fbpx
«Fucking right» της Μάρτυς Λάμπρου

«Fucking right» της Μάρτυς Λάμπρου

but if, having

Tried hard you

Find neither nobody

nor somebody, fuck

off, you may

Be bothering people.

A.R. AMMONS

«Μωρό μου!» απαντάει η Μία, και συγκρατώντας το ακουστικό με τον ώμο της σβήνει το τσιγάρο.

«Όλα! Ναι, είμαι η ξανθιά στη φωτογραφία, η Πάολα. Ψηλή, με καμπύλες, 84 D, δεν έχω βάλει σιλικόνη, εικοσάρα, μωρό μου… μη δαγκώνεις, έτσι, σου αρέσει, στρίψε την, αχ, κόκκινο, το βάζω, βλέπεις, τα σηκώνω, σφιχτό, ωραία, τίποτε άλλο στιλέτο, μωρό μου, το έχω, σου αρέσει, τώρα, τρεις, μία, τρέμεις, σε ακούω, το θέλεις, όσο πάει, κρατάω, χτυπάει, αχ, όλο, τέλειος, μωρό μου, γρήγορα, βλέπεις, για σένα, σε νιώθω, δεν, όχι, ναι, μωρό μου, ναι, ο καλύτερος… την άλλη φορά μαζί με τον φίλο σου». Η Μία κατεβάζει το ακουστικό, πατάει το κουμπί «κλήση σε αναμονή» και πετάγεται στην τουαλέτα.

Γυρίζοντας στο κουβούκλιό της το φωτάκι πάνω στο τηλέφωνο αναβοσβήνει. Σηκώνει το ακουστικό.

«Μωρό μου, Μήτση μου», απαντάει η Μία κάνοντας τη φωνή της πιο ψιλή. «Ναι, δική σου, δε σε ξέχασα, σε σκεφτόμουν συνέχεια, μου έλειψες κι εμένα πολύ», αμέσως πατάει ένα πλήκτρο και στην οθόνη του υπολογιστή μπροστά της το θέμα αλλάζει. Τίτλος: Λεσβιακό. Υπότιτλοι: Ενεργητική – Παθητική. Κάνει κλικ στο παθητική. Φυσιολογικό, σαδιστικό, μαζοχιστικό. Κλικ στο φυσιολογικό. Το σενάριο είναι στην οθόνη μπροστά της με μεγάλα γράμματα και διπλό διάστημα. Σαράντα πέντε διαφορετικά σενάρια η πραμάτεια της εταιρείας. Διαθέτουν και στριπ σόου με εικόνες και βίντεο για παραπάνω βοήθεια. Μέχρι κι έναν γέρο πορνοστάρ, Γκουσγκούνης τους συστήθηκε, είχαν φέρει για σεμινάριο και φαντασιακές προσομοιώσεις.

Η Μία περιμένοντας καινούργια γραμμή κοιτάζει διάφορες εικόνες για ενημέρωση. Κλικ στο σαδιστικό. Χρειαζόταν φροντιστήριο γι’ αυτό. Στην οθόνη ανοίγει ένα βίντεο. Δύο γυναίκες με μαύρα δερμάτινα και με μάσκες Ζορό κρατούν μαστίγια και σέρνουν δυο άντρες δεμένους σαν σκυλιά. Μετά η μία από τις γυναίκες πατάει στο πρόσωπο τον έναν άντρα στην άσκηση «Υποταγή», που έχει τη μεγαλύτερη ζήτηση τελευταία. Από τότε δε που κυκλοφόρησε το βιβλίο Πενήντα αποχρώσεις του γκρι της E. L. James, εκδόσεις Πατάκη, οι γυναίκες που τηλεφωνούν έχουν αυξηθεί κατά 45%, καθώς και τα ζευγάρια, ζητώντας σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Τέτοιο σενάριο είχε η εταιρεία, αλλά φρόντισαν να αντιγράψουν κι από το συγκεκριμένο βιβλίο. Αν και, απ’ ό,τι τους είχε πει ο διευθυντής της εταιρείας, οι Έλληνες σε ό,τι αφορά το σαδομαζοχιστικό είναι νήπια σε σχέση με τους Βορειοευρωπαίους, με πιο προχωρημένους από όλους τους Γερμανούς.

