fbpx
«Ου τόπος» του Γιώργου Ρωμανού

«Ου τόπος» του Γιώργου Ρωμανού

Αχ, ο χρόνος… Απογευματάκι ήτανε κι είχε γείρει για ύπνο στον καναπέ. Διπλή κουβέρτα, τα κρόσσια της του χάιδευαν το πρόσωπο. Ζέστη βαριά του παρέλυε τα πόδια, ως τα κόκαλα, το μεδούλι τους λιωμένο μέλι. Ένιωθε ένα πιάσιμο στη μέση, σαν ύστερα από έρωτα ξέφρενο. Τότε άκουσε τη μουσική. Το ακορντεόν στα χέρια ενός πλανόδιου μουσικού. Ένα μικρό κομμάτι από τους Αλιείς μαργαριταριών ανέβαινε από το δρόμο, σκάλωνε στο πρώτο, στο δεύτερο μπαλκόνι κι από κει στο τρίτο, κι ερχόταν τρυπώντας τζάμια και τοίχους να χωθεί ανάμεσα από τα κρόσσια –ιδρωμένα δάχτυλα της κουβέρτας– που ακόμη του χάιδευαν το πρόσωπο.

Η μουσική εκείνη απ’ το ακορντεόν άνοιγε το χρόνο, σαν φλόγα κεριού που γλείφει άηχα την κόλα του χαρτιού ενός γράμματος και το τρυπάει στη μέση. Ο αμυδρός ήχος της φωτιάς, και η μυρωδιά του χαρτιού, της μελάνης, του ξυπνούσαν μνήμες. Καιγόταν ένα γράμμα παλιό που τον αφορούσε. Κι όμως, όσα ήταν εκεί γραμμένα έμοιαζαν να απευθύνονται σε κάποιον άλλον άνθρωπο, σε παρελθόντα, ανύπαρκτο πια χρόνο· σε άλλο τόπο, ανίδωτο.

Μισοκοιμισμένος έκανε να γυρίσει. Το χέρι του σκούντησε ένα ποτήρι γάλα στο διπλανό χαμηλό τραπεζάκι. Γάλα άσπρο σύννεφο και αιχμές γυάλινες.

Το μυαλό του πλημμύρισε από αλλεπάλληλες ξεχασμένες εικόνες. Πρώτα εκείνο το παλιό τριώροφο σπίτι, όπου έμενε η Δόμνα, οι γονείς της, η θεία της η Αμελύ, η ξαδέρφη της η Ελένη. Υπαρκτοί-ανύπαρκτοι έρωτες. Μακρινές αναμνήσεις. Κι ο χρόνος που πέρασε, μια γενική έννοια πια, ένα αστείο, που εμφανιζόταν μόνο στις αναμνήσεις του. Ούτε να συλλάβει μπορούσε εκείνον το χρόνο που έφυγε, ούτε καν να θυμηθεί όσα είχαν συμβεί.

Ου τόπος του χρόνου εκείνου, στον οποίο όμως ανήκε η μουσική που άκουγε. Αυτή που του έφερνε τις μνήμες ενός κόσμου που τον νόμιζε για πάντα χαμένο. Καλά σφαλισμένο σε ένα μουσικό κουτί. Από κείνα με τη γόνδολα στο καπάκι και τη χορεύτρια από μέσα, που μόλις άνοιγε ξεχυνόταν γλυκιά μελωδία, αργεντίνικο τάνγκο. Στο εσωτερικό, ανάμεσα σε καθρέφτες, κόκκινη βελούδινη επένδυση, στροβιλιζόταν μια πολύ μικρή κούκλα ίδια με τη Δόμνα – έρωτας ανεκπλήρωτος, βασανιστικός. Κάτι σαν τη Δόνα… του Θερβάντες. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας όλα μπορούσαν να συμβούν. Μόνο εκεί δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, το ηθικό και το ανήθικο. Ξέφευγε ο εαυτός του. Ξέφευγε… Χρησιμοποιούσε ήδη ένα παλιό παιδικό κόλπο που πάντοτε πιάνει…

