fbpx
«Μυρτώ από Μύρτις» της Ελένης Χωρεάνθη

«Μυρτώ από Μύρτις» της Ελένης Χωρεάνθη

Γνωρίστηκαν εντελώς τυχαία, σ’ ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας. Kαι οι δύο είχαν πάει για κάποια συναλλαγή. Βρέθηκαν στην αναμονή, καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.

Στα είκοσι πέντε της, η Μύρτις Ανδρέου δεν είχε χάσει τίποτα από την αθωότητα, την αναγεννησιακή ομορφιά και τη φρεσκάδα των εφηβικών χρόνων. Απλή και ανεπιτήδευτη όπως ήταν έδινε την εντύπωση αθώου, συνεσταλμένου κοριτσιού. Κανείς δεν έμενε αδιάφορος μπροστά σε τέτοια ομορφιά. Ωστόσο, δεν υποψιαζόταν καν τον δυναμικό χαρακτήρα και τον ηρωισμό που έκρυβε μέσα της η λεπτοκαμωμένη, η αιθέρια ύπαρξη με τους λεπτεπίλεπτους τρόπους. Κανείς δεν γνώριζε, επίσης, πως πίσω από την υπέροχη εικόνα που έβγαινε προς τα έξω, κρυβόταν ένα φτωχό, μοναχικό, πεντάρφανο κορίτσι, ένα «παιδί του ορφανοτροφείου».

Το ίδιο συνέβαινε και με τον συμπτωματικά παρακαθήμενό της, έναν ανερχόμενο επιχειρηματία, έναν τριανταπεντάρη γεροδεμένο, ψηλό, ωραίο άντρα, ευγενέστατο αξιοπρεπή και σοβαρό, τον Άνθιμο Ραζή.

Αγανακτισμένοι από την αργοπορία, άρχισαν να μουρμουρίζουν, αδιάφορα, τάχα, σίγουρα όμως για να προκαλέσουν ο ένας τον άλλο:

«Δεν είναι κατάσταση αυτή…»

«Τι κάνουν τόση ώρα!»

Και με το πες και πες καθένας μόνος του, έπιασαν, ως είθισται, την κουβέντα.

Από την πρώτη στιγμή, πάνω στην κουβέντα, όπως συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, ο άντρας ένοιωσε μέσα του να πεταρίζει ένα πρωτόγνωρο γλυκό και τρυφερό συναίσθημα. Ήταν ξαφνικός, κεραυνοβόλος, αναπάντεχος, απρόβλεπτος έρωτας που τον χτύπησε κατακέφαλα; Και πότε ο έρωτας είναι προβλέψιμος; Ή μια στιγμιαία παρόρμηση από εντυπωσιασμό; Μάλλον, ήταν όλα μαζί. Στριφογύριζε στο κάθισμά του, έδειχνε αμήχανος, ανίκανος να διαχειριστεί τα αισθήματά του.

«Μιλάμε τόση ώρα σαν να γνωριζόμαστε», είπε αυθόρμητα η γυναίκα. Κι ένα τρυφερό χαμόγελο άνθισε ξαφνικά κι απρόσμενα στα ρόδινα χείλη της. «Έχω την εντύπωση ότι σας έχω ξαναδεί…»

Αυτό έλυσε αυτομάτως τη γλώσσα του συγκρατημένου, συνήθως, μπροστά στις ωραίες γυναίκες διστακτικού και λιγομίλητου άντρα.

«Λέτε; Πιθανώς να έχουμε συναντηθεί κάπου αλλού», της απάντησε διστακτικά εκείνος. «Αλλά έχει σημασία; Κάποτε είναι πρώτη φορά, δεν νομίζετε; Άνθιμος Ραζής», της συστήθηκε, κάπως αδέξια.

«Φυσικά… Μύρτις Ανδρέου», απάντησε η νέα και του άπλωσε δειλά το χέρι.

Ο άντρας το κράτησε μερικά δευτερόλεπτα τρυφερά μέσα στη ζεστή φούχτα του, έτοιμος να γονατίσει μπροστά της.

«Ο αριθμός 93!» η φωνή από το μικρόφωνο του έκοψε τη φόρα.

Το νούμερο 93 πρόβαλε στην οθόνη πάνω από μια ελεύθερη θυρίδα. Ο άντρας σηκώθηκε απρόθυμα και πήγε στη θυρίδα 93. Ο αριθμός 125 της Μυρτώς, όπως την ήξεραν στην καθημερινότητά της, αργούσε. Ο άντρας έκανε τις συναλλαγές του και προτού φύγει, πήγε κοντά της, έσκυψε και της ψιθύρισε , σχεδόν συνωμοτικά:

«Είστε για έναν καφέ το απογευματάκι;»

«Πώς…», έκανε χαριτωμένα ξαφνιασμένη.

«Όπως σας αρέσει», της απάντησε υπομειδιώντας εκείνος μην έχοντας τι άλλο να πει για να κερδίσει έδαφος. «Είστε για έναν καφέ;» επανέλαβε με τη σοβαρότητα του άντρα που ξέρει και μπορεί να διεκδικεί αυτό που θέλει.