Το τασάκι της δίπλα είναι γεμάτο γόπες σβησμένες στη μέση. Η Μία κοιτάζει έξω· έχει ξημερώσει. Την έβγαλε τη βάρδια. Τη νύχτα πληρώνουν καλύτερα, και οι πελάτες είναι πιο χαλαροί. Παραδίδει το πόστο της σε μια συνάδελφο, βάζει την τσάντα στον ώμο και φοράει τα μαύρα γυαλιά της.

Παίρνει το λεωφορείο για Γκύζη. Κατεβαίνει μια στάση πριν, μπαίνει στο σούπερ μάρκετ. Αργότερα, καθώς τακτοποιεί τα πράγματα στο ψυγείο, σκέφτεται ότι θα έπρεπε να μαγειρέψει κάτι, να κοιμηθεί, να διαβάσει, να καθαρίσει, να απλώσει τα ρούχα. Από το κινητό της τηλεφωνεί για ντελίβερι. «Ναι, η Ερασμία Αγραφιώτη, Αχιλλέως Παράσχου, ισόγειο», επιβεβαιώνει στην τηλεφωνήτρια κι εκείνη αμέσως της λέει αφράτη ζύμη, διπλό τυρί, διπλό μπέικον, κόκα κόλα. Τρώει και σοκοφρέτες και κρουασανάκια και καπρίς. Ζυγίζεται, εβδομήντα δύο κιλά και τετρακόσια γραμμάρια. Η Πάολα όμως είναι πενήντα τρία κιλά, με ύψος ένα και εβδομήντα πέντε. Μοιάζει σλαβικής προέλευσης το προϊόν Πάολα στη διαφήμιση του τηλεοπτικού σποτ, αλλά η φωνή είναι δική μου, σκέφτεται, τρώγοντας σοκοφρέτες και κρουσανάκια και καπρίς. Φτάνει μεσημέρι. Η σάρκα ζητάει να μην πεινάει, να μη διψάει, να μην ξεπαγιάζει. Θα πεινάσει και θα διψάσει αν δεν πληρώσει τους λογαριασμούς, και ήδη ξεπαγιάζει. Το ξεπάγιασμα το μοιράζεται με τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας στην οδό Παράσχου, πρώτη παράλληλος της Αλεξάνδρας. Οι γονείς της Μίας ζουν σε κωμόπολη της Φθιώτιδας. Μήνες έχει να τους δει. Το εισιτήριο του ΚΤΕΛ έχει αυξηθεί κι άλλο επειδή αυξήθηκε η τιμή του πετρελαίου. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος. Πόσο δυστυχισμένη ήταν η βραδιά που πέρασαν οι τέσσερίς τους γύρω από το τραπέζι , απ’ όπου είχαν σηκώσει τα πιάτα και τα άλλα σκεύη· η μητέρα της σκούπιζε με ένα πανί τα ψίχουλα και ο πατέρας της μετρούσε τα λεφτά του για να της δώσει κι εκείνης κάτι. «Κακοπέρασα σαν παιδί», της είπε, «Κατοχή, Εμφύλιος, κακοπέρασα σαν γονιός να κάνω το καλύτερο για σας, κακοπερνάω σαν γέρος συνταξιούχος». Η Μία είναι τρία χρόνια στην Αθήνα. Στο Πανεπιστήμιο χρωστάει μαθήματα, θα καθυστερήσει να πάρει το πτυχίο. Ένας αδελφός άνεργος, μεγαλύτερός της, ζει μαζί τους. Κάθε τόσο της ζητάει να έρθει κι αυτός στην Αθήνα μήπως βρει δουλειά. «Ποιος θα σου πλένει; Ποιος θα σου μαγειρεύει; Εμένα ξέχνα με πάντως», του το κόβει. Το μόνο που τους ενώνει πια ως οικογένεια είναι το πρόγραμμα κινητής τηλεφωνίας απεριόριστου χρόνου ομιλίας. Ας μην έχουν τι να πουν.

