fbpx
Γκυ ντε Μωπασάν: «Οι αυτόχειρες»

Γκυ ντε Μωπασάν: «Οι αυτόχειρες»

Ο Γκυ ντε Μωπασάν (1850 – 1893) ασχολείται με την αυτοχειρία σε όλο το έργο του, όπως και στα κείμενα του βιβλίου Οι αυτόχειρες. Προσωπικά στοιχεία της ζωής του βρίσκονται συχνά στα κείμενά του και έναν χρόνο πριν πεθάνει στο ψυχιατρείο είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Ίσως η σύφιλη από την οποία έπασχε και που μπορεί να ήταν κληρονομική είχε επηρεάσει τον ψυχισμό του. Έτσι, πολλοί ήρωές του φέρουν δικά του χαρακτηριστικά, όπως ο πλούσιος και λαμπερός βίος, το μίσος για τον πατέρα, η ερωτομανία κτλ.

«Η πλανεύτρα» είναι μέρα που το τοπίο στις όχθες του Σηκουάνα ήταν θεϊκό, η αίσθηση για ζωή, «όλο δροσιά, χαρά και έρωτα, θρόιζε στις φυλλωσιές των δέντρων, παλλόταν στον αέρα, καθρεφτιζόταν στα νερά του ποταμού». Ο αφηγητής παίρνει τις εφημερίδες του και πάει στις όχθες του ποταμού να περιδιαβάσει και να διαβάσει. Στις πρώτες σελίδες το μάτι του πέφτει στα στατιστικά αυτοκτονιών, που εκείνη τη χρονιά είχαν ξεπεράσει τις οκτώμισι χιλιάδες. Και αφού στοχάστηκε το πλήθος όλων αυτών που έχασαν κάθε ελπίδα και αφού έφερε με τον νου του τις φριχτές εικόνες των τελευταίων στιγμών τους και αφού μπήκε στη θέση του καθενός ξεχωριστά και αφού έζησε σαν σε όνειρο κάθε προσωπική απελπισία, έφτασε στον «Σύλλογο Εθελοντικής θανατοδοσίας». Στα οκτώ κείμενα θα δούμε οκτώ διαφορετικές περιπτώσεις.

«Αυτοχειρίες». Ο κ. Χ, πενήντα επτά ετών, αυτοκτόνησε με πιστόλι. Στο γράμμα που άφησε εξηγεί τις αιτίες, στον εαυτό του, κυρίως, οι οποίες συνοψίζονται σε μοναξιά, κουραστική επανάληψη, μάταιη προσμονή. Ξαναδιάβασε τα παλιά γράμματα και κατέληξε στο ότι «η μνήμη είναι κόσμος πιο τέλειος κι από το σύμπαν: Ζωοδοτεί ό,τι πια έχει πάψει να υπάρχει… Τα χείλη που υπόσχονται αγκαλιές… το πρώτο φιλί που σε κάνει να κλείνεις τα μάτια και σβήνει κάθε σκέψη, καθώς σε κατακλύζει η απροσμέτρητη ευτυχία της μελλοντικής ένωσης». Κι έπειτα είδε «το φριχτό γήρας, τη μοναξιά … την ανημπόρια. Τέλος, τέλος τέλος! Κι ούτε ένας άνθρωπος πλάι μου!» φώναξε…

«Ο τυφλός» βιώνει την ανημπόρια του δραματικά, πλάι στην αδελφή του και στον γαμπρό του στο αγρόκτημα, που, αν και τους έχει παραχωρήσει το μερίδιό του από την πατρική περιουσία, ζει σαν ζητιάνος και χαραμοφάης, αφού «στο χωριό όποιος δε δουλεύει στα χωράφια είναι φύρα». Για να μην είναι φύρα, θα τον βάλουν σε μια γωνιά της πόλης να ζητιανεύει. Εκεί θα τον ξεχάσουν κι ας χιονίζει. Θα τον βρουν μετά από μέρες, όταν δουν τα κοράκια να ορμούν «μαζικά σαν μαύρο σύννεφο σε ένα συγκεκριμένο σημείο».

ο συγγραφέας με κάθε διήγημά του έχει την ευκαιρία να μπει βαθιά στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και να την απογυμνώσει από αυτό που θέλει να δείχνει ότι είναι και όχι αυτό που πραγματικά είναι.

«Η τρελή» είναι εκείνη που έχασε τα λογικά της, στα είκοσι πέντε της, όταν μέσα σε έναν μήνα έχασε πατέρα, σύζυγο και μοναχογιό. Το πένθος την καθήλωσε αμίλητη και ακίνητη στο κρεβάτι. Όταν όμως ήρθαν οι Πρώσοι κατακτητές, απαίτησαν να σηκωθεί και να αποδώσει τιμές στον επικεφαλής. Εκείνη δεν μπορούσε και οι Πρώσοι την έβγαλαν με το στρώμα και την άφησαν στο δάσος, στο χιόνι. Εκεί έγινε βορά των λύκων και το κρανίο της φωλιά για τα πουλιά.

«Περίπατο» αποφασίζει να κάνει ο μπαρμπα-Λεράς, που ζει μόνος και έρημος. Δουλεύει ως λογιστής σε ένα κατάστημα, έντεκα ώρες την ημέρα, και δεν έχει απολαύσει τίποτα στη ζωή του. Αποφασίζει λοιπόν μια μέρα να πάει στο εστιατόριο, να φάει ένα καλό φαγητό, να πιει ένα καλό κρασί, να πάρει επιδόρπιο και σαμπάνια και έπειτα να κάνει έναν περίπατο στο δάσος της Βουλώνης. Κι εκεί βλέπει να περνούν πλάι του άμαξες με ζευγάρια σφιχταγκαλιασμένα να φιλιούνται. Αυτός ελάχιστα ήξερε από έρωτα. Και όταν ξανασκέφτηκε τη φτωχή κάμαρά του, το θλιβερό γραφειάκι του, τη μίζερη ζωή του, απελπίστηκε. Την άλλη μέρα τον βρήκαν κρεμασμένο από τις τιράντες του σ’ ένα δέντρο του δάσους της Βουλώνης.

