fbpx
«Ο άλλος» της Ναταλίας Δαδίδου

«Ο άλλος» της Ναταλίας Δαδίδου

Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Δε φταίει κανείς για τις ατυχίες μου. Για όλα υπεύθυνος είμαι εγώ. Αυτές οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό μου όση ώρα περίμενα να έρθει η σειρά μου. Στόχος να προσεγγίσω τον πρώτο ελεύθερο υπάλληλο της εφορίας, για να ξοφλήσω τη δόση που έληγε αυτόν το μήνα. Η ουρά δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, όμως δεν είχε κινητικότητα. Άρχισα να δυσανασχετώ. Έπρεπε να τελειώνω γρήγορα, θα με περίμενε κι ο τύπος που πριν από λίγο καιρό μετακόμισε στο διαμέρισμα ακριβώς επάνω από το δικό μου. Με παρακάλεσε να τον συνοδεύσω στο γιατρό. Με έφερε σε δύσκολη θέση όταν μου το ζήτησε, καθώς γνωριζόμαστε μόλις λίγες εβδομάδες. Αλλά δε μου άφησε περιθώρια να αρνηθώ. Δε μου έφταναν τα δικά μου άγχη. Όμως του το υποσχέθηκα και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Κοίταξα την ώρα στο τηλέφωνο. Προχωρούσαμε αργά. Έγειρα δεξιά δραπετεύοντας από την ευθεία που μπλόκαρε το βλέμμα μου και κοίταξα τη νεαρή κοπέλα πίσω από το γκισέ. Με επιδερμίδα διάφανη, σχεδόν αναιμική, τεράστια μαύρα γυαλιά, λεπτά χείλη και ρούχα που αντλούσαν από όλες τις αποχρώσεις του ροζ, δε μου έκανε αίσθηση σαν γυναίκα. Όχι ότι αυτό έχει σημασία. Στοιχήθηκα ξανά στην ευθεία μου, αφήνοντας έναν αναστεναγμό δυσαρέσκειας να δραπετεύσει.

Εδώ κι επτά μήνες κάνω την ίδια διαδρομή. Ξεχωρίζω στην αρχή του μήνα τις υποχρεώσεις κι έρχομαι εδώ. Έχω άλλους πέντε. Καβάτζαρα τη μέση. Όμως τώρα ο δρόμος είναι όλο και πιο δύσκολος. Η εταιρεία μου έκλεισε. Κι εγώ μετράω. Κουράστηκα να μετράω. Πού ’ναι αυτοί που λένε ότι το χρήμα δεν έχει σημασία. Κάποτε κόντεψαν να με παρασύρουν σ’ αυτή την αυταπάτη. Να τους πω εγώ, τώρα, πόση σημασία έχει. Τώρα, που κυνηγάω τα κέρματα, τα τσαλακωμένα πεντάευρα στα παντελόνια. Τώρα, που ψάχνω για παραχωμένα ξεχασμένα χαρτονομίσματα στα συρτάρια, στις παλιές κρυψώνες, στις σελίδες βιβλίων, σε παλιές τσάντες, παντού. Τώρα, που όσο ψάχνω αναζητώ παρηγοριά στη σκέψη ότι ο Θεός είναι μεγάλος και όλο και κάτι θα βρω, παραβλέποντας μάλιστα το γεγονός ότι εξακολουθώ να είμαι άθεος.