Χτύπησε την πόρτα της με δόλο, ενώ είχε δώσει προηγουμένως μια κλοτσιά στο μπουκάλι με το γάλα που βρισκόταν στο κατώφλι της. Εκείνη του άνοιξε έκπληκτη, και πριν προλάβει να του μιλήσει τον άκουσε να της λέει πως: «Να, πριν από μια στιγμή οι γάτες είχαν σπάσει το μπουκάλι. Να, τώρα μόλις…» κι απότομα έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά. Στην πραγματικότητα ήθελε να λερώσει τα χέρια του. Εκείνη έδειχνε αναστατωμένη. Στο επίμονο χτύπημά του του ’χε ανοίξει βιαστική την πόρτα. Τον κοίταζε μη πιστεύοντας στα μάτια της, ότι ήταν αυτός. Της είχε τηλεφωνήσει μια ώρα πριν, πως είχε επιστρέψει στην πόλη έπειτα από τόσο καιρό. Τον κοιτούσε σαν να ’βλεπε φάντασμα. Σαν να είχαν συναντηθεί μόλις στη μνήμη τους.

Είχε καταλάβει βέβαια πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Υπήρχαν στιγμές που κι εκείνη τον ήθελε. Όμως το επόμενο λεπτό ένιωθε πως ποτέ δε θα τολμούσε, σ’ αυτή τη ζωή τουλάχιστον, να κάνει κάτι μαζί του. Μαραινόταν η επιθυμία της. Μπερδευόταν, περισσότερο από ανασφάλεια και ένστικτο αυτοσυντήρησης, ενώ άλλα ποθούσε. Αντιδραστικά γαντζωνόταν στη φιγούρα του άντρα της, που την κουβαλούσε σε μια άκρη του μυαλού της. Εκείνος κάποια στιγμή τής είχε πει κάποτε πως φερόταν σαν τον χαρμάνη φαντάρο που κουβαλάει τη φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς του στο πορτοφόλι του, και τη βλέπει κάθε φορά την ώρα που πληρώνει τη βίζιτα στη ματρόνα του μπουρδέλου.

Είχαν σταθεί και οι δυο σαν αγάλματα στην πόρτα. Εκείνη κοίταζε μια τα κατακόκκινα μάγουλά του και μια το άσπρο, κάτασπρο γάλα. Έτσι που το πατούσαν άγαρμπα τα παπούτσια του επάνω στα περιχυμένα σκαλιά, έμοιαζε στα μάτια της πως είχε τρέξει ίσια μέσα από τα μπατζάκια του. Στιγμιαία την κατέκλυσαν εικόνες με την ασάφεια που έχει μια αφανής συνουσία ή το πρωτόγαλα μαστού που ξεχειλίζει έξω από στόμα αβυσσαλέα ερωτικό.

«Μα πώς έγινε;» τον ρώτησε αθώα χωρίς να νοιάζεται να κρύψει την ανατριχίλα στο στήθος της. Χωρίς καν να τον ρωτήσει, πώς βρέθηκε εκεί, πότε ήρθε; Νωχελικά, έσκυψε να δει καλύτερα τη ζημιά. Αποκάλυψε στα μάτια του όχι μόνο τις μελανές θηλές της, αλλά μια χαραμάδα βαθύτερη, που εκείνος άλλα έβλεπε και άλλα φανταζόταν. Τον άφησε έτσι να χώνει τα μάτια του μέσα της, για δευτερόλεπτα που έμοιαζαν ώρες ηδονής και απόλαυσης. Κάποια στιγμή εκείνη τον είδε που έπιανε με γυμνά χέρια το λαιμό του σπασμένου μπουκαλιού. Ρωγμές και μυτερά γυαλιά καιροφυλακτούσαν να του σκίσουν τα δάχτυλα, να τα ματώσουν – χοντρές σταγόνες από το γάλα έσταζαν, μία μία, επάνω στο πλατύσκαλο.