«Πού;» ρώτησε χαμογελώντας υποτακτικά κι εκείνη σαν να το περίμενε ή σαν να μην μπορούσε να του αρνηθεί.

«Όπου να ‘ναι!. Στου Φλόκα στις επτά βολεύει; Είναι καλά;»

«Ωραία! Στου Φλόκα, λοιπόν, στις επτά», συμφώνησε βιαστικά εκείνη.

«Τέλεια!», έκανε φανερά περιχαρής ο επιχειρηματίας.

Την αντάμειψε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο ικανοποίησης που φώτισε το πρόσωπό του και, διαγράφοντας με το σώμα του ορθή γωνία, έστριψε αριστερά αφήνοντας με λύπη του ελεύθερο το κάθισμα για τον επόμενο τυχερό που θα καθόταν δίπλα της.

Με βήμα σταθερό και σίγουρο, κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Η Μυρτώ τον συνόδεψε με ένα μειδίαμα συγκρατημένης γυναικείας φιλαρέσκειας και ικανοποίησης ίσαμε την έξοδό του από το υποκατάστημα

Όταν έμεινε μόνη περιμένοντας τη σειρά της, τότε συνειδητοποίησε τι είχε δεχτεί από έναν άγνωστο άντρα κι απόρησε με τον εαυτό της που έκλεισε τόσο άσκεφτα ραντεβού μαζί του για καφέ. Ένας συνηθισμένος άντρας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που επιδιώκουν γνωριμία μαζί της, ήταν κι εκείνος. Ίσως όχι και τόσο συνηθισμένος.

Όσο τον έφερνε στο νου της ίσαμε την ώρα που θα πήγαινε στο ραντεβού τους, διαπίστωνε πως ο συγκεκριμένος άντρας είχε κάτι ελκυστικό πάνω του που ασκούσε γοητεία και τον έκανε αξιοπρόσεκτο.

Αυτός ο άντρας μιλούσε με το βλέμμα, με τις κινήσεις των χεριών, με όλο του το σώμα. Η φωνή και οι τρόποι του είχαν κάτι αδέξια τρυφερό κάτι πρωτόγονα οικείο που έκανε τη Μυρτώ να τον εμπιστευτεί, μολονότι έβρισκε άκομψη την απρόβλεπτη πρόσκληση για καφέ. Αυτό ήθελε να πιστεύει ως την ώρα που εκείνος έφτασε καταϊδρωμένος στου Φλόκα, στο «ραντεβού στις επτά» ακριβώς, τακτοποιώντας βιαστικά με τα δυο του χέρια τα άτακτα εβένινα σγουρά μαλλιά του.

Η συνάντησή τους εκείνη, το πρώτο ραντεβού, σημάδεψε τη ζωή και έθεσε τις βάσεις για το μέλλον τους. Ο απογευματινός καφές στου Φλόκα υπήρξε συμβόλαιο ζωής και «δια βίου μάθησης», με όλα τα σκαμπανεβάσματα και τις ανατροπές που συνέβησαν και έκαναν την ιστορία του έρωτά τους συναρπαστική. Η σχέση τους που άρχισε από το ξαφνικό «ραντεβού στις επτά», άνοιξε νέους ορίζοντες στα διαφέροντά τους και επηρέασε αποφασιστικά την προσωπική τους ζωή. Υπήρξε η μεγάλη ανατροπή και η μεγάλη ευκαιρία της ζωής για τον καθένα, και για διαφορετικούς λόγους.

Σ’ εκείνο το αυθόρμητο και εντελώς απρογραμμάτιστο ραντεβού, η Μύρτις Ανδρέου πρώτη φορά, άνοιξε την καρδιά της στον ώριμο άντρα και του μίλησε ανοιχτά για τη ζωή της. Ξεδίπλωσε μπροστά του όλες τις πτυχές του δράματος που έζησε, όχι για να του προκαλέσει τον οίκτο και να τη λυπηθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή είχε ανάγκη να ανοίξει την ψυχή και την καρδιά της σε κάποιον, να μιλήσει ειλικρινά και να ξεφορτωθεί ένα δυσβάστακτο φορτίο που κουβαλούσε. Πήγε στο ραντεβού έχοντας εμπιστοσύνη στο αλάνθαστο ένστικτό της και αποφασισμένη να παίξει το μέλλον και την υπόληψή της κορώνα γράμματα. Είχε κουραστεί να κουβαλάει ένα φτιασιδωμένο προφίλ και να προκαλεί με την ωραία εμφάνιση το θαυμασμό. Πήγε προετοιμασμένη να «εκτεθεί» και μιλήσει με γενναιότητα σ’ έναν ξένο που ίσως δεν θα συναντούσε ποτέ ξανά στη ζωή της.

«Αυτή είμαι πίσω από το λουστραρισμένο πορτρέτο. Δες με καλά. Μπορείς να με δεχτείς όπως είμαι με τις πληγές, τις γάζες και τους επιδέσμους;»


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.