fbpx
«Υποχθόνια επιστολή» της Ελένης Λαδιά

«Υποχθόνια επιστολή» της Ελένης Λαδιά

In memoriam

Γεννήθηκα με ένα δέντρο μέσα μου. Δεν το κατάλαβα στην αρχή, ήμουν πολύ μικρή και κανείς δεν με πληροφόρησε πως είχα μέσα μου το δέντρο. Μόνον η μητέρα μου έλεγε όταν ήμουν αχτένιστη, -και συνήθως ήμουν- πως μοιάζω με το κοριτσάκι Μέλπω, το οποίο με τα ανακατεμένα μαλλιά του έγινε δέντρο. Μεγαλώνοντας δεν έγινα δέντρο, συνέβη κάτι αλλιώτικο, δέντρο και άνθρωπος ενώθηκαν, το καταλάβαινα από τα λουλούδια που στόλιζαν τα κλαδιά του. Γύρευα το όνομα του δέντρου μου, μέχρι που συνάντησα μια λεύκα. Έτσι ήμουν κι εγώ στην νεότητά μου, πανύψηλη και λεπτή σαν λεύκα, τρεμόφυλλη και τρέμουσα σαν λεύκα και το πιο σημαντικό, πεισιθανάτια σαν λεύκα. Έψαξα, διάβασα και έμαθα: κατά μία εκδοχή η λεύκα ήταν κοπέλα όμορφη, την άρπαξε ο Άδης και μετά τον θάνατό της την μεταμόρφωσε σε λεύκα. Φύτρωνε στην όχθη του Αχέροντος, του θανατερού ποταμού, για να βλέπει τον χώρο του Άδη. Άλλωστε ποτέ δεν λησμόνησα πως οι ψηλές λεύκες και οι φθινόκαρπες ελιές στόλιζαν τα άλση της Περσεφόνης. Είχα λοιπόν μια εξοικείωση με τον θάνατο.

Με τον καιρό μεγάλωνα κι ένιωθα εντός μου να σπάνε κλαδάκια στην αρχή, ολόκληρα κλωνάρια αργότερα. Είχε περάσει ο καιρός της ανθοφορίας και καρποφορίας. Η λεύκα γερνούσε τρέμουσα και περίλυπη έως θανάτου. Κι εγώ γερνούσα μαζί με το δένδρο μου σαν μυθολογική νύμφη.

Τώρα όμως είναι πολύ πικρό για μένα, που δεν θα σε ξαναδώ. Ήσουν μια σχέση πολυτελής, αδιατάρακτη στα χρόνια, υπήρχες για μένα φυλαχτό και τιμαλφές, δεν σε γνώρισαν οι άλλοι φίλοι μου, ούτε εγώ γνώρισα τους δικούς σου, ήμασταν ολομόναχες μέσα στα χρόνια. Συναντιόμασταν με τελετουργία, πάντα σε καφενεία πίνοντας σκέτους καφέδες και άφιλτρα τσιγάρα, αλλά κυρίως ανταμώναμε στο καφενείο που ισαπείχε από τα σπίτια μας. Εκεί έγινε η πρώτη μας συνάντηση, όταν ακόμη ήμασταν μαθήτριες, εκεί σαν σύμπτωση και η τελευταία μας. Σύμπτωση; Ίσως αυτό που λέμε σύμπτωση να είναι η αποκάλυψη της μυστικής αλληλουχίας των πραγμάτων.

Άλλη συνάντηση δεν θα έχουμε ποτέ πια. Ποτέ πια; Πόσο άπειρη ήμουν κάποτε που σε προέτρεπα να γελάσεις μαζί μου με την σημασία αυτών των βαρύγδουπων λέξεων. Πάντα και ποτέ πια. Αυτά όμως δεν είναι έπεα πτερόεντα. Αυτές είναι λέξεις βαρύνουσες, που σηματοδοτούν τα όρια. Με τελευταίο το όριο του θανάτου. Αυτή άλλωστε είναι η επιχρυσωμένη του έκφραση: ποτέ πιά.

Δεν θα συναντηθούμε ποτέ πια, γιατί έχεις πεθάνει, πόσο απλά το λέω.

Πικρόν εστι το πένθος! Όμως τι σχέση ήταν αυτή που διήρκησε πενήντα ολόκληρα χρόνια με αυτόν τον τελετουργικό και μυσταγωγικό τρόπο; Εσύ ήσουν πιο φυσική, παντρεύτηκες, γέννησες, έγινες γιαγιά, εγώ παρέμεινα μια γερασμένη έφηβη παλεύοντας με τις λέξεις. Γι’ αυτές τις λέξεις προσδιόρισα από νέα την ζωή μου, αρνήθηκα κάθε συντροφικότητα, αρνήθηκα ακόμη και σε σένα, που ήσουν φίλη ξεχωριστή, τις προσκλήσεις σου να διασκεδάσουμε, να πιούμε βρε αδερφέ ένα ούζο στην λιακάδα. Δεν το έκανα, σαν μονόχνοτη και γρουσούζα νομίζω πως επέβαλα αυτούς τους όρους. Τίποτα δεν ήθελα να μετατραπεί σε ζωή και να χάσει την στιλπνότητα του ξεχωριστού. Κι όμως δεν ήταν μια σχέση μαυσωλείου. Πάντοτε μιλούσαμε για τα μυστικά μας, τους πόνους και τα βάσανά μας, σαν να τα εκμυστηρευόμασταν σε αγαλμάτινα αυτιά με την σιωπή του τάφου. Καμιά φορά ξέφευγαν, κατά την αφήγηση, ονόματα φίλων μας, αλλά έμεναν μόνον ονόματα. Ποτέ δεν είδα και δεν είδες κανέναν με σάρκα και οστά. Έτσι μαρμάρωναν σαν μορφές μυθιστορημάτων.