«Μα τι κάνεις;» του είπε, «ορίστε τώρα, λέρωσες και τα χέρια σου. Έλα μέσα να πλυθείς. Σκούπισε καλά τα πόδια σου. Αχ… αχ… τι ιδέα, δεν τ’ άφηνες το παλιομπούκαλο εκεί;»

Αμίλητος εκείνος είχε χωθεί στο σπίτι, αθόρυβα, λες και δεν πατούσε στα μαύρα κι άσπρα πλακάκια του διαδρόμου. Βρισκόταν ξανά στο σπίτι της που ένιωσε το περπάτημά του, ανακλαδίστηκε, ξύπνησε. Το παλιό πορτμαντό ήταν πάντοτε στην ίδια θέση. Στον καθρέφτη ο εαυτός του του φάνηκε σκιά που πέρασε και χύθηκε πίσω της. Εκείνη προπορευόταν. Το νυχτικό της θρόιζε ελαφρά, τριβόταν στους τοίχους και στις κάσες απ’ τις πανύψηλες πόρτες. Χώροι αλησμόνητοι. Στο παρελθόν είχε φιλοξενηθεί πολλές φορές. Παιδικός φίλος της. Την αγαπούσε με ένα μοναδικό φανατισμό. Την πίστευε, την είχε ιδανικό του. Δε θα χώριζαν ποτέ! Μέχρι τότε που έσπασε η καρδιά του από ζήλια και καημό. Εκείνη είχε παντρευτεί τον ηλικιωμένο καθηγητή της. Από υπολογισμό και μόνο. Πατέρας της σε διαφορά ηλικίας.

Όμως τώρα, καθώς εκείνη τον οδηγούσε στο μπάνιο για να πλυθεί, ζούσε σε μια ταινία χωρίς ήχο. Ούτε άκουγε, ούτε καν ανάσαινε. Αμήχανος είχε κατευθυνθεί στον μεγάλο νιπτήρα με τις παλαιικές μπρούντζινες στρόφιγγες στις διπλές βρύσες. Την εταζέρα με το ξυράφι του ξυρίσματος, ένα από εκείνα τα παλιά με τη φιλντισένια επένδυση στη λαβή του. Παρόμοιο μ’ εκείνο που είχε ο πατέρας της. Ένα της ίδιας μάρκας το είχε κάνει γαμήλιο δώρο στο γαμπρό του, μαζί με πλήρες σετ κύπελλο για σαπουνάδα, πινέλο και πολλά αξεσουάρ, όλα από ακριβή ταρταρούγα και φίλντισι.

Για λίγο κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, λες και μια παρατεταμένη ματιά θα σήμαινε πως θα λύνονταν τα παλιά μάγια. Πως θα γύριζε πίσω ο χρόνος. Κι αυτός, σαν νευρόσπαστη φιγούρα σε φιλμ που παίζεται σε γρήγορη ταχύτητα, θα βρισκόταν ξανά πίσω, στη διαδρομή που είχε ήδη κάνει. Πίσω, στο απέναντι πεζοδρόμιο του σπιτιού της. Εκεί που κάπνιζε επί ώρα κι έψαχνε μιαν αφορμή, έναν οποιοδήποτε τρόπο να την ξανασυναντήσει. Μέχρι που είδε το γαλατά ν’ αφήνει την μπουκάλα με το γάλα. Ταυτόχρονα ένας πλανόδιος έπαιζε στο ακορντεόν του τους Αλιείς μαργαριταριών. Ένιωθε σαν να ζούσε ταυτόχρονα σε δύο χρόνους. Τότε και τώρα μαζί.

