fbpx
«Αυτοκτονούν τα σκυλιά;» της Μπελίκας Κουμπαρέλη

«Αυτοκτονούν τα σκυλιά;» της Μπελίκας Κουμπαρέλη

Η κυρία Ντόνα δεν άφηνε ποτέ τη Μπουμπού μόνη της. Την έβαζε στην τσάντα της και πήγαιναν σε συγγενείς, στο σινεμά, το θέατρο, στις καφετέριες. Παντού μαζί. Μέχρι που ταξίδευαν παρέα ως τα πιο μακρινά μέρη της γης. Μόλις έφταναν στον προορισμό τους, η Μπουμπού οσμιζόταν και τριγύριζε κουνώντας το κωλαράκι της και τη σγουρή ουρά της. Όταν η Μπουμπού έβγαζε δόντια, η κυρία Ντόνα ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και πρόσεχε και για τις δυο τους. Όταν το σκυλί χαιρόταν, η κυρά του χαλάρωνε. Η Μπουμπού ήταν το ραντάρ της για καθετί από τότε που πέθανε ο άντρας της.

Απ’ τη στιγμή που το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μόλις πέντε πόντων κουτάβι μέσα στο γυάλινο κλουβί, το ερωτεύτηκε όπως είχε ερωτευτεί και τον συχωρεμένο τον άντρα της γιατί της θύμισε ένα μοναχικό τεράστιο σαρπέι, εκείνο το αλλόκοτο μπουλντόγκ με τις βαριές ρυτίδες και τη μπλε γλώσσα – μόνο που του άντρα της ήταν ροζ. Ο υάλινος κώδων, μου έφερε συντροφιά αντί για παράνοια, σκέφτηκε η κυρία Ντόνα. Μπήκε στο μαγαζί αγόρασε τη Μπουμπού και ζητώντας νοερά συγγνώμη απ’ τη Σύλβια Πλαθ, άφησε το βιβλίο της σ’ ένα παγκάκι.

Έβαλε τη Μπουμπού στο μαξιλάρι του άντρα της για να την έχει έγνοια, όπως ακριβώς έκανε και με εκείνον στη διάρκεια της αρρώστιας του. Μόνο που τώρα έβλεπε όλο το σκυλί σε κάθε του λεπτομέρεια, ενώ με τον άντρα της έβλεπε άλλοτε το πρόσωπό του κι άλλοτε το σβέρκο του, χαζεύοντας τις τρίχες που ξεφύτρωναν στριφτές μέσα στο δέρμα του.

Στους επόμενους έξι μήνες η κυρία Ντόνα εκπαίδευσε τη Μπουμπού. Δεν της φόρεσε ποτέ κολάρο γιατί ήθελε να της προσφέρει το δικαίωμα να διαλέξει αν θα μείνει μαζί της ή θα φύγει. Της φαινόταν άδικο να ελέγξει με λουρί ένα τόσο μικροσκοπικό πλάσμα. Την έμαθε να περπατάει, να τρέχει ή να μυρίζει υπό τον όρο ότι το έκανε στο πεζοδρόμιο ενώ όποτε διέσχιζαν δρόμο, η σκυλίτσα πηδούσε στη χούφτα της κυράς της. Έλεγε σε όλους πόσο έξυπνη ήταν και πόσο περίμενε να φτάσει στο ένα κιλό για να σιγουρευτεί ότι είναι σκύλος κι όχι κουρδιστό.

Οι άνθρωποι διασκέδαζαν μόλις αντιλαμβάνονταν ότι δεν είναι μπρελόκ κι εκείνη τους κοιτούσε παιχνιδιάρικα με τα λαμπερά της μάτια. Δεν ήταν απ’ τα σκυλιά που γλύφουν και φιλάνε ή γαβγίζουν υστερικά. Όχι. Ήταν κυρία. Ψύχραιμη, ευγενής και κάπως απόμακρη στην τρυφερότητα των ξένων. Κρατούσε όλη της την αγάπη για την κυρά της.

Στο σπίτι τους όλα ήταν διαφορετικά. Εκτός απ’ το ότι έκανε την ανάγκη της στη γωνία του μπάνιου, μοιράζονταν τα πάντα. Φαγητό, ύπνο, διαβάσματα, πλέξιμο, τηλεόραση. Η κυρά της έραψε και μια τσέπη στις ρόμπες της όπου η Μπουμπού χωνόταν όσο έκανε δουλειές, ώστε να ακούει την καρδιά της και να ησυχάζει. Στην πραγματικότητα το έκανε αυτό γιατί κάθε φορά που την έχανε, τρόμαζε κι η πονηρή το είχε καταλάβει και της κρυβόταν επίτηδες.