Το διαμέρισμα της Μίας, είκοσι εφτά τετραγωνικών, εσωτερικό, δεν είναι ούτε ευάερο ούτε ευήλιο. Ένα στρώμα για κρεβάτι. Φωτίζεται νύχτα μέρα από τη λάμπα γραφείου. Το γραφείο της όμως πλαισιώνεται από μια σύνθεση με ράφια που δίνει έναν χαρακτήρα επιπλωμένου. Την είχε αγοράσει από τη NEOSET, που πρόσφατα έβαλε λουκέτο. Πάνω στο γραφείο βρίσκεται μέρες ανοιχτή η εφημερίδα Χρυσή Ευκαιρία με σημειωμένο σε κύκλο: «Ζητούνται τηλεφωνήτριες για αστρολογικές προβλέψεις». Είχε τηλεφωνήσει, αν και από αστρολογία δε γνώριζε. Ούτε τα ζώδια διάβαζε, με εξαίρεση αυτά στην Athens Voice. Κι έτσι βρέθηκε στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, στον ημιώροφο, με τα κουβούκλια στη σειρά και δεξιά, πίσω από γλάστρες με φυτά, το γραφείο του διευθυντή. «Έχετε χάρισμα;» την είχε ρωτήσει ο διευθυντής. «Βεβαίως, κληρονομικό», του είχε απαντήσει αποφασιστικά. Ύστερα αυτός πάτησε ένα κουμπί και σε λίγο εισήλθε μια ξανθιά, ντυμένη με ταγέρ, Βίκυ, συστήθηκε στη Μία, αποφεύγοντας να την κοιτάζει. Για μια στιγμή που κοιτάχτηκαν η Μία ένιωσε στο βλέμμα της άλλης ένα ανακάτεμα χυδαίου με τρομερή αυτοπεποίθηση και υπεροχή. Το βλέμμα της επιτυχημένης, κατάλαβε η Μία, αλλά οι αντοχές της ήταν ήδη στα όριά τους, οπότε αφέθηκε να την οδηγήσει η Βίκυ μέσα από έναν μισοφωτισμένο διάδρομο σε μια άλλη αίθουσα με κουβούκλια στη σειρά. «Με τέτοια φωνή εσύ θα διαπρέψεις εδώ», της είπε η Βίκυ και της έδειξε να καθίσει στο κουβούκλιο 3.

Η Μία φτάνει για τη βάρδια της δέκα λεπτά νωρίτερα.

«Κεσάτια… Κυριακή, περνούν οικογενειακά», της λέει η συνάδελφος, ονόματι, εκεί, Τζούλια, και σηκώνεται να της παραδώσει το πόστο. Βάζει στην τσάντα της ένα εικόνισμα και σβήνει το λιβάνι που έκαιγε στο τασάκι. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», λέει στη Μία φεύγοντας.

«Και τα έξω», συμπληρώνει η Μία και κάθεται.

