fbpx
«Δαίμονες» του Απόστολου Σπυράκη
MIKHAIL VRUBEL: DEMON BY THE WALLS OF MONASTERY, 1891

«Δαίμονες» του Απόστολου Σπυράκη

Στον Γιάννη Κασαπίδη, όπου κι αν βρίσκεται.

Πάντα μου άρεσαν οι καλές ταινίες. Και τώρα, ειδικά το καλοκαίρι, χαίρομαι πολύ όταν υπάρχει καμιά καλή στην τηλεόραση, όπως αυτή που είδα πρόσφατα μ’ έναν νεαρό θυρωρό που ερωτεύεται ένα κορίτσι πλούσιο και το γοητεύει σώζοντας τον αλκοολικό φίλο της. Κατά καιρούς έχω δει ταινίες κάτω από περίεργες συνθήκες. Όταν έμενα ένα διάστημα στη Χρυσούπολη, κάπου έξω απ την Καβάλα, είχα δει ένα έργο με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τατούμ Ο’ Νιλ, πολύ μικρή τότε.

Αυτός ήταν ζωγράφος και είχε πάει στην επαρχία για να αλλάξει παραστάσεις. Ζωγράφιζε θυμάμαι έναν με παραμορφωμένο πρόσωπο. Το κοριτσάκι τον ερωτεύεται όταν τον συναντά κι αργότερα τον ακολουθεί στην πόλη. Μου έλειπε τότε η κίνηση της πόλης, καθώς ζούσα στην επαρχία, κι έβλεπα με νοσταλγία την κοπελίτσα ν’ ανεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες του σταθμού των τρένων. Όταν έμενα στις εστίες, στο ΔΕΛΤΑ, ένα πρώην ξενοδοχείο, είχα δει Το Εξπρές του Μεσονυκτίου σε μια παλιά τηλεόραση στο κυλικείο. Μου είχε αρέσει η αρχή και το τέλος, το ενδιάμεσο δε βλέπεται, μ’ εκείνο το παλικάρι που ήταν όμορφο είτε με μακριά μαλλιά είτε κουρεμένο και που πήγε θαρρώ από AIDS. Και βέβαια μου άρεσε η μουσική και η σκηνή στο τέλος με τον ήρωα να τρέχει στο πρωινό φως και να χάνεται σιγά σιγά. Εκείνο το βράδυ με είχε δαγκώσει ένα μαύρο σκυλί που εμφανίστηκε σαν φάντασμα απ’ το πουθενά όπως κατέβαινα τα σκαλιά. Τα δόντια του είχαν καρφωθεί στο παντελόνι μου και χωρίς να το τρυπήσουν είχαν χωθεί στη σάρκα. Είχα πάει τότε στο νοσοκομείο και περίμενα με κάτι παιδάκια ξενυχτισμένα ώσπου ησύχασα. Στο «Μακεδονικόν», ένα σινεμά λίγο κουλτουριάρικο, είχα δει κάμποσες ταινίες μόνος μου, όπως την Αλίκη στις πόλεις του Βέντερς με το ξανθό, χαμένο κοριτσάκι που το ’χει παρατήσει η μάνα του κι έναν νεαρό, θαρρώ, που δεν ξέρει τι να το κάνει. Εκεί είχα δει τις πρώτες φρέσκες ταινίες του Κουστουρίτσα απ’ την κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία. Θυμάμαι και το Μπέρντι με τον Μάθιου Μοντίν που μου ’λεγε ο φίλος μου ο Μαυρίδης ότι του μοιάζω. Έφευγα τότε απ’ τον «Μπερντέ», όπου μόλις πήγαινα να καθίσω όλοι μάζευαν τα ποτήρια τους να μην τα γκρεμίσω, έτσι άγαρμπος που ήμουν. Εκεί έξω απ’ τον «Μπερντέ», σ’ ένα τραπεζάκι όπου ήμασταν μαζεμένοι ένα βράδυ, κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι από ένα μπαλκόνι που έσπασε μπροστά στα πόδια μας. Μια άλλη φορά η Σ. μπήκε μέσα και πέταξε τη βέρα στον αρραβωνιαστικό της με τον οποίο ήταν στα μαχαίρια. Ένας αδύνατος τύπος καθόταν πάντα στον πάγκο κι έπινε τα άντερά του. Τον φώναζαν «το φίδι» και είχε μια διαβολική φυσιογνωμία σαν πραγματικό ερπετό. Ακούγονταν πολλά περίεργα γι’ αυτόν. Απ’ όλα τα τραγούδια που κάθε βράδυ έπαιζαν στον «Μπερντέ» δυο τρία άξιζαν και τα περίμενα. Το «Πέρασα έτσι, δίχως λόγο» του Παπάζογλου, το «Σε ψάχνω στους σταθμούς» κι ένα άλλο του Θεοδωράκη, ίσως το «Χάθηκα». Στα άλλα παιδιά δεν άρεσε πολύ το σινεμά, εκτός απ’ τον Γιάννη, που μου ’λεγε για τη σκηνή απ’ τον Καιρό των τσιγγάνων όπου ο διοπτροφόρος πάει να κλέψει ένα σπίτι και ξεχνιέται παίζοντας ένα πιάνο που βρίσκει εκεί μέσα.