Η κυρία Ντόνα ήταν λιγόλογη κι έτσι δεν έλεγε πολλά ούτε στη Μπουμπού. Δύο πλάσματα που απολάμβαναν τη συμβίωσή τους στη σιωπή. Η σκυλίτσα έδειχνε την αγάπη της χώνοντας το κεφαλάκι της στη μασχάλη της κι έβγαινε αναστενάζοντας σαν να της έλεγε, ‘μοσχοβολάς’ κι η κυρά της ανταποκρινόταν μ’ ένα φιλί στο μουσούδι της.

Μερικές φορές απλώς κοιτάζονταν ώρες στα μάτια. Η κυρία Ντόνα πίστευε ότι το σκυλί ήταν σοφό. «Ή εγώ θα γαβγίσω ή εσύ θα μιλήσεις» έλεγε κι έπαιρνε όρκο ότι η Μπουμπού συγκατένευε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού της.

Αναρωτιόταν συχνά τι σκεφτόταν η σκυλίτσα της και αν σκεφτόταν. Ρώτησε και τον κτηνίατρο. «Το μόνο που μπορούμε να πούμε για τα ζώα μας είναι αν έχουν καλή ζωή, κρίνοντας απ’ την υγεία και τη συμπεριφορά τους. Σας δίνω το λόγο μου κυρία Ντόνα, αυτό είναι ένα τρισευτυχισμένο κορίτσι». Η απάντηση τη γέμισε γαλήνη.

Οχτώ χρόνια πέρασαν απαλά. Η Μπουμπού ήταν η πρώτη που παρατήρησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την κυρά της και γάβγιζε πένθιμα για να την ειδοποιήσει. Η κυρία Ντόνα την πήγε στον κτηνίατρο που αποφάνθηκε ότι το σκυλί ήταν μια χαρά.

Την επομένη, η αδελφή της κυρίας Ντόνας έκανε το ετήσιο τσεκ-απ της. Οι δύο γυναίκες πήγαν μαζί στην κλινική, με τη Μπουμπού στην τσάντα της κυράς της. Ένας καρδιολόγος που, όπως τους είπε, λάτρευε τα σκυλιά, παραξενεύτηκε απ’ το κλαψούρισμα της Μπουμπούς. Ζήτησε απ’ την κυρία Ντόνα να κάνει κι αυτή εξετάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν σοβαρή καρδιοπάθεια. Χρειαζόταν επειγόντως χειρουργείο.

Μπήκε στο νοσοκομείο κι έμεινε σχεδόν ένα μήνα. Η Μπουμπού πήγε στην αδελφή της που τη λάτρευε. Η κυρία Ντόνα παραπονιόταν που δεν της επέτρεπαν να δει τη σκυλίτσα της. Ισχυριζόταν ότι όποτε την ονειρευόταν, σταματούσαν οι πόνοι.

«Γιατρέ, το σκυλί μου με έσωσε, γιατί να μην τη δω;»

«Κυρία μου, ακόμα και μία τρίχα της μπορεί να αποδειχτεί μοιραία αυτή τη στιγμή», απαντούσε ο καρδιολόγος.

Μετά το νοσοκομείο, μετακόμισε στο σπίτι της αδελφής της. Κατάλαβε αμέσως ότι η Μπουμπού είχε αλλάξει. Δεν αντέδρασε βλέποντάς την. Μόνο πάγωσε και την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Της θύμισε το άγαλμα ενός θλιμμένου σκύλου που είχαν δει σ’ ένα ταξίδι τους. Έκανε αγώνα να μη βάλει τα κλάματα, την πλησίασε, έσκυψε, την πήρε στη χούφτα της, της ψιθύρισε γλυκόλογα, τη χάιδεψε, τη φίλησε. Τίποτα.

«Σε τιμωρεί» πέταξε γελώντας η αδελφή της.

Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Πίστευε ότι η Μπουμπού είχε καταλάβει γιατί έλειψε τόσον καιρό. Συνέχισε να τη νταντεύει, να της μιλάει στο αυτί, ένα μυστικό τους συνήθειο που έκανε το σκυλί να φταρνίζεται και ν’ ανοίγει το στόμα λες και γελούσε. Τίποτα. Την έχωσε στη μασχάλη της να μυρίσει το άρωμά της. Τίποτα. Την έβαλε στην τσέπη της ρόμπας της, πάνω στην καρδιά της. Τίποτα.

Το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί στο μονό κρεβάτι, μοιράστηκαν το μοναδικό μαξιλάρι. Γυναίκα και σκυλίτσα έμειναν ξύπνιες ως τα ξημερώματα, να κοιτάζονται έκθαμβες. Τα δάκρυα της κυρίας Ντόνας μούλιαζαν το μαξιλάρι όπως τα πρώτα χρόνια που πενθούσε τον άντρα της και η Μπουμπού της έγλυφε το πρόσωπο. Όμως τώρα η Μπουμπού ήταν απόμακρη.

