fbpx
Μαρίνα Τσβετάγιεβα: «Ο διάβολος και άλλα αφηγήματα» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Μαρίνα Τσβετάγιεβα: «Ο διάβολος και άλλα αφηγήματα»

Μικρός και ευσύνοπτος ο τόμος, μόλις εκατόν εξήντα σελίδες, περιλαμβάνει τέσσερα νεανικά αφηγήματα –«Ο Διάβολος», «Η Μητέρα μου και η μουσική», «Το σπίτι του γερο-Ποιμένα» Ι, «Το σπίτι του γερο-Ποιμένα» ΙΙ– και μία ενότητα εργοβιογραφική –«Η ζωή και το έργο της Μαρίνας Τσβετάγιεβα– την οποία υπογράφει η Βερονίκ Λοσκί.

Η ενότητα αυτή, τελευταία στο βιβλίο, είναι πολύ σημαντική, διότι αποτελεί μια πλήρη πραγματεία πάνω στη ζωή και το έργο της μεγάλης Ρωσίδας ποιήτριας. Πρόκειται για ένα οδυνηρό, ενημερωτικό οδοιπορικό της ζωής και του έργου της, στο οποίο, πέραν των πληροφοριών που αφορούν την ποιήτρια, δίνονται και άλλες, οι οποίες ανασυνθέτουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ευρώπη, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήτοι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στη Ρωσία και στις άλλες χώρες, όπου αναγκάστηκε να ζήσει η ποιήτρια. Να ζήσει ή να αναγκαστεί, να καταπιεστεί και να υποστεί τα δεινά μιας δύσκολης επιβίωσης, κυρίως τη φτώχεια, την ανέχεια, την αγωνία για το έργο της, εμποτισμένο από τη νοσταλγία της πατρίδας που της έλειπε, την οικογένειά της, τη ζωή και τον θάνατό της. Έτσι βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο η Ρωσία, είτε πρόκειται για την παλιά παραδοσιακή Ρωσία είτε για την πατρίδα, όπως την αντιλαμβάνεται ο εκουσίως ή ακουσίως εξόριστος είτε, τέλος, αυτό που μέσα από την αιματοχυσία κατέληξε να είναι. Το Βερολίνο, η Πράγα και το Παρίσι, όσο και αν ακούγονται γοητευτικά για έναν συγγραφέα που συλλέγει εμπειρίες ταξιδεύοντας και γίνεται πολίτης του κόσμου, για την Τσβετάγιεβα δεν είναι παρά ανάγκη φυγής από τη Ρωσία, εξορία και αναγκαστική διαμονή.