Όταν έμενα με τον παππού μου είχα δει αρκετά έργα σ’ ένα κανάλι που ξαναπρόβαλλε το πρωί τις βραδινές ταινίες. Σ’ ένα αστυνομικό, ο Έλιοτ Γκουλντ έσπαγε τα μούτρα του σε κάτι σκαλιά αξύριστος και ταλαιπωρημένος και μου ‘χει μείνει στο μυαλό ένα γκρίζο γατί με πράσινα μάτια γυαλιστερά, που κρυβόταν τις νύχτες σ’ ένα ινδιάνικο νεκροταφείο, δίπλα σε μια λίμνη απ’ όπου έβγαιναν πνεύματα δαιμονικά. Ποτέ δεν έβλεπα, ούτε και τώρα βλέπω, ταινίες τρόμου αλλά στο πρωινό φως ήταν λιγότερο φρικιαστικές. Τα βράδια όταν κοιμόταν ο παππούς μου είχα δει ταινίες απ’ το ’60 και το ’70, όπως το Ο βρόμικος Χάρι και η πρόστυχη Σάρα, έτσι νομίζω ότι είναι ο τίτλος, κι ακόμα τον Πίτερ Φόντα μ’ ένα αμάξι που προσπαθεί να δραπετεύσει και καρφώνεται σ’ ένα τρένο. Ο Στιβ Μακ Κουίν μου είχε αρέσει στο Getaway, εκεί όπου τον ξεφορτώνει ένα καμιόνι με σκουπίδια. Ήταν καλός και στο Bullitt, όπου δε μιλά πολύ, όπως πρέπει ακριβώς. Αργότερα σ’ έναν πολυκινηματογράφο είδα τον Αλ Πατσίνο στο Insomnia να μην μπορεί να κοιμηθεί στα απίστευτα τοπία της Αλάσκα, όπου δε νυχτώνει το καλοκαίρι. Όταν είχα καλωδιακή σύνδεση είχα πάθει πλάκα με τον Κρίστιαν Μπέιλ στο UMA 3:15. Η εκφραστικότητά του ήταν τρομερή – έτσι γίνεται όταν ο καλός ηθοποιός έχει ένα γερό σενάριο. Ήθελα να κάνω διάλειμμα και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Αργότερα σ’ ένα λεωφορείο όπως είχα απέναντί μου τα στενά της Ρεντίνας κι έπειτα τον Στρυμονικό Κόλπο, είδα να κυνηγούν λυσσασμένα τον Ματ Ντέιμον στους δρόμους του Μιλάνου. Πρέπει να είχε κάποια βλάβη το δίκτυο της ΔΕΗ, γιατί με είχαν πιάσει τα γέλια όπως νύχτωνε κι έβλεπα τα φώτα της Ασπροβάλτας να αναβοσβήνουν σαν τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Αυτή τη διαδρομή, Θεσσαλονίκη-Καβάλα και αντίστροφα, την έχω κάνει άπειρες φορές και συνήθως είναι ανανεωτική. Θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη αν έφευγα μέσω αυτής της διαδρομής κάθε σαράντα μέρες για ένα διήμερο.

