fbpx
«Ιδεολογικά ύποπτη» της Ελένης Γκίκα

«Ιδεολογικά ύποπτη» της Ελένης Γκίκα

«Τυχαίνει όμως

η ζωή

να σου γυρίζει

και την άλλη όψη

και το μεγάλο

το καταλαβαίνεις

από τις σαχλαμάρες».

Ιδεολογικά ύποπτη μπήκα στο σπίτι σας, ευθύς εξαρχής.

Έδειχνα δυνατή, υπήρξα το πιο αδύναμο και τρομαγμένο πλάσμα της Γης.

Έδειχνα επιτυχημένη, ήμουν σαν άστρο στραβοπεσμένο στο Διάστημα.

Έδειχνα αλώβητη, είχα ήδη δεχτεί στην κοιλιά και στο στήθος χιλιάδες μαχαιριές.

Έμοιαζα φίλη σας, ήμουν μια ξένη που ήλπισε λίγη απ’ τη θαλπωρή σας.

Δήλωνα ελεύθερη, κι ήμουνα σκλάβα ακόμα και της ανάσας των άλλων.

Κι όσο πιο σκλάβα γινόμουν, τόσο πιο αλώβητη φαινόμουν. Πάγος, σου λέω, μάρμαρο, ψυγείο.

Όμως μέσα μου λιώναν οι πάγοι μου. Μέσα μου μια μοναξιά κατρακυλούσε σαν σκαντζόχοιρος και με μάτωνε.

Ήρθα ντυμένη στην τρίχα. Γκρίζο κοστούμι για να φανώ ισχυρή και οπωσδήποτε γυαλιά, που με κρατούσαν απόμακρη. Το είχα αυτό το προσόν. Υπερμετρωπίας, ηλίου, ό,τι να ’ναι, ακόμα και η οθόνη του υπολογιστή ή το τζάμι του αυτοκινήτου ή το παράθυρο με ασφάλιζαν. Έτσι πορεύθηκε μια ζωή: από γυαλί σε γυαλί κι από τζάμι σε τζάμι. Από παράθυρο σε παράθυρο κι από θερμοκοιτίδα σε σκάφανδρο: τα κιλά μου. Κανένας ποτέ δεν το κατάλαβε πόσο μεγάλη ασφάλεια μου παρείχαν.

Έφτασα, επίσης, στην ώρα μου. Πάντα το φρόντιζα αυτό. Ο καλύτερος τρόπος για να περάσεις απαρατήρητη. Ούτε και πρώτη και καλύτερη εκεί, πάγκο, αναπληρωματική μαζί με τους οικοδεσπότες να περιμένεις τους άλλους, αλλά ούτε κι αργά να σε παρατηρούνε όλα τα μάτια και να σε κρίνουν λες και το έκανες εξεπιτούτου.

Ήρθα, λοιπόν, όπως πάντα ντυμένη καθωσπρέπει με μια μονόχρωμη μονοτονία. Έφτασα, λοιπόν, όπως πάντα στην ώρα μου, ρυθμισμένη σαν ακριβείας αθέατο ελβετικό ρολόι.

Λειτούργησα ανάμεσά σας, ακριβώς, με τον ίδιο τρόπο: ευπρέπειας, κατάφασης και ασφάλειας. Σχεδόν με τον αυτόματο πιλότο. Μειδίαμα κατανόησης και ευήκοον ους λες και συνέλαβα λέξη από τα μάστερ, τα ντοκτορά και τα εξωτερικά των παιδιών τους. Λες και μετρούσαν καθόλου οι περγαμηνές του κυρίου βιομηχάνου που είχε πάντοτε δίκιο –και όλοι μοιάζουμε μεταξύ μας, είναι θέμα ευκαιριών, όμως δεν είχα καθόλου δίκιο εγώ κι ούτε ευκαιρία καμία– λες κι αποκτούσε βαρύτητα το εκτόπλασμα του αεροπαγίτη, αρεοπαγίτη, αρειοπαγίτη, ποτέ δεν το πέτυχα το σωστό και τ’ όνομά του το ξέχασαν στις συστάσεις.

Όποτε ερχόμουν στο σπίτι σας μονάχα μ’ εκείνες μας συστήνατε, με ιδιότητες. Και σύμφωνα μ’ αυτές μας καλούσατε. Καθόλου δε μετρούσε αν γνωριζόμαστε μεταξύ μας ή αν ταιριάζαν τα χνότα μας, αν πλήγωνε ο ένας τον άλλον, αν ήμουν η αγαπημένη του στο παρελθόν και τώρα απόψε πολύ με πονούσε που ήταν έτσι εκεί απέναντί μου με τη σύζυγο. Που είχαν επιστρέψει από την Κωνσταντινούπολη όπου είχανε πάει σε ένα συνέδριο και που ήτανε «το κάτι άλλο». Η Αγιά Σοφιά, «το κάτι άλλο». Το φόρεμά της, «το κάτι άλλο». Το δικό μου κοστούμι, «το κάτι άλλο». Η τούρτα παγωτό που φέρανε, «το κάτι άλλο».