«Στον ελαιώνα» ζει απομονωμένος ο κάποτε καμαρωτός, αθλητικός, κομψός βαρόνος του Βιλμπουά, ωραίος και απόλυτος, ερωτευμένος, οικτρά απατημένος και προδομένος τότε, αφοσιωμένος στην εκκλησία και το ψάρεμα τώρα. Είκοσι πέντε χρόνια μετά ο αβάς θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον εγκληματικό καρπό της γυναίκας που τον πρόδωσε. Ο γιος του, ολόιδιος στη φάτσα αλλά σατανικός στην ψυχή, ρεμάλι και εγκληματίας, έρχεται και τον βρίσκει, αφού έχει διαπράξει όσα κακά και βίαια εναντίον του πατριού που τον μεγάλωσε. Μετά από ένα πλούσιο γεύμα και μια άνευ ορίου οινοποσία, ο νεαρός σκοτώνει τον πατέρα και συλλαμβάνεται από τη χωροφυλακή.

«Ο μικρός» (σαν συνέχεια του προηγούμενου) γεννήθηκε με έναν επίσημο πατέρα και έναν ανεπίσημο, γείτονα αγαπημένο των γονιών του. Η μητέρα πεθαίνει στη γέννα και το παιδί αναλαμβάνουν οι δύο φίλοι. Το μεγαλώνουν με λατρεία, αλλά και το κακομαθαίνουν τόσο, ώστε να αγανακτήσει η υπηρέτρια, η οποία αποκαλύπτει στον κύριό της ότι το παιδί είναι του γείτονα. Εκείνος κρεμιέται από έναν κρίκο στο ταβάνι. Πάνω στο γραφείο του αφήνει ένα σημείωμα στον γείτονα: «Σας αφήνω. Αφήνω στα χέρια σας και το παιδί». Έτσι απλά, δεν άντεξε το χτύπημα και, τηρώντας τα προσχήματα, παραδίδει το παιδί στον φυσικό του πατέρα και αποχωρεί από τη σκηνή.

«Ο δειλός» είναι νέος, ωραίος, υποκόμης, πλούσιος, άνετος, συνάπτει ύποπτους ερωτικούς δεσμούς, στις γυναίκες εμπνέει έρωτα και στους άντρες «φιλική εχθρότητα», είναι «άσος στο σπαθί και ακόμη καλύτερος στο πιστόλι». Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που θα υποχρεωθεί, με δική του πρωτοβουλία, να μονομαχήσει. Τρέμοντας από φόβο και, μπροστά στον κίνδυνο να ρεζιλευτεί, αποφασίζει να βάλει το πιστόλι βαθιά στο λαρύγγι του και να τραβήξει τη σκανδάλη.

Κι έτσι έχουν όλα. Ούτε τρομερά δράματα ούτε σπάνια. Όμως ο συγγραφέας με κάθε διήγημά του έχει την ευκαιρία να μπει βαθιά στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και να την απογυμνώσει από αυτό που θέλει να δείχνει ότι είναι και όχι αυτό που πραγματικά είναι. Να φέρει στο φως την αλαζονεία, την απάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι στους αδύνατους, την κτηνώδη αντιμετώπιση ανθρώπων με προβλήματα, όλα εκείνα που δείχνουν τον άνθρωπο πίσω από το λούστρο και την ετικέτα «άνθρωπος».

mopasanΟ Γκυ Ντε Μωπασάν δε χαρίζεται κανενός. Κοιτάζει την ανθρώπινη ράτσα κατάματα. Βγάζει όλα τα ψιμύθια της ωραιολογίας και δείχνει ότι το πιστόλι του κυρίου Χ., τα δόντια του λύκου ή το κρύο χιόνι, η κτηνώδης συμπεριφορά και η κακοποίηση των αδυνάτων είναι μέσα στην άγρια φύση των ανθρώπων. Ο ίδιος ο συγγραφέας, με παραστάτες τον Φλομπέρ και τον Μπαλζάκ, αποδεικνύεται στη σύντομη ζωή του και καλός ψυχολόγος.

Εξαιρετική η μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου.

 

Οι αυτόχειρες
Γκυ ντε Μωπασάν
Μετάφραση: Γιώργος Ξενάριος
Κέδρος
128 σελ.
ISBN 978-960-04-4823-8
Τιμή: €12,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Pip Williams: «Το λεξικό των χαμένων λέξεων»

Ένα βιβλίο για τις λέξεις και την ιστορία τους. Για τις λέξεις που χάθηκαν ανά τους αιώνες. Για εκείνες που έχουν άλλη σημασία για τις γυναίκες και άλλη για τους άντρες. Αλλά και ένα βιβλίο για τις...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
J. M. Coetzee: «Ο Πολωνός»

Διαβάζοντας τη νουβέλα Ο Πολωνός (2023) του Τζον Μάξγουελ Κούτσι, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια συνειδητοποιούν τη δύναμη που έχει ο...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Arturo Pérez-Reverte: «Ο Ιταλός»

Ο πολυγραφότατος Ισπανός συγγραφέας από την Καρθαγένη, ο Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε, έχει φωτίσει πολλές φορές μέσα από τα μυθιστορήματά του άγνωστες στιγμές της Ιστορίας. Έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, μέχρι στιγμής,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.