Παλιότερα παίρναμε το δρόμο μέσα απ’ τα στενά της Ρεντίνας κι έβλεπα ψηλά τα ερείπια του κάστρου που φρουρούσε τον τόπο απ’ τις επιδρομές των Σλάβων και των Βουλγάρων που εκστράτευαν προς τη συμπρωτεύουσα. Ο παππούς μου είχε διηγηθεί πως τους είχαν σταματήσει σ’ αυτά τα στενά οι αντάρτες στον εμφύλιο κι από τότε ταξίδευε μ’ αεροπλάνο που τον είχε κατατρομάξει. Μετά τη Ρεντίνα, βλέπεις τον Στρυμονικό Κόλπο και στο βάθος τη Θάσο, από κει που ξεκίνησε ο Θουκυδίδης για να προλάβει τον Βρασίδα μα καθυστέρησε και οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν την Αμφίπολη. Έτσι οι Αθηναίοι τον απέλυσαν για να ’ρθει στο Παγγαίο στη Σκαπτή Ύλη να γράψει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και ανάθεμά με αν έχω καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν αυτή η τοποθεσία. Πιο κάτω είναι οι εκβολές του Στρυμόνα όπου λένε πως τσακίστηκε ο Νικοτσάρας απ’ τα ασκέρια των Τούρκων που τον καρτερούσαν στο γεφύρι του ποταμού. Όπως διάβασα, ακόμη σώζονται οι πλάκες απ’ τους τουρκικούς τάφους. Εκεί γύρω στη μαλακή άμμο είχε χαράξει κι ο συμμαχικός στόλος πριν από κανέναν αιώνα στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Μετά τον Στρυμόνα, αν στρίψεις αριστερά από κει που λένε ότι περνούσε η Εγνατία Οδός στην αρχαιότητα, βλέπεις τον κάμπο της Δράμας με τον Αγγίτη ποταμό και την Αλιστράτη απέναντι στα βουνά των Σερρών, εκεί όπου πήγαινε ο παππούς μου πιτσιρικάς να μαζέψει στάρι απ’ τα αθέριστα μαζί με τη μάνα μου, όπως η Ρουθ στη Βίβλο. Είχαν πάρει όμηρο τον προπάππο μου οι Βούλγαροι και οι γυναίκες έλεγαν ότι ο μικρός γιος του, που ζητιάνευε κόλλυβα στα νεκροταφεία δεν είχε καμιά τύχη, βέβαια, αυτός έζησε άλλα 85 χρόνια.

Πιο ανατολικά για να φτάσεις στο χωριό μου περνάς απ’ τις Πόρτες, κάτι πηγές δίπλα στα βουνά που στέρεψαν τώρα απ’ τις γεωτρήσεις. Εκεί υπήρχε πέρασμα παλιά που το φύλαγε Τούρκος σκοπός, εξ ου και η ονομασία. Από την άλλη μεριά ο κάμπος ήταν ένας απέραντος βάλτος προτού αποξηρανθεί.