Κι εσύ, «το κάτι άλλο» ήσουν απόψε. Καμιά σχέση με εκείνο το λαβωμένο, τρομαγμένο απ’ την αρρώστια κι απ’ την απώλεια ψηλό αγοράκι που γνώρισα. Ένας γκρίζος άντρας ήσουν κι εσύ απόψε με ιδιότητα. Διπλή. «Στους έχοντες και τους κατέχοντες». Δική σου η έκφραση. Με σύζυγο που μαγειρεύει καλά, είναι υπάκουη και αντέχει, με παιδιά που έχουν μάστερ και ντοκτορά, είναι όμορφα, ψηλά και σερβίρουν, και εικόνα γυαλιστερή και αδιασάλευτη, σαν σε παράσταση διαρκή σε δικαστήριο.

Η τελεία και παύλα, δίκιο-άδικο, έπρεπε πάντα να είναι δική σου. Λες και υπάρχει τελεία και παύλα πουθενά στη ζωή.

Πιρούνι με το χέρι τ’ αριστερό, μαχαίρι με το δεξί, πλάτη στητή και χαμόγελο. Απόψε συμφωνούσα με όλους. Τα ονόματά σας δεν τα θυμόμουν – εξάλλου μου τα ’πατε; Τα ταμπελάκια και οι περγαμηνές σας, λες σε σύννεφο.

Κάπου αυτή η ατέλειωτη συμφωνία, σαν το απέραντο γαλάζιο, πρέπει να μ’ έκανε σ’ όλους σας συμπαθητική. Άλλωστε, γι’ αυτό ακριβώς με καλούσατε. Επειδή συμφωνούσα. Γιατί δε σας δημιουργούσα προβλήματα. Επειδή ήμουν συμπαθητική. Και ας ξερνούσα όλη μέρα την άλλη μέρα με το λούστρο σας.

Ξέρναγα, ξέρναγα και τελειωμό δεν είχα. Τα ψεύτικα χαμόγελα, την απατηλή ευτυχία, την κενή σιγουριά, την αυτοπεποίθηση του αμαξιού, του σπιτιού και του τίτλου. Τη σύζυγο που την εξαπατάς και σε εξαπατάει. Που την απατάς και σε απατάει. Τα παιδιά που σε επιβεβαιώνουν. Την εικόνα που σε εξασφαλίζει. Κι αυτό το ελάχιστο, τρυφερό, ευαίσθητο βλέμμα που –πού και πού– σου ξεφεύγει και με εξευτελίζει.

Γιατί ορκιζόμουνα το απόγευμα ότι φέτος δε θα πατήσω και ήρθα. Γιατί υποσχόμουνα όλη τη βδομάδα πως θ’ αρρωστήσω και έφτασα κι άρρωστη. Γιατί ακόμα και τώρα που σας χλευάζω αδιαφορώντας, μέσα μου σκίζομαι. Γιατί ακόμα και τώρα που δείχνω δυνατή, είμαι το πιο αδύναμο και τρομαγμένο πλάσμα της Γης. Γιατί ακόμα και τώρα που με παρουσιάζεις επιτυχημένη, είμαι σαν άστρο στραβοπεσμένο στο Διάστημα.

Γιατί ακόμα και τώρα που μοιάζω αλώβητη, έχω γεμίσει μαχαιριές από την προσποίηση και το ψέμα. Γιατί φαίνομαι φίλη σας κι είμαι μια ξένη σαν εκείνη την κούκλα του εξωφύλλου μου στα λασπόνερα. Γιατί ακόμα και τώρα δηλώνω ελεύθερη, αλλά είμαι σκλάβα της αδυναμίας μου και της ανάσας σου.

Κι όσο πιο σκλάβα ήμουν, τόσο πιο αλώβητη φαινόμουν.

Πάγος, σου λέω, μάρμαρο, ψυγείο.

Όπως τότε παλιά στη σχολή. Που οι ρηγάδες με θεωρούσαν κνίτισσα, οι κνίτες ρηγού κι εγώ το μόνο που έκανα ήταν εισοδισμό απ’ την ΟΚΔΕ.

Κανείς δεν έμεινε από μας. Ο Τριαντάφυλλος τρελάθηκε. Ο Χρήστος είχε ένα περίεργο ατύχημα. Η Ιουλία πήδησε από τον τρίτο. Ο Γιώργος δεν άντεξε την Προδομένη Επανάσταση και νοικοκυρεύτηκε. Κι ο Θύμιος, που ζει τη Διαρκή του, έγινε πια τόσο γραφικός, μέχρι εξευτελισμού.

Εγώ απλώς παραμένω, μια ζωή, ιδεολογικά ύποπτη. Έξω ψυγείο, μάρμαρο, πάγος. Όμως μέσα μου λιώνουν οι πάγοι μου. Και μια μοναξιά σαν σκαντζόχοιρος κατρακυλά και με ματώνει.

Απόψε το βράδυ, στο σπίτι σου, έχει το βλέμμα σου.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2000

(Η ιδέα γεννήθηκε την Τετάρτη στις 6 Σεπτεμβρίου που το ημερολόγιο έγραφε «Ανάμνησις θαύματος, Αρχαγγέλου Μιχαήλ» κι ο ήλιος ανέτειλε στις 6.59’ το πρωί κι έδυσε στις 19.48’. Στο σπίτι σας έφτασα ακριβώς στις εννιά και μισή. Ως όριζε το πρόγραμμα κι ως όφειλα ως «ιδεολογικά ύποπτη» να πράξω.)

Μαύρα Καλοκαιρινού

Για την αντιγραφή,

Λόλα Λαμπίρη.

Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Μια καρδιά στο στομάχι

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.