Παρακολούθησε τις κινήσεις του με την ψυχή του να φτεροκοπάει από αγωνία μη και κάτι δεν πάει καλά. Ήλεγχε ξανά και ξανά τον εαυτό του. Τον έβλεπε σε εικόνες του μυαλού, ένα πολύσπαστο σε κουκλοθέατρο. Δρασκέλιζε το δρόμο, πήγαινε κατά την πόρτα της, είχε αποφασίσει τι θα έκανε. Η μουσική τον είχε για καλά αναστατώσει. Η νοσταλγία του καημού ήταν για πάντα στοιχειωμένη στις επιθυμίες του. Στο αιφνίδιο παλιό πάθος.

Στο τέλος τον πέρασε εκείνο τον έρμο δρόμο. Δε νοιαζόταν αν τον έβλεπε κανείς. Χτύπησε πρώτα το κουδούνι της, ώστε κι αν τον έπαιρνε κανένα μάτι να θεωρούσε την εικόνα φυσική, και ταυτόχρονα κρυφά με το πόδι έδωσε μια και έκανε χίλια κομμάτια την μπουκάλα. Το γάλα τον πιτσίλισε στους αστραγάλους, ένα γλιστερό ποτάμι πότιζε κιόλας τα δάχτυλά των ποδιών του βαθιά μέσα στις κάλτσες.

Από δω και πέρα ο χρόνος και ο χώρος μπερδεύτηκαν απόλυτα. Είχε γίνει επισκέπτης παρελθόντος χρόνου. Επάλληλες εικόνες ξεχύθηκαν κρουνηδόν από όλους τους χώρους εκείνου του σπιτιού. Θυμόταν.

Πρέπει να ήταν στη δεκαετία του 1950, καλοκαιράκι, τον φιλοξενούσαν ως συνήθως. Ξύπνησε στη μέση μιας νύχτας από υποχθόνια αγκομαχητά, υγρές παρακλήσεις. Είχε την αίσθηση πως κάποια σάρκα άνοιγε τόσο διάπλατα, που σχιζόταν. Το δωμάτιο ξένων όπου κοιμόταν ήταν κολλητά στο λουτρό. Σκαρφάλωσε, με την ψυχή στα δόντια, σ’ ένα σκαμνί που πήρε από την κουζίνα. Απ’ το φεγγίτη αυτού του ίδιου μπάνιου, όπου τώρα ξέπλενε τα χέρια του από το γάλα, είχε δει τη θεία της Δόμνας, την Αμελύ, σκυμμένη στην μπανιέρα. Τα ολόλαμπρα οπίσθιά της ορθάνοιχτα, η χαράδρα τους σπαρταριστή, κελάρυζε, κάτι φύτρωνε γύρω της, ένα πυκνό σμάρι μαύρες πευκοβελόνες του φάνηκαν που εξακοντίζονταν από κει ίσια στα μάτια του. Πίσω της η πλάτη ενός άντρα χωρίς παντελόνι, μόνο με το ριγέ σακάκι της πιτζάμας του, ο πατέρας της Δόμνας. Πότε στητός πότε λυγισμένος έμοιαζε να ανακατεύει τη θεία όπως ένα σιδερένιο κουτάλι το γιαούρτι. Αυτό κράτησε για ώρα ατελείωτη – τουλάχιστον έτσι του φάνηκε.

Είχε μείνει σκαρφαλωμένος σαν πελαργός στο σκαμνί της κουζίνας. Κάποια στιγμή η θεία Αμελύ γύρισε κατάφατσα στον εραστή της, γονάτισε μπροστά στην παλλόμενη φύση του και με απέραντη λατρεία άρχισε να την αλείφει με κάτι. Ήθελε να συντηρήσει επ’ άπειρον, αν ήταν δυνατόν, εκείνη τη διέγερση, ενώ ταυτόχρονα το στόμα της τη μάλαζε με το σάλιο της, έδειχνε να θέλει να καταπιεί εκείνο τον άντρα με τον πόθο και το ένστικτο μωρού που θηλάζει τη θηλή ζείδωρου μαστού. Πολλά χρόνια αργότερα θα μάθαινε, από διάφορα κουτσομπολιά, πως εκείνη η αλοιφή ήταν ένα αφροδισιακό γαλάκτωμα –παραδοσιακή συνταγή που είχε η θεία από τη γιαγιά της– από ροδέλαιο, κανθαριδίνη, χολή κάπρου και άλλα μυστικά εκχυλίσματα.

