχτά τις μάσκες και τους θύρσους, άκουγαν το θρόισμα των ρούχων τους, το σούρσιμο των σανδαλιών τους στο στεγνό χώμα του μονοπατιού.
Μπήκαν συγκεντρωμένοι και ανάλαφροι στο χώρο του ιερού, σαν σε άλλη διάσταση. Απελευθερωμένοι από το σήμερα εισχωρούσαν στο αιώνιο, το άχρονο, το ατελεύτητο.
Εκεί, χωρίστηκαν: στα αριστερά ο χορός, στα δεξιά τα πρόσωπα-ρόλοι της τραγωδίας.
Το τελευταίο φως έσβησε στο τεράστιο αμφιθέατρο.
Ακουγόταν –μόνο, όπως πάντα– ο γκιώνης.
Σε αυτή την τελευταία σιωπή, θεατές και ερμηνευτές συμμετείχαν στο ανερμήνευτο. Φύση και άνθρωποι απεκδύονταν ό,τι γνώριζαν για να υποδεχτούν το υπεράνω εκείνων.