Η Τσβετάγιεβα γεννήθηκε στη Μόσχα το 1892 και έζησε σ' ένα περιβάλλον διανοουμένων, μέσα στο οποίο ωρίμασε, μορφώθηκε και ανακάλυψε την ποιητική της κλίση. Επιστήμονας και μουσικός, ταλαντούχα ζωγράφος και με καλή γνώση της γερμανικής και γαλλικής λογοτεχνίας η μητέρα της. Τι ακριβώς σπούδασε η Μαρίνα, αν σπούδασε, δεν είναι γνωστό, ούτε η ίδια αναφέρει κάτι στην αυτοβιογραφία της. Πάντως από τις πρώτες της κιόλας δημοσιεύσεις, το 1916, κινεί το ενδιαφέρον των ομοτέχνων της, μεταξύ των οποίων του Βαλέρι Μπριούσοφ και του Νικολάι Γκουμίλιεφ, και αναδεικνύεται ποιήτρια της Μόσχας, όπως η Αχμάτοβα ποιήτρια της Αγίας Πετρούπολης. Οι επαφές με άλλους διανοούμενους συγγραφείς και ποιητές της εποχής της –Μπορίς Πάστερνακ, Άννα Αχμάτοβα, Όσιπ Μάντελσταμ, Μαξίμ Γκόρκι, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι– αντικαθεστωτικούς ή μη, βασανισμένους από τον σταλινισμό ή συμπαθούντες, είναι φυσικό να συνέβαλαν στην ταραγμένη προσωπικότητά της. Ο Πάστερνακ είπε για τη Μαρίνα ότι: «Υπήρξε ένα ζωντανό παλλάδιο απέναντι σε πλήθος συμβολιστών και φουτουριστών που μας περιστοίχιζαν». Ο Ηλία Έρεμπουργκ πως ήταν «Ρωσίδα ασεβής όλο φως και χαρά», ο Μάλντεσταμ την αποκάλεσε «υπερήφανη Μοσχοβίτισσα». Ο Τβαρντόβσκι έλεγε πως η Μαρίνα είχε προηγηθεί όλων των «ανακαλύψεων» των νεωτερικών ποιητών.Το 1917, τα πράγματα αλλάζουν. Ο σύζυγός της, αξιωματικός του Λευκού Στρατού, πολεμά στη Νότια Ρωσία και επί τρία χρόνια αγνοείται η τύχη του. Η κόρη της Ειρήνη πεθαίνει από την πείνα και η ίδια ζει αποκλεισμένη στη Μόσχα, με μοναδικό στήριγμα τη μεγαλύτερη κόρη της, την Αριάνα. Ωστόσο, δεν σταματά να γράφει και να εκφράζει επικινδύνως το μίσος της για την Επανάσταση, μετατρέποντας κάθε σελίδα γραπτού της σε αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο. Ταγμένη πάντα από ιδιοσυγκρασία στο πλευρό των αδικημένων, εναντίον κάθε κατεστημένου, αρνούμενη τους κανόνες της υποκρισίας και της συμβατικότητας, θα πληρώσει το τίμημα. Όταν τελικά μαθαίνει ότι ο άντρας της ζει, η χαρά της, η οποία παίρνει τη μορφή καταιγίδας, αποτυπώνεται στα ποιήματα με τίτλο Η ευχάριστη είδηση, ενώ μαστίζεται από την οικονομική ανάγκη και υποφέρει από το πολιτικό σύστημα που απεχθάνεται. Το 1922, αρχίζει η περιπέτεια της «εξορίας». Φεύγει για να συναντήσει τον σύζυγό της στο Βερολίνο, όπου βρίσκουν καταφύγιο πολλοί Ρώσοι διανοούμενοι εκείνον τον καιρό. Θα ακολουθήσουν τα ωραία χρόνια στην Πράγα και μετά θα φτάσει στο Παρίσι, για μια ποιητική βραδιά, και θα μείνει δεκατέσσερα χρόνια. Το Παρίσι τής είναι οικείο, άλλωστε, από προηγούμενα ταξίδια, γνωρίζει προσωπικότητες και η οικογένεια βρίσκει τον ρυθμό της. Ωστόσο, παρά την ικανοποιητική εκδοτική δραστηριότητα, η οικονομική κατάσταση με τον σύζυγο άνεργο και την ίδια να μη γνωρίζει καμιά δουλειά, ήταν πολύ δύσκολη. Τα ποιήματα με τον τίτλο Μετά τη Ρωσία, το 1928, δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Την παλιά Ρωσία έχει «καταβροχθίσει» η Επανάσταση, όπως έλεγε, και οι οικονομικές δυσχέρειες είχαν συνέπειες. Περιοδικό της Πράγας στο οποίο δημοσίευε, έκλεισε. Στο Παρίσι δεν άρεσε το «καυστικό πνεύμα» και ο «νεωτεριστικός χαρακτήρας» των έργων της, οι ιθύνοντες αργούσαν να την πληρώσουν. Το 1937 η κόρη της επιστρέφει στη Σοβιετική Ένωση, ενώ ο σύζυγός της βρίσκεται μπλεγμένος σε φόνο κατασκόπου και αναγκάζεται να κρύβεται. Η Τσβετάγιεβα, μόνη με τον δωδεκάχρονο γιο της στο Παρίσι, σε δεινή οικονομική κατάσταση, βοηθούμενη από τους φίλους αλλά απτόητη, μαχητική και υπερήφανη, αντιστέκεται αλλά τελικώς αποφασίζει και αυτή να επιστρέψει, χωρίς να λάβει υπόψη της τους ενδοιασμούς του Πάστερνακ, που ως Δόκτωρ Ζιβάγκο της είχε μεταφέρει. Τελικώς, το 1939 εγκαταλείπει τη Γαλλία. Η οικογένεια σμίγει για το καλοκαίρι και μετά ο σύζυγος και η κόρη συλλαμβάνονται. Το 1941, ψάχνει για τους παλιούς φίλους, αναγνώστες δεν έχει, ξεσπά ο πόλεμος και εκείνη, απελπισμένη, καταλήγει στο απονενοημένο διάβημα όπου το 1930 είχε καταλήξει και ο φίλος της ο Μαγιακόφσκι. Εκείνος αυτοπυροβολήθηκε, εκείνη απαγχονίζεται.