Στην αίθουσα υπάρχει ασυνήθιστη ησυχία. Ακούγονται αναπτήρες, ξεφυσήματα και πλήκτρα. Οι περισσότεροι από τους πελάτες τους θα πληρώνουν τώρα λογαριασμούς, σκέφτεται η Μία. Στις ταβέρνες του κέντρου με ζωντανή μουσική, στα Βλάχικα στη Βάρη, στις χασαποταβέρνες στην Πάρνηθα, στις ψαροταβέρνες στα πέριξ. Θα φωτογραφίσουν άλλοι τον ροφό, άλλοι τα κοψίδια. Θα τις ανεβάσουν στο facebook, με τη λεζάντα «κουφάλες Τρόικα, εμείς πάντα θα το καίμε». Οι γυναίκες τους θα λένε πως δεν έπρεπε να παραγγείλουν τόσο πολλά. Όλα μπορεί να του τα κόψουν του Έλληνα, λένε οι άντρες, εκτός από το φαΐ και το σεξ. Το σεξ; θα αναρωτιούνται οι γυναίκες τους ξύνοντας με το μανικιούρ τα πλατινέ σιδερωμένα μαλλιά τους. Θα φωτογραφίσουν τα βαμμένα νύχια τους και αμέσως θα τις ανεβάσουν στο Instagram, αφού έχουν iPhone, γράφοντας με την άκρη του νυχιού λεζάντες του τύπου «Όταν εσύ θέλεις κάτι πολύ τα πάντα ρει στο σύμπαν που συνωμοτεί». Οι γιοι και οι κόρες τους θα ανεβάζουν στα iPhone ανά κλάσμα του δευτερολέπτου φωτογραφίες τους με λεζάντες: «Χάλια Κυριακή, ταβέρνα, χλαπάκιασμα με γέρους, πόσο ήρθε ο θρύλος, ρε». «Είμαι Αράχοβα, σαλέ. Ο! ΣΑΚΗΣ. Θεός, κούκλος, θα πάρω αυτόγραφο». «Μαστροκώστα, φοβερή τσάντα Γκούτσι». Τουλάχιστον οι γιοι και οι κόρες ας γυρίσουν να κοιτάξουν το ηλιοβασίλεμα μήπως και καταλάβουν τι σημαίνει υπερβαίνω τα όρια του ψεύτικου, μήπως μπορέσουν να δουν ότι υπάρχει βυθός, υπάρχει καθαρότητα, συλλογίζεται η Μία.

«Πάολα!» την αποσπά η συνάδελφος στο κουβούκλιο δεξιά της, ονόματι, εκεί, Νίνα. Έχει σπρώξει την καρέκλα της με τα ροδάκια πίσω και την κοιτάζει ανήσυχα. Με το ακουστικό στο αυτί τής λέει: «Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει ο πελάτης, θα τον χάσω, βοήθησέ με».

«Γεια σου, είμαι η Νίνα, ο μελαχρινός πειρασμός, κάνε με δική σου τώρααα», λέει με νάζι η Μία. Κοιτάζει τη Νίνα, «Καμία σχέση όμως!» γελάει.

«Πάολα, δεν είναι αστείο».

«Βάλε ανοιχτή ακρόαση και δώσ’ μου το ακουστικό σου», της προτείνει η Μία. «Μωρό μου, συγγνώμη που σε έκανα να περιμένεις, έτσι θα είναι πιο γλυκό, σε ακούω», λέει η Μία στον άντρα που είναι στη γραμμή.

«Είστε η μέλανα, ευειδής, ελκυστική στο κέντρον της φωτογραφίας; Με προπετείς μαστούς, τρίβουσα τα γυμνωθέντα σφύζοντα βυζιά; Διαθέτετε κάπως ονειροπόλα μάτια, μικρόν μάλλον, αλλά αρκούντως παχέος και ωσάν ωραίου μουνιού τρυφερά χείλη στόμα, απαλώτατον δέρμα, ροδαλάς παρειάς και μίαν πολύ λεπτήν σφηνοειδή μέσην που δίδει ακόμη μεγαλυτέραν έμφασιν εις την προεξοχήν των αφράτων βυζιών σας και εις την σφριγηλήν στρογγυλότητα του κώλου σας;»* ακούγεται η αντρική φωνή.

«Τι λέει, ρε Πάολα;» τη ρωτάει η Νίνα.