Ένα βραδάκι κοντά στο σούρουπο, επέστρεφα από ένα τέτοιο ταξίδι. Στο γραμματοκιβώτιο υπήρχε μια ειδοποίηση να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα. Ο ψυχάκιας, ο ένοικος των άνω διαμερισμάτων, γύρευε φασαρία. Πήγα αμέσως στο τμήμα της Ανάληψης όπου ένας αστυνομικός μελετούσε φακέλους εμπρησμών. Είχα κακές αναμνήσεις από πάρε δώσε με αστυνομικούς μα τούτος εδώ ήταν ευγενέστατος. Του εξήγησα τι συμβαίνει κι έπειτα μας διέκοψε ένας πενηντάρης που η γυναίκα του δεν τον άφηνε να δει τα παιδιά του. «Ευτυχώς εγώ δεν είχα παιδιά όταν χώρισα», του είπα και του ευχήθηκα περαστικά. «Είσαι τυχερός», μου απάντησε. Πήγα σπίτι και ήμουν σε ένταση. Είχε ζέστη, οι πόρτες απ’ τα μπαλκόνια ήταν ανοιχτές κι απ’ τις πολυκατοικίες απέναντι ακούγονταν φωνές ενώ οι αρσενικές γάτες γίνονταν μαλλιά κουβάρια πάνω σε κάτι λαμαρίνες στον ακάλυπτο χώρο κι ένα μικρό γατάκι, εγκαταλελειμμένο, νιαούριζε διαπεραστικά και επίμονα κάθε βράδυ. Ήθελα να δω μια δυνατή ταινία κι όταν άνοιξα την τηλεόραση έπαιζε τοΦονικό όπλο που το είχαμε δει με τον Γιάννη στο «Ρίο», ένα σινεμά επί της Εγνατίας που τώρα βέβαια έγινε σούπερ μάρκετ. Ένα κορίτσι δεν ήθελε να βγούμε μαζί τότε και πήγαμε μια βόλτα με το μηχανάκι για να γλιστρήσουμε σε κάτι λάδια και να συρθούμε στην άσφαλτο πριν καταλήξουμε στο «Ρίο». Έβλεπα τον Μελ Γκίμπσον, αν και ο Ντάνι Γκλόβερ είναι όλα τα λεφτά, να πηδάει από κτίρια ψηλά, αγκαλιά με υποψήφιους αυτόχειρες. Ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ όταν χτύπησε η πόρτα. Κοίταξα απ’ την τρυπούλα και είδα την Ελένη, μια γυναίκα που έμενε στον κάτω όροφο. «Πάμε να βγάλουμε το γατάκι απ’ τον ακάλυπτο, αλλιώς δεν πρόκειται να κοιμηθούμε», μου είπε.

Κατεβήκαμε μ’ ένα φακό. Ο ακάλυπτος περιβαλλόταν από έναν ψηλό φράχτη που είχε παγιδεύσει το γατί. Το είδα κρυμμένο πίσω από μια μαρμάρινη πλάκα. Μόλις με είδε έτρεξε και χώθηκε πίσω από κάτι βαρέλια. Φώτισα το σημείο και προσπάθησα να το διακρίνω. Ήταν ένα γκρι ελεεινό γατί σαν αυτό που είχα δει στο θρίλερ, μόνο που αυτουνού του είχαν φάει το μάτι τα μυρμήγκια τόσες μέρες εγκαταλελειμμένο μες στο λιοπύρι. Το ’πιασα απ’ το σβέρκο και προσπάθησα να το βγάλω έξω. Κοίταξα προς τα πάνω και το μέρος μού έδινε την αίσθηση ενός φαραγγιού με τα κτίρια να υψώνονται απ’ όλες τις μεριές. Το γατί φαινόταν ήσυχο αλλά ξαφνικά γρύλισε σφυριχτά σαν δαίμονας και με ένα τίναγμα μου ξέφυγε και με γρατζούνισε στο χέρι. Βλαστήμησα και είπα στην Ελένη να ’ρθει να το βγάλει. Φοβήθηκα καμιά μόλυνση και πήγα στο νοσοκομείο. Είχα να πάω σε γιατρό από τότε που με δάγκωσε εκείνο το μαύρο σκυλί στις εστίες.

Εκεί στην ουρά περίμεναν διάφοροι περίεργοι. Ένας αξύριστος σιδεράς που ήθελε να καθαρίσει το μάτι του από κάτι ρινίσματα τα οποία είχαν σφηνωθεί στο βολβό όπως έκοβε κάτι σωλήνες ατσαλένιους με το δράπανο, ένας πιτσιρικάς που ήτανε να κάνει αντιτετανικό εμβόλιο γιατί είχε πατήσει ένα καρφί σκουριασμένο, μια γιαγιά που έκλαιγε και μια αχτένιστη τρελή που ποιος ξέρει γιατί την είχαν φέρει κατά κει. Την κρατούσαν δυο αστυνομικοί κι αυτή φώναζε: «Απάνω τους, μη φοβάστε!» Κάθισε σε μια γωνία κι όλο κοιτούσε τον αξύριστο σιδερά με τα κοκκινισμένα μάτια και το τραχύ πρόσωπο που είχε αλλόκοτη όψη. Σε μια στιγμή ήρθε σ’ εμένα και κοιτάζοντας με τρόπο τον σιδερά, μου ψιθύρισε: «Μα την πίστη μου, είναι δαίμονας!»


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.