Δε θυμάμαι πού το διάβασα πως κάθε γενιά, λέει, βιώνει έναν πόλεμο. Οι παλιές μου συνήθειες θάφτηκαν σιγά σιγά όπως κι η ανάμνηση της αίσθησής τους. Άρχισα μάλιστα να κρύβομαι από φίλους και γνωστούς. Κάθε ήχος μηνύματος ή τηλεφώνου με τρομοκρατεί. Οι γιορτές έγιναν εφιάλτης. Κι όλα αυτά γιατί δε θέλω να καταλάβει κανείς ότι η τσέπη μου είναι άδεια. Δίνω το «παρών» όπου δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και φροντίζω να προσποιούμαι πως όλα είναι όπως πριν. Αυτά όσο είμαι με τους άλλους, γιατί από τον εαυτό μου δεν έχει νόημα να κρύβομαι. Τώρα που το σκέφτομαι, ούτε από τον ένοικο του δευτέρου που εισέβαλε εσχάτως στη ζωή μου μπορώ να κρυφτώ. Δεν μπορώ να τον αποφύγω, όσο κι αν προσπαθώ. Είναι μάλιστα φορές που νιώθω σαν να μένουμε στο ίδιο σπίτι. Καταλήξαμε να συναντιόμαστε συχνά, συνήθως στο σπίτι του. Πρέπει να έχει καταλάβει ότι δυσκολεύομαι οικονομικά, όμως το εκτιμώ που δε μου το έχει αναφέρει ποτέ.

Αυτό που με τρομάζει είναι ότι πλέον δεν ανέχομαι κανέναν. Όλα μου φαίνονται μικρά, ασήμαντα και την ίδια στιγμή αρκεί το θρόισμα ενός φύλλου για να εκραγώ. Ως κι η σκέψη μου άφησε τα παλιά παιχνίδια κι έπιασε νέα. Αντί να γδύνω τις γυναίκες στο μετρό, άρχισα σαν φίδι να χώνω τη μύτη μου στις τσέπες των άλλων και να προσπαθώ να μαντέψω αν κι αυτοί προσποιούνται ότι δεν έχουν πρόβλημα, ενώ είναι στην ίδια, ίσως και σε χειρότερη κατάσταση από μένα. Άρχισα να γίνομαι περίεργος, μονόχνοτος και στρυφνός.

«Παρακαλώ», είπε η κοπέλα κοιτώντας με στο πρόσωπο. Έσπρωξα τα χαρτιά μου στο γκισέ κι έσκυψα να της μιλήσω μέσα από το άνοιγμα που άφηνε χαμηλά το τζάμι.

«Ορίστε. Για τη δόση του μήνα». Πήρε με δυσαρέσκεια τα χαρτιά. Έτσι είναι, τους πληρώνουμε και ξινίζουν και τα μούτρα τους. Έπειτα σηκώθηκε και πήγε στον υπάλληλο που καθόταν δίπλα της. Του έδειξε τα χαρτιά μου μιλώντας του χαμηλόφωνα. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με απαξίωση. Η κοπέλα, που μου φάνηκε αταίριαστα μικρόσωμη διαψεύδοντας την ιδέα που είχα σχηματίσει για εκείνη όσο ήταν καθιστή, προχώρησε και στάθηκε μπροστά μου πίσω από το τζάμι.

«Θα πληρώσετε σήμερα;» Η έκδηλη δυσπιστία στη φωνή της συνοδευόταν από αδιαφορία στο βλέμμα.

«Φυσικά! Δε σας καταλαβαίνω!» της απάντησα με ύφος που δεν έκρυβε την ενόχλησή μου.

«Είστε βέβαιος ότι έχετε τα χρήματα; Σας είπα κι εχθές, αν κοπεί διπλότυπο πρέπει να πληρώσετε την ίδια μέρα».

Ένιωσα τη συγκατάβαση στη φωνή της να με χαστουκίζει. Άνοιξα το πορτοφόλι μου, έπειτα ενστικτωδώς πέρασα τα χέρια μου από τις τσέπες του τζιν μου. Τα μάτια μου στάθηκαν στα δικά της. Ένιωσα το θυμό μου να σωριάζεται δίνοντας τόπο στην έκπληξη. Τα λεπτά της χείλη σχημάτισαν ένα μειδίαμα επιβεβαίωσης τη στιγμή που μου έδινε τα χαρτιά κάτω από το τζάμι.