«Είμαι η μέλανα ευειδής και αύτη στιγμήν τρίβω τον σφριγηλόν μου κώλο», του απαντάει η Μία με αισθησιακή φωνή.

«Εφ’ όσον δεν είμαι εις θέσιν για την εξυπηρέτηση των βασικών μου αναγκών, κατά τρόπον που να ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις του οργανισμού μου και του ψυχισμού μου, και εφ’ όσον δεν επιθυμώ να έχω καμίαν σχέσι με εσάς ή επαφή, μια τέτοια πράξις δεν απειλεί την ευρυθμία του κόσμου, δεν προετοιμάζει μια τάξι πραγμάτων τρομερή μέχρις ιλίγγου, που θα ισοδυναμεί ωρισμένως με κόλασι επί της γης, όπου τα κοχλάζοντα πάθη, αδέσμευτα και ανυπότακτα, θα υποσκάπτουν τα πάντα εκ θεμελίων, μέσα σε ένα χάος στυγνής, βοώσης και αδυσωπήτου εγκληματικότητος».*

«Δεν καταλαβαίνω γρι! Να γαμήσει θέλει ο τύπος;» ξεφωνίζει η Νίνα.

«Εν προκειμένω;» τον ρωτάει η Μία.

«Εν προκειμένω, υπάρχει ο ίμερος και η πάλη για την ικανοποίησή του, που εν τέλει δημιουργεί μέσα από μια εντελέχεια, οτέ μεν φανερή, οτέ δε ανεξιχνίαστη».*

«Ρε συ, υπάλληλος απολυμένος του ΟΤΕ είναι ο τύπος;» πετάγεται ξανά η Νίνα.

«…οτέ δε ανεξιχνίαστη, λέγω, την αρμονίαν εκείνην που πραγματοποιείται από την λυσιτελή παραδοχήν των φαινομενικών αντιθέσεων, η οποία παραδοχή μετατρέπει τελικώς πάσαν αρχικήν αντινομίαν σε σύνθεσιν αρμονικήν, υπό τον όρο να μπορεί κανείς να ικανοποιεί τον αρχικόν και αρχέτυπον, τον πρωταρχικόν και ακατανίκητον πόθον, τουτέστιν τον πόθον τον παντοτινόν, τον ερωτικόν πόθον».*

«Τουντεύθεν;» τον ρωτάει η Μία.

«Αύτης στιγμής τρίβω τα γυμνωθέντα κατ’ εμού βυζιά σας, και συνθλίβω με την άλλην χείραν μου τας παρειάς του κώλου σας, ενώ το πέος μου βγαλμένον έξω πάλλεται εν αγρία στύσει», ο πελάτης κάνει παύση, ακούγεται μόνο η βαριά ανάσα του. Ώσπου: «Κατόπιν, ανατρέπω εσάς επί της κλίνης, αποκαλύπτω το μουνί σας και το ασπάζομαι περιπαθώς, και, τελικώς, ανερχόμενος επί εσάς, με ολίγας ισχυράς κρούσεις της ψωλής μου σας γαμώ σφοδρώς, έως που να βγάζετε οξείες φωνές ηδονής έως την εξακόντισις του σπέρματός μου»,* βγάζει εκείνος μια οξεία μακρόσυρτη φωνή και κλείνει η γραμμή.

«Τι ήταν αυτά που άκουσα, ελληνικά; Ο τύπος πήδηξε;» Η Νίνα έχει μείνει αποσβολωμένη.

«Σεξ επιπέδου», της λέει η Μία.

«Και εσύ του είπες όλες κι όλες μερικές λέξεις, αλλά έχεις τον αέρα εσύ. Αν ξαναπάρει, δικός σου. Το πρόγραμμα δεν έχει τέτοιο σενάριο. Τι σημαίνει τουτέστιν, Πάολα;»

«Νίνα, τον αναγνώρισα. Είναι καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο».