Για χρόνια είχε συνδέσει τη θεία Αμελύ με μυρωδιές όπως κι εκείνη την έντονη από κρέμα με ροδέλαιο που άπλωνε με τα μακριά της δάχτυλα παντού σε όλο της το γυμνό σώμα, κάθε φορά που κλεινόταν για ώρα στο μπάνιο. Ακόμα και τα νύχια της θυμόταν καλά πως του μυρίζουν βερνίκι μάρκας Όζα. Τον είχε στείλει μια δυο φορές στο ψιλικατζίδικο να της το αγοράσει. Εικόνες μνήμης κομμένες, σε σχήμα κλειδαρότρυπας, με το ψαλιδάκι των νυχιών της.

Δέκα χρόνια αργότερα, σ’ εκείνο τον ίδιο φαρδύ διάδρομο είχαν ακουμπήσει για μια στιγμή το καπάκι της κάσας. Τα «κοράκια» στριμώχνονταν, λύγιζαν από το βάρος του φέρετρου, με τον νεκρό του παππού της Δόμνας μέσα, μέχρι να τον μεταφέρουν στη νεκροφόρα. Τους είχε δει καθαρά να τσαλαπατούν πάνω στα πλακάκια τα παλιά δικά του γυμνά αχνάρια, που ακόμα φωσφόριζαν από εκείνη την ερωτική νύχτα.

Μερικά χρόνια αργότερα, πάλι εκεί έξω από την πανύψηλη πόρτα του μπάνιου, και σ’ αυτά τα ίδια πλακάκια, βρέθηκε η ξαδέρφη της Δόμνας, η Ελένη. Αναίσθητη με κομμένες τις φλέβες της μέσα σε μια λίμνη αίματος, κι ένα ξυραφάκι Astor πεταμένο δίπλα της, την ώρα που η μητέρα της Δόμνας έβγαινε με το τηγάνι από τη διπλανή κουζίνα, γεμάτο αυγά μάτια και πατάτες, με τον καθιερωμένο της μονόλογο: «Με λίγα αυγά και πατάτες πάντοτε βγαίνει κανείς από τη δύσκολη θέση…» Δε βγήκε… Το μόνο που βγήκε ήταν ένα διαζύγιο.

Τότε ήταν, σαν να έσπασε ένα απόστημα. Είχαν κυκλοφορήσει, έστω και μέσα από σφιγμένα δόντια, κάποια πράγματα. Το πρώτο η ψυχολογικά περίεργη σχέση που είχε ο πατέρας της Δόμνας με την ίδια. Την ήθελε νύμφη ανύμφευτη. Γι’ αυτό και η αφόρητη πίεση που της άσκησε να παντρευτεί τον ηλικιωμένο, και ερωτικά παντελώς ανίκανο, καθηγητή της. Το δεύτερο ότι η ξαδέρφη Ελένη ήταν τρελά ερωτευμένη με τη θεία Αμελύ. Την υπηρετούσε κυριολεκτικά αυτήν και το δεσμό που διατηρούσε με τον κουνιάδο της. Ικανοποιούσε όλες τις ερωτικές απαιτήσεις και των δύο. Στην ουσία εκλιπαρούσε για οτιδήποτε έμοιαζε με αγάπη εκτός ορίων. Δεν της προσφέρθηκε ποτέ.