Με τον θάνατό σου όμως ζωντάνεψαν εκείνο το βράδυ που έγινε στο σπίτι σου το νεκρόδειπνο, Εσύ ήδη ταξίδευες ταριχευμένη για να αποτεφρωθεί η σορός σου σε ξένο μέρος. Η αυλή σου που είχε μετατραπεί σε παιδική χαρά για τις εγγονούλες σου, με αιώρες, βαρκούλες, πεταμένα παιχνίδια, μαυροπίνακα όπου μάθαιναν προώρως να γράφουν και ποδηλατάκια, έμοιαζε τώρα με εξοχικό ταβερνάκι, βαμμένο με τα ελληνικά χρώματα του λευκού και γαλάζιου. Συνομήλικες μας κυρίες, προφανώς φίλες σου, ετοίμαζαν στα τραπέζια τυριά, κεφτεδάκια, πίτες, κρασιά και προπαντός ρακή. Ήταν και πολλά παιδάκια που έπαιζαν με τις δικές σου εγγονές, που παρατηρώντας τες προσεκτικά, ανακάλυπτα δικά σου σημάδια. Με κάλεσε να έρθω μία φίλη σου αλλά εγώ αισθανόμουν ακάλεστη. Δεν έφαγα και δεν ήπια τίποτα. Ένας κόμπος στον λαιμό εμπόδιζε τα πάντα. Μη πιστεύοντας πως πέθανες, σε περίμενα να έρθεις και να με συστήσεις στους φίλους σου. Όμως εκείνο το βράδυ πλήρωνα την πολυτελή αποκλειστικότητα. Οι φίλοι σου τρωγόπιναν, έλεγαν ιστορίες για σένα, περιστατικά του τελευταίου καιρού αποκαλύπτοντας έναν χαρακτήρα που αγαπούσε την ζωή, τα γλέντια με τους φίλους και τα ταξίδια. Θεέ μου χρειάστηκε μισός αιώνας να πάμε οι δυο μας έναν κινηματογράφο, τον προτελευταίο μήνα, όπου ακόμη ήσουν καλά. Πολύ αδυνατισμένη και με περούκα σε τέλεια απομίμηση των ωραίων μαύρων σου μαλλιών με τις ασημένιες τρίχες, με μακρύ φόρεμα σαν αιγυπτιακή θεότητα, πήγαμε στον θερινό σινεμά, όπου κάπνιζες, χωρίς να σε νοιάζει πια για τις συνέπειες. Υποσχεθήκαμε πως θα πηγαίναμε συχνά για να διασκεδάσουμε. Ήταν όμως αργά... τον επόμενο μήνα κατέρρευσες τελείως. Ο καρκίνος σε αλλοίωνε. Δεν ήθελες να δεις κανέναν πλέον. Είχα διχοτομηθεί: παρέμενα στο νεκρόδειπνο σου περιμένοντάς σε και συγχρόνως θυμόμουν την τελευταία μας συνάντηση στον τόπο των πενήντα χρόνων. Δεν ήταν φυσικά το ίδιο καφενείο των μαθητικών και φοιτητικών μας χρόνων αλλά κάποιο άλλο πιο σύγχρονο στην θέση του. Εκεί μιλήσαμε εκ βαθέων, πολύ βαθύτερα από άλλες φορές, αποκαλύπτοντας γεγονότα που τόσα χρόνια έστεκαν μετέωρα περιμένοντας την δικαίωση και την σειρά τους στην ζωή μας. Παλαιά τραύματα φωτίστηκαν από την σημερινή κατανόηση, ενώ ήταν υπέροχη η συνάντηση μας, αναδρομικά κοριτσίστικη. Την επόμενη ημέρα που σού τηλεφώνησα, μου είπες με την βαθιά και αγαπημένη μου φωνή σου. «Πλέξαμε κοτσίδες χθες.»

Είναι πικρό να μην σε ξαναδώ. Μερικές φορές ανυπόφορο. Δεν έσβησα το τηλέφωνό σου, το κρατώ γιατί νομίζω πως θα σε ξανακούσω. Πως έφυγες έτσι τόσο γρήγορα τον καιρό που σε αγαπούσα περισσότερο;

Έφυγα από το νεκρόδειπνο έρημη, όπως ήρθα.

Πικρόν έστι το πένθος, χαρά μου!


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.