Νύχτα τη νύχτα η κυρία Ντόνα πάσχιζε να την πείσει ότι την αγαπούσε ακόμα, ότι στην κλινική δεν επιτρέπονταν σκυλιά. Νύχτα τη νύχτα η Μπουμπού άκουγε τα ίδια λόγια και δεχόταν αδιάφορα τα νταντέματά της.

Μόλις έφυγαν απ’ την αδελφή της, την πήγε στον κτηνίατρο παρόλο που είχε διαπιστώσει πόσο τη φρόντισε.

«Κατάθλιψη» είπε ο γιατρός και δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Όμως η λέξη είχε πια ακουστεί.

«Τι μπορώ να κάνω, γιατρέ;»

«Τίποτα. Όσο τρώει, είμαστε καλά».

Σύντομα η Μπουμπού σταμάτησε να τρώει και η κυρά της πανικοβλήθηκε.

«Κυρία Ντόνα, σας θέλω γενναία» είπε ο κτηνίατρος μόλις πήρε τις εξετάσεις του σκυλιού. «Μόλις κάνατε εγχείρηση καρδιάς. Η Μπουμπού έχει καρκίνο στο στόμα. Όποτε είστε έτοιμη ψυχολογικά, θα πρέπει να της κάνουμε ευθανασία».

Η Μπουμπού βρισκόταν στο μεταλλικό κρεβάτι του κτηνίατρου. Κινούσε το κεφάλι της απ’ τον γιατρό στην κυρά της και συγκατένευσε μόλις τον άκουσε. Η κυρία Ντόνα ερείπιο. Έφυγε απ’ το ιατρείο με το σκυλί κρεμασμένο στο λαιμό της. Ήταν ένα παλιό τους παιχνίδι. Η μικρή ήταν ο παπαγάλος κι η κυρά της ο κουτσός πειρατής. Κούτσαινε αστεία κι άτσαλα όμως η Μπουμπού, ποτέ μα ποτέ δεν έπεφτε απ’ τη θέση της, σφηνωμένη ανάμεσα στο σαγόνι και το λαιμό της. Αυτή τη φορά στο πρώτο άχαρο κουτσό, έπεσε και η κυρία Ντόνα την άρπαξε στη χούφτα της. Ντράπηκε που την πίεσε να κάνει ένα κόλπο που ολοφάνερα δεν μπορούσε πια να εκτελέσει.

Άρχισε να την ταΐζει με ένεση. Ένα μίγμα από γάλα και κρόκο αυγού. Όσο έμενε στην ένεση, το ρουφούσε η κυρά της. Σε δέκα μέρες η Μπουμπού, από ένα κιλό έγινε εφτακόσια γραμμάρια και η κυρά της έχασε τέσσερα κιλά. Τις νύχτες ξάπλωναν μα δεν έκλειναν μάτι. Η κυρία Ντόνα άρχισε να μιλάει. Αφηγήθηκε στο σκυλί όλα όσα θυμόταν απ’ τα παιδικά της χρόνια, τη νιότη της, τις σπουδές της, το σχολείο όπου δίδασκε, τον άντρα της, το γάμο της. Όλα. Και τις καλές και τις άσχημες στιγμές της. Και κάθε βράδυ έκλεινε την αφήγηση, λέγοντάς της πόσο την αγαπούσε, πόσο ευτυχισμένη την είχε κάνει.

Όταν πια δεν είχε λόγια, κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια κι επιτέλους η Μπουμπού έδειχνε πάλι την αγάπη της. Μόνο που ήταν μια κουρασμένη πικρή αγάπη, με αδιόρατα κουνήματα της ουράς και αδύναμα φιλιά. «Δεν σε πρόδωσα» της εξηγούσε και η Μπουμπού κρυβόταν ξανά στη μασχάλη της κι έβγαινε αναστενάζοντας και την έγλυφε στο στόμα. Η κυρία Ντόνα παρέβλεπε τη μπόχα που ξερνούσε η σαπίλα του καρκίνου. «Περνάμε τόσο καλά μαζί, γιατί θέλεις να μ’ αφήσεις;» τη ρωτούσε κι ένιωθε ότι μιλάει στον συχωρεμένο τον άντρα της. Η Μπουμπού δεν απαντούσε. Ούτε κι ο άντρας της.

Ένα πρωί η σκυλίτσα δεν ξύπνησε. Η κυρία Ντόνα την έθαψε μαζί με την αδελφή της στον κήπο της γειτόνισσας, εκεί όπου έπαιζε μικρή με το δικό της σκυλί. Το άτιμο συνέχισε να ουρλιάζει δύο μερόνυχτα.

Η κυρία Ντόνα, άκλαφτη κι αποστεωμένη έκανε στην αδελφή της την ερώτηση που την έκαιγε απ’ τη στιγμή που γύρισε απ’ το νοσοκομείο.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.