Δεν ήξερα τι με παραξένεψε περισσότερο. Τα χρήματα που με τα χέρια μου έβαλα το πρωί στο πορτοφόλι και που τώρα ήταν άφαντα; Η αμφιβολία της για το αν είχα να πληρώσω ή ο ισχυρισμός της ότι κι εχθές ήμουν εκεί, μπροστά της, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν είναι αλήθεια;

Βάδιζα για το σπίτι κλοτσώντας τις δυσάρεστες σκέψεις που ορθώνονταν στο δρόμο μου. Πώς έχασα τα λεφτά; Τα έβαλα κάπου αλλού; Κι αυτή πού με ήξερε; Με μπέρδεψε με κάποιον άλλον; Κάθε μήνα βέβαια εκεί ήμουν. Ίσως της φάνηκα γνώριμος. Είδε ωστόσο, στο χαρτί που της έδωσα, τα στοιχεία μου… Από την άλλη, γιατί ήταν δύσπιστη απέναντί μου; Όχι, όχι, τα χρήματα δεν μπορεί να τα ξόδεψα. Θα το θυμόμουν. Εγώ με τα χέρια μου τα ξεχώρισα και τα έβαλα στο πορτοφόλι.

Ανέβηκα τα σκαλιά, κοντοστάθηκα έξω από το σπίτι μου, αλλά τελικά συνέχισα και με δυο δρασκελιές βρέθηκα στον δεύτερο όροφο. Χτύπησα την πόρτα του διαμερίσματος. Επέμεινα, αλλά μάταια. Ξέρω ότι τη μέρα εκείνος συνήθως λείπει στη δουλειά. Τα βράδια όμως είναι πάντα εδώ. Οι γδούποι και το σούρσιμο της ύπαρξής του αναστατώνουν την ησυχία της νύχτας ως το χάραμα. Κάποια απογεύματα συναντιόμαστε και μένουμε μαζί ως αργά. Σήμερα όμως έπρεπε να είναι στο σπίτι κι ας ήταν σχεδόν μεσημέρι. Εκείνος εξάλλου μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στο γιατρό. Συνέχισα να χτυπάω και σκεφτόμουν τις εξυπηρετήσεις που μου ζητούσε. Αυτό με το γιατρό ήταν καινούργιο και όχι τόσο παράξενο όσο η συνήθειά του να φέρνει πράγματα στο διαμέρισμά μου παρακαλώντας με να τα φυλάξω ώσπου να τακτοποιηθεί με τη μετακόμιση. Γενικά ήταν φορτικός, μ’ είχε φέρει όμως στο φιλότιμο και δυσκολευόμουν να του πω όχι.

«Εσείς είστε πάλι; Τι θέλετε και χαλάτε τον κόσμο;» Η φωνή της σπιτονοικοκυράς μου που ακολούθησε το στρίγκλισμα παλιών μεντεσέδων στο βάθος του διαδρόμου με έκανε να γυρίσω ξαφνιασμένος. Η μυρωδιά κλεισούρας που ελευθέρωσε το άνοιγμα της πόρτας της κατέκλυσε τον ανήλιαγο διάδρομο. Την κοίταξα. Κούνησε το κεφάλι της με απαξίωση πριν επιστρέψει στο διαμέρισμά της.

Πήγα να χτυπήσω και πάλι, όμως το κλειδί που άκουσα να γυρίζει ελευθέρωσε την πόρτα που άνοιξε.

«Επιτέλους! Μια ώρα χτυπάω!» αναφώνησα και μπήκα μέσα χωρίς δισταγμό. Τον βρήκα να στέκεται δίπλα στο παράθυρο. Ήρεμος και ντυμένος στην πένα. Το βλέμμα του ήταν εξεταστικό χωρίς ίχνος ανησυχίας.

«Τι έπαθες; Φαίνεσαι αναστατωμένος».