Το έργο της πολύ και ποικίλο. Ποιήματα επικά και λυρικά, λαϊκοί μύθοι, αφηγήματα και θεατρικά έργα. Ο Έρεμπουργκ έλεγε πως ήταν «αιχμάλωτη της ποίησης». Η πιο δυνατή σχέση που είχε στη ζωή της ήταν με το τραπέζι της, στο οποίο έγραφε και στο οποίο αφιέρωσε έξι ποιήματα με τίτλο «Το τραπέζι». Χαρακτηριστικά της η οικονομία των μέσων έκφρασης, η συνοπτικότητα, η έντονη αναζήτηση της ηχητικής, η ανάγκη απελευθέρωσης από κάθε καταναγκασμό, αλλά και οι παλιές κλασικές φόρμες. Ακόμα, αισθητή είναι η εσωστρέφεια, εμφανής ο ιδιότροπος χαρακτήρας της, σταθερό χαρακτηριστικό της η εξέγερση, η καταγγελία της μικροπρέπειας, του μικροαστισμού, της ευτέλειας, του συμφέροντος, του χρήματος, της εκμετάλλευσης. Στη θεματική της επανέρχεται η νοσταλγία για το ρωσικό παρελθόν, οι πατριαρχικές συνήθειες, η λαϊκή ποίηση, οι μύθοι, ο έρωτας, βίαιος, υπερβολικός, ανεκπλήρωτος. Προφητικοί ακούγονται οι στίχοι της: «Η ποίησή μου, σαν το καλό κρασί/ Ξέρει να περιμένει, η ώρα να ηχήσει». Η Τσβετάγιεβα «αντιπροσωπεύει τον ποιητή του αδύνατου και της άρνησης». Επιδιώκει με τα πιο λιτά μέσα το μεγαλύτερο αποτέλεσμα. Στα δοκίμιά της για τους Πάστερνακ, Μαγιακόφσκι, Πούσκιν, Ναταλία Γκοντσάροβα, μιλάει για τις προσωπικές της αναμνήσεις, τη συμπάθεια για τους φίλους της δημιουργούς και για τις αλληλεπιδράσεις. Η Τσβετάγιεβα δεν γράφει όπως μιλάμε αλλά όπως σκεφτόμαστε, λέει η Λοσκί, και ερμηνεύει τον ρόλο των σημείων στίξεως και της παύλας ιδίως, η οποία συμβολίζει τον μουσικό ή ρυθμικό χρόνο. Οι σκέψεις της για κάποιους συγγραφείς την οδήγησαν στη σύνταξη πραγματειών, όπως «Ο ποιητής και η κριτική», «Ο ποιητής και ο χρόνος και η Τέχνη υπό το φως της συνείδησης», κείμενα δημοσιευμένα και αναδημοσιευμένα στη Γαλλία ως ύστατος φόρος τιμής.

Από τα διηγήματα αυτού του τόμου, «Ο διάβολος» δείχνει την αποδέσμευση της συγγραφέως από τις δαιμονοληψίες και άλλες θρησκευτικές προκαταλήψεις, αλλά εκεί βρίσκεται και υλικό μελλοντικά αξιοποιήσιμο. Ο «Διάβολος» της μαθαίνει, ενώ είναι ακόμα κοριτσάκι, την «αμαρτία» της μοναξιάς και αυτός υπήρξε ο πρώτος της έρωτας. Η Τσβετάγιεβα δεν γνώρισε αρμονικές ανθρώπινες σχέσεις διότι ο «Διάβολος» την απομάκρυνε στη μοναξιά, η οποία γεννά τον πόνο και ο πόνος τη δημιουργία.

Στο διήγημα «Η μητέρα μου και η μουσική», μιλάει για την ποιητική της κλίση. Στο επόμενο, «Στο σπίτι του γερο-Ποιμένα», θα βρούμε αναφορές στη μυθολογία και την υποταγή στον «Γέροντα» όλων των μελών της οικογένειας, υποταγή στον θάνατο (αν δεν απατώμαι, εδώ έχει τη ρίζα της και η Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι).

Η τελική αποτίμηση είναι πως η Τσβετάγιεβα κρατά μια πολύ σημαντική θέση στα Γράμματα των αρχών του 20ού αιώνα, χωρίς να ενταχθεί σε κανένα από τα κινήματα της εποχής της, στα οποία εντάχθηκαν οι φίλοι της. Πεζό και ποιητικό έργο εξακολουθεί να συγκινεί και να συναρπάζει ποιητές και αναγνώστες. Επαινετή, επομένως, και η παρούσα έκδοση στην Ελλάδα, καθώς και η μετάφραση της Ελένης Μπουκουβάλα.

 

Ο διάβολος και άλλα αφηγήματα
Μαρίνα Τσβετάγιεβα
μετάφραση: Ελένη Μπουκουβάλα
Χίλων εκδοτική
163 σελ.
Τιμή € 12,00
1-patakis-link

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.