…Ένιωθε πια αμήχανος τουρίστας στο χρόνο, έμπαινε και έβγαινε μέσα του με μια θλιμμένη απάθεια. Προσπαθούσε να νιώσει το ίδιο όπως παλιά. Αδύνατον… Λίγο ήθελε να πιστέψει πως και τα συναισθήματα καταναλώνονται όπως όλα τα προϊόντα. Αναρωτήθηκε πότε πεθαίνει τελικά ένας άνθρωπος: σιγά σιγά μέσα στο χρόνο, μαζί με εικόνες, μνήμες και αισθήσεις που όλα τα νόμιζε δικά του, ή μια και καλή στο τέλος;

Δεν ήξερε πια τι να κάνει με όλους αυτούς τους πρωταγωνιστές που είχαν ανακατέψει τις σκέψεις του. Μηχανικά ζήτησε από τη Δόμνα, που του έτεινε μια χνουδάτη πετσέτα, να του δείξει ένα ακόμα από εκείνα τα δωμάτια του σπιτιού που τόσο έντονα θυμόταν.

Με το που άνοιξαν την πόρτα του συγκεκριμένου δωματίου –ακόμη βρισκόταν εκεί η καρυδένια τρίφυλλη ντουλάπα με τον καθρέφτη έξω από το μεσαίο φύλλο– τρόμαξε. Το είδωλο τον έδειχνε εκεί στην είσοδο του δωματίου. Στεκόταν ξανά, όπως παλιά… Ο εαυτός του κι εκείνη δίπλα του που τον ρωτούσε: «Θα κοιμηθείς εδώ απόψε; Θα χαρεί να σε δει κι ο άντρας μου όταν επιστρέψει…»

Δεν άντεχε άλλο, επιτέλους, αυτό το μαρτύριο. Το μέσα έξω, το πριν και το μετά. Το έγινε… δεν έγινε. Αν τον ήθελε η Δόμνα, όφειλε να αποφασίσει ξεχνώντας τον άντρα, τις κόρες της. Ένα μικρό σημάδι να του ’δινε έφτανε.

Κοίταξε τη γύψινη γιρλάντα στους τοίχους, την περίτεχνη ροζέτα στο φωτιστικό. Όλα ήταν όπως τότε ή μήπως ποτέ;

…Ξημερώματα, εφτά το πρωί, ύστερα από ένα ολονύχτιο αποκριάτικο πάρτι. Όλοι στο σπίτι νόμιζαν πως οι γονείς και ο άντρας της Δόμνας, που είχαν πάει στο χωριό για κάτι κληρονομικά, δε θα γύριζαν παρά το απόγευμα εκείνης της μέρας. Πάνω στο φαρδύ κρεβάτι του μεγάλου δωματίου ξάπλωναν δυο άντρες και τρεις γυναίκες, η θεία Αμελύ, η Ελένη και η Δόμνα, σκασμένες στα γέλια. Στα χέρια τους μισοάδεια μπουκάλια Πίπερμαν, και Κούβα, ουίσκι Μπαλαντάιν. Ο τόπος γεμάτος βγαλμένα ρούχα, ιδρωμένα δαντελωτά εσώρουχα και πουκάμισα που μύριζαν τσιγάρο. Μια γραβάτα βουτηγμένη σε Βερμούτ σερνόταν σε μια κοιλιά, αφήνοντας ένα βαθυκόκκινο υγρό αυλάκι.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με πάταγο και κάποιος μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ανοιχτό ένα ξυράφι – εκείνο του πατέρα της Δόμνας. Βρίζοντας ακατονόμαστα άρχισε να το σπαθίζει μπροστά από το λαιμό των γυναικών. Έλεγε πως ήταν δικές του, πως τον είχαν προδώσει, ούρλιαζε σαν να ’ταν κι εκείνος μεθυσμένος. Σύγχυση, φωνές, πανικός. Απότομα η ερωτική εικόνα μετάλλαξε. Γέμισε ο τόπος κόκκινα στο χρώμα του παλιού κρασιού. Κόκκινα. Λες και κάποιος, εντελώς αναίτια, είχε βγάλει το φελλό ενός μπουκαλιού και ράντιζε αργά, τελετουργικά, το άδειαζε πάνω στις περίεργες δίπλες των σεντονιών που έμοιαζαν αδειασμένα από σώματα. Στο τέλος κάποιοι ήρθαν και την ύστατη στιγμή απομάκρυναν τον επίδοξο φονιά.