Όση ώρα του εξιστορούσα την πρωινή μου περιπέτεια με κοιτούσε ατάραχος. Του είπα ότι είχα φτάσει στα όριά μου με την υπάλληλο της εφορίας που το έπαιζε έξυπνη και που ισχυριζόταν ότι ήμουν εκεί και εχθές. Του είπα για τα χρήματα που μάλλον είχα χάσει, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, για να καταλήξω: «Είναι αναιδέστατη! Κατ’ αρχάς εγώ εχθές δε βγήκα όλη μέρα από το σπίτι!»

«Έχεις δίκιο να θυμώνεις, όμως μην ασχολείσαι με μικρότητες. Δεν έχουν σημασία αυτά. Μπορεί βέβαια κάποιες πρόσκαιρες δυσκολίες να σε έφεραν σε μια θέση ας πούμε δυσχερή, όμως δεν πρέπει να επιτρέψεις αυτό να σε επηρεάζει. Μη νευριάζεις με το παραμικρό. Έχεις μια υπόσταση σαν άνθρωπος, αξιοπρέπεια… κάθε μέρα γίνονται λάθη. Έτσι δεν είναι; Τα χρήματα κάπου θα έχουν παραπέσει. Έψαξες καλά; Θα τα βρεις, δεν μπορεί, κι αν θέλεις πάμε μαζί σε αυτή την κυρία…»

Τον κοίταξα. Έγειρα στον ώμο μου ακουμπώντας στον τοίχο. Τα λόγια του απηχούσαν την τετράγωνη λογική που τον χαρακτήριζε, γεγονός που μου δημιουργούσε πάντα αμηχανία κι εκνευρισμό, όμως η τελευταία του φράση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου πει.

«Ναι, να πάμε μαζί, αύριο κιόλας», του απάντησα ανακουφισμένος. Ξαφνικά θυμήθηκα το ραντεβού του με το γιατρό, και πετάχτηκα. «Πρέπει να φύγουμε, θα χάσουμε το γιατρό!»

«Είδες που έχω δίκιο; Πρέπει να ηρεμήσεις. Άσε το γιατρό σήμερα. Είναι αργά. Πάμε αύριο, δε χάθηκε ο κόσμος. Πήγαινε να ησυχάσεις. Θα τελειώσω κι εγώ κάτι δουλειές που έχω και θα τα πούμε αργότερα. Μόνο, πριν φύγεις…» έδειξε ένα ασημένιο βαλιτσάκι που έστεκε δίπλα στην εξώπορτα, «πάρε κι αυτά τα εργαλεία κάτω. Σε ευχαριστώ».

Πήρα, χωρίς προθυμία, το βαλιτσάκι με τα εργαλεία, προσπαθώντας όμως συνειδητά να κρύψω τη δυσαρέσκειά μου, και τον χαιρέτησα. Κατέβηκα τα σκαλιά και μπήκα στο σπίτι μου. Κατευθύνθηκα προς το βοηθητικό δωμάτιο για να το αφήσω μαζί με αυτά που αγόραζε και μου έδινε να του φυλάω. Κοίταξα γύρω μου. «Άχρηστα πράγματα», ψιθύρισα. Είδη ζωγραφικής, μια παλαιού τύπου φωτογραφική μηχανή, ένας μεγάλος ασημένιος καθρέφτης-αντίκα και τώρα τα εργαλεία. Κλότσησα τη σακούλα που βρισκόταν κοντά στα πόδια μου. Μια άσπρη στολή και μια μάσκα ξιφασκίας ξεπρόβαλαν. Η απόδειξη ήταν της προηγούμενης ημέρας· τη δίπλωσα και την έβαλα στην τσέπη μου.