«Έτσι εξηγείται!» στρίβει το στόμα της η Νίνα και παίρνει πίσω το ακουστικό της γιατί το φωτάκι της αναβοσβήνει. Τι σημαίνει τουτέστιν;» επιμένει.

«Να λέμε το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια», της εξηγεί η Μία.

Τα γόνατα της Μίας τρέμουν. Στην οθόνη μπροστά της σαν να βλέπει τον κύριο καθηγητή κι εκείνη στο αμφιθέατρο να της μιλάει περί έρωτος. Θυμάται τα λόγια του. Θα μπορούσαν να γίνουν σενάριο, σκέφτεται. Που σαν να το διαβάζει τώρα στην οθόνη: «Έρωτας ίσον τραγικό γεγονός. Ο Μαξ Σέλερ είπε πως εμφανίζεται μόνον όπου υπάρχει Άνω και Κάτω, Ευγενές και Ευτελές. Μην υποκύψεις στον εκχυδαϊσμό, στην ταχεία αποκόμιση ηδονής, μη μετατρέπεις τον έρωτα σε στείρο σεξουαλισμό. Μην επιτρέπεις να εισέλθει στη διαδικασία της αγοράς και της πώλησης, σε κανόνες του εμπορίου, σε δήθεν ελευθερία επιλογής. Πού χάθηκε το ιερόν του έρωτος; Το πάθος; Το απρόβλεπτον; Ας ερωτευτείς όχι τη λαγνεία και τη σύμβαση παρά την έκρηξη των στιγμών, την ταπείνωση του εγώ και τον πόνο, τη φλόγα των καταστάσεων, τα έσχατα των ψυχών, την τέχνη, τον λόγο, το αντάριασμα των σπλάχνων».

«Πάολα», την αποσπά ξανά η Νίνα, «είναι ο παππούς, έχει καιρό να με πάρει. Δεν πολυκαταλαβαίνω τι μου λέει κι αυτός αλλά συνεννοούμαστε. Βάζω ανοιχτή, να γελάσουμε».

Από το μικρόφωνο έρχεται μια βραχνή κοφτερή φωνή. «Καψούρα μου, να φιλήσω τον πούτσο που σε έκανε, πάμε για κουραβέρτες, τζασλού μου».

Απέναντί τους όμως στέκεται νευρωτική η Βίκυ έτοιμη να τους βάλει τις φωνές, αφού απαγορεύεται η μεταξύ τους επικοινωνία στη δουλειά.

Η Μία σηκώνεται από τη θέση της. «Τρέπομαι προς φυγήν απερχόμενη εν σπουδή, τουτέστιν το βάζω στα πόδια», λέει στη Νίνα. Μαζεύει τα πράγματά της και η Πάολα δηλώνει την παραίτησή της στη Βίκυ.

 

*Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός, 3ος τόμος, Εκδόσεις Άγρα 2013.

 

Η Μάρτυ Λάμπρου γεννήθηκε στη Λιβαδειά. Έχει σπουδάσει Παιδαγωγική και κουκλοθέατρο. Έχει εκδώσει τη νουβέλα Το κόκκινο κουτί (Λεωνίδας Χρηστάκης, 1998). Το διήγημά της «Θήβα, Βάγια, Αλίαρτος» δημοσιεύτηκε σε ανθολογία των εκδόσεων Καστανιώτη (1999). Η συλλογή διηγημάτων Κόπιτσες εκδόθηκε από τις εκδόσεις Οσελότος τον Δεκέμβριο του 2010 και συμπεριλήφθηκε στη μικρή λίστα των βραβείων του περιοδικού Διαβάζω. Το διήγημα «Κόπιτσες» διακρίθηκε στον διαγωνισμό του περιοδικού Πλανόδιον και δημοσιεύτηκε στην ανθολογία με τα 37 Μπονζάι διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων, την άνοιξη του 2012. Το μυθιστόρημά της Με λυμένο χειρόφρενο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος τον Φεβρουάριο του 2014. 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.