Οι πέντε που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, κάποιοι μισοριγμένοι στο πάτωμα, σχεδόν λιπόθυμοι απ’ το ποτό, γέλαγαν νομίζοντας πως όλο αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ακόμα αποκριάτικη πλάκα. Λυτρωμένοι απ’ τον τρελαμένο εραστή γύρισαν για να αγκαλιάσουν ξανά τα ταίρια τους.

Έτσι ακριβώς όπως ένιωθε κι ο ίδιος τώρα. Ζούσε την αυταπάτη πως αυτός ήταν ένας από τους δύο άντρες, εκείσ’ εκείνο τον τόπο και χρόνο. Τα χέρια του αναζήτησαν τη ζεστασιά της Δόμνας ανάμεσα στους μηρούς της. Στο στόμα του ο μαστός της θείας Αμελύ τού έκοβε την ανάσα. Ένα χέρι τον έσπρωχνε. Αδιαφορούσε πια για το τι γινόταν γύρω του, αδιαφορούσε ποιανής τα χείλια και πού τον φιλούσαν, ποιος ή ποια του έλυνε την ζώνη. Το μόνο που ήθελε ήταν να νιώσει τη Δόμνα. Σαν τρελός. Να τη νιώσει έστω για μια μόνο στιγμή· μετά ας γινόταν ό,τι ήθελε, με τον πατέρα της, τον άντρα της, τα φαντάσματα μιας ζωής ολόκληρης. Μια στιγμή ήθελε…

…Μια πόρτα χτύπησε δυνατά με πάταγο, κάποιος είχε αφήσει ένα από τα μέσα παράθυρα ανοιχτό κι έγινε ρεύμα. Άνοιξε τα μάτια του. Αμέσως μετά ο απόηχος εκείνου του κρότου πνίγηκε στο απόλυτο κενό της ησυχίας. Η μουσική του πλανόδιου μουσικού δεν ακουγόταν πια. Ίσως το ακορντεόν να πηγαινόφερνε πέρα δώθε κρεμασμένο στον ώμο του. Οι Αλιείς μαργαριταριών είχαν βουλιάξει στη θάλασσα της μνήμης των προηγούμενων λίγων λεπτών της ώρας. Στον για πάντα χαμένο χρόνο της μνήμης. Απέμεινε το τίποτε της σιωπής να σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι του, να τρυπάει τζάμια, τοίχους. Απέφυγε να κοιτάξει το ρολόι του. Δεν ήθελε να σκεφτεί τίποτε. Ούτε καν κινήθηκε όταν με την άκρη του ματιού του είδε στο πάτωμα τα σπασμένα γυαλιά απ’ το ποτήρι με το γάλα. Δεν ήθελε καν να πιστέψει ότι είδε όνειρο.

Ήταν όλα πραγματικότητα.

Μόνο σε άλλο χρόνο και άλλο τόπο.

Ο Γιώργος Ρωμανός γράφει μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, και διδάσκει αφηγηματολογία σε σεμινάρια. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Εμφανίστηκε νέος στα γράμματα, το 1977, με το βιβλίο του Ο Αλέξανδρος και άλλα διηγήματα (Πρόσπερος). Δημοσιεύει διηγήματα (από το 1973) σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, καθώς και δοκίμια (από το 1978). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ρωσικά.

Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξι συλλογές διηγημάτων, δύο μυθιστορήματα, μία νουβέλα, δύο μελέτες και μία μετάφραση διηγημάτων του Dylan Thomas.

Επιμελητής βιβλίων, από το 1972. Και από το 1997 εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Πανδώρα και των ομώνυμων εκδόσεων.

Το 2011 δημιούργησε το διαδικτυακό περιοδικό pandoraperiodiko.blogspot.com και το ιστολόγιο romanosg.blogspot.com.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.