Το σπίτι μ’ έπνιγε. Βγήκα. Είχα ανάγκη να ξεφύγω ακόμα κι από τον εαυτό μου. Περπάτησα στη Σταδίου. Μέρα μεσημέρι, καταμεσής της εβδομάδας, όλα έτρεχαν σε ρυθμούς Κυριακής. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήμουν ο μόνος που δε βιαζόταν. Δεν ήμουν ο μόνος χωρίς δουλειά. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες. Ένα χαρτί σκάλωσε στα δάχτυλά μου. Δυστυχώς, δεν ήταν χρήματα. Ήταν η απόδειξη από τα είδη ξιφασκίας. Άκου είδη ξιφασκίας! Ήταν αλλόκοτος. Αλλά αυτή η συσσώρευση ετερόκλητων αντικείμενων και μάλιστα σε καιρό κρίσης μού κίνησε την περιέργεια. Χώρια που δεν ταίριαζε με τη λογική και την καθαρότητα της σκέψης του. Κοίταξα ξανά την απόδειξη κι έριξα μια ματιά στη διεύθυνση.

Αρκετή ώρα αργότερα βρέθηκα στην Κυψέλη. Διάβαζα τα ονόματα από τα δρομάκια που μπλέχτηκαν στα πόδια μου –Αιγίνης, Σπετσών, Λευκάδος– και ταξίδευα. Σχεδόν ένιωσα το άγγιγμα της θάλασσας και μάλιστα δωρεάν. Κάπου στη Ζακύνθου έφτασα στον προορισμό μου. Κοντοστάθηκα στη βιτρίνα. Το μαγαζί ήταν κλειστό. Τα ρολά κατεβασμένα. Ο μεσημεριανός ήλιος γέμιζε μελαγχολία τη σκονισμένη βιτρίνα. Πλησίασα κάνοντας με τα χέρια μου σκιά για να δω καλύτερα. Μικρά μπρούτζινα αγαλματάκια ξιφομάχων, ξίφη διαφόρων μεγεθών, χρωματιστές θήκες, λευκές στολές.

Γύρισα και κοίταξα γύρω μου τη θλιβερή ατμόσφαιρα. Όχι, η Κυψέλη δεν ταίριαζε καθόλου, ούτε με το ντύσιμο, ούτε με τον «αέρα» του. Φαίνεται πως είχε περίεργα χόμπι. Το είχα καταλάβει από τα πράγματα που μου έφερνε κι ας μην είχαμε μιλήσει ποτέ σχετικά. Όμως δεν μπορούσα να τον φανταστώ να βαδίζει σε αυτά τα σοκάκια ψάχνοντας ξίφη. Ούτε εγώ σύχναζα ποτέ στην Κυψέλη. Πρώτη μου φορά βρέθηκα εδώ. Οι μνήμες του παλιού μου εαυτού ζωντάνεψαν. Ένιωσα την καρδιά μου να αλλάζει χτύπο για λίγο πατώντας σε ρυθμούς ξεχασμένους. Τότε που η δουλειά γύριζε. Τότε που είχα κι εγώ «αέρα» κι είχα καβαλήσει την καλή ζωή. Δεν έκανα υπερβολές ποτέ. Όχι, ούτε περίεργα χόμπι είχα. Αλλά η ζωή μου ήταν αξιοζήλευτη. Αξιοζήλευτη, αν και πια… μακρινή. Δεν επέτρεπα πλέον στον εαυτό μου να τη λαχταρά.

Έσκυψα πάλι στη βιτρίνα και κοίταξα προσεκτικά. Ίσως να σχετίζονταν όλα αυτά με τη δουλειά του. Ναι, αυτό ήταν μια εξήγηση. Θα τον ρωτούσα. Κι έπειτα μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου. Ίσως να μπορούσα να του ζητήσω να με βοηθήσει. Τι θα ήταν γι’ αυτόν να μου δανείσει λίγα χρήματα; Δε φαινόταν να έχει πρόβλημα οικονομικό. Χώρια που τόσες εξυπηρετήσεις του έκανα! Δεν του είπα ποτέ, όχι. Κοίταξα το ποσό στην απόδειξη. Δεν ήταν λίγα. Τι θα ήταν γι’ αυτόν να με βοηθήσει τώρα στα δύσκολα; Μια διευκόλυνση μόνο θα μου έκανε, δε θα μου τα χάριζε.

«Θέλετε βοήθεια, κύριε;» Μια φωνή πίσω μου μ’ αναστάτωσε.

Δε γύρισα. «Τίποτα, τίποτα», ψέλλισα κι έφυγα προσπαθώντας να σβήσω την ανεξήγητη ντροπή που ένιωσα.

Περιπλανήθηκα λίγο ακόμα στην πόλη. Ήταν γεμάτο απόγευμα όταν επέστρεψα σπίτι. Ανέβηκα δυο δυο τα σκαλιά ως το διαμέρισμα του δευτέρου. Ήμουν σχεδόν ενθουσιασμένος, καθώς αυτή μου η συνάντηση ίσως έδινε μια ανάσα στα τωρινά μου προβλήματα. Χτυπούσα την πόρτα και σκεφτόμουν πώς να του ανοίξω συζήτηση. Θα τον ρωτούσα πρώτα για εκείνον, για τη δουλειά του, και μετά θα έμπαινα στο θέμα. Ήμουν αποφασισμένος να του ζητήσω βοήθεια, και δεν μπορούσα να περιμένω.

«Πάλι εσείς; Θα αρχίσετε τις εργασίες ή θα με κοροϊδεύετε κι άλλο;» Ο θόρυβος φαίνεται αναστάτωσε για άλλη μια φορά τη σπιτονοικοκυρά μου που ξεπρόβαλε μετά το γνωστό στρίγκλισμα της πόρτας.

«Δε σας καταλαβαίνω…»

«Χρωστάτε δυο νοίκια. Ζητήσατε να μου τα ξεπληρώσετε κάνοντας μερεμέτια στο άδειο διαμέρισμα που σήμερα βαλθήκατε να γκρεμίσετε! Το μεσημέρι μάς αναστατώσατε. Τώρα τα ίδια. Χτυπάτε θαρρείς και πρόκειται ποτέ κανείς να σας ανοίξει! Θαρρείς και μένει κανείς εκεί! Το κλειδί τι σας το έδωσα, για πλάκα; Είχε δίκιο ο άντρας μου! Δε φταίει κανείς, εγώ φταίω που σας εμπιστεύτηκα, που σας λυπήθηκα!» είπε με αγανάκτηση που με παραξένεψε, κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα της.

Έμεινα μόνος έξω από το διαμέρισμα του δευτέρου. Σκοτάδι. «Άκου χρωστάω δυο νοίκια! Άκου προσφέρθηκα να κάνω εργασίες! Εγώ, που δεν ξέρω να βιδώσω μια βίδα! Και μάλιστα σε ξένο διαμέρισμα! Έχει τρελαθεί κι αυτή τελείως!» μουρμούριζα κατεβαίνοντας τις σκάλες. Ψηλάφισα τα κλειδιά μου για να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου. Το χέρι μου σκόνταψε σε ένα κλειδί που μου ήταν άγνωστο. Σκάλωσα στα λόγια της, που ήχησαν περίεργα. Μια καταιγίδα σκέψεων ένιωσα να με βομβαρδίζει. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Δε φταίει κανείς για τις ατυχίες μου. Για όλα υπεύθυνος είμαι εγώ.

Άρχισα να φοβάμαι. Αν το διαμέρισμα ήταν όπως έλεγε άδειο και δεν έμενε εκεί κανείς, τότε ποιος ήταν αυτός ο… άλλος;

Ανέβηκα τη σκάλα στις μύτες των ποδιών. Έβαλα με δισταγμό το κλειδί στην πόρτα και το γύρισα.

Η Ναταλία Δαδίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1972. Σπούδασε οικονομικά στην Ελλάδα και στο Λονδίνο. Εργάστηκε στον χρηματοοικονομικό κλάδο κι έχει αρθρογραφήσει στον οικονομικό Τύπο. Ζει στην Αθήνα και βιοπορίζεται ως επαγγελματίας της πληροφορικής. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ. Το 2012 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Κέδρος, το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο  Abacus, ένα παιχνίδι απληστίας.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.