fbpx
Will Willes: «Προσοχή στα πατώματα!»

Will Willes: «Προσοχή στα πατώματα!»

Και για όλα φταίει το κρασί, θα μπορούσε να είναι ο τίτλος αυτού του βιβλίου, το οποίο πέρα από τα πατώματα και τη συντήρησή τους αποτελεί και μελέτη μιας πρώην σοβιετικής κοινωνίας με όλα τα παρεπόμενα της απομόνωσης και στέρησης, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Γουίλ Γουάιλς επιχειρεί εδώ έναν σε βάθος σχολιασμό σε δύο επίπεδα. Το ένα αφορά την υποχονδρία, εμμονή και ψύχωση για την τάξη και την καθαριότητα, το άλλο τον τρόπο ζωής σε μια πόλη της Ανατολικής Ευρώπης με τη ματιά ενός Δυτικού. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικοί χαρακτήρες φέρνουν στο φως τα ελαττώματά τους σε επτά μέρες. Ακολουθεί και μια όγδοη, σαν να είναι επτά της δημιουργίας και μία της σύγκλισης…

Τα πατώματα, λοιπόν, τα οποία επιβάλλονται στον τίτλο, μας φέρνουν στη μνήμη δύο ταινίες του Νικήτα Μιχάλκοφ (Ρώσος και αυτός), Μαύρα Μάτια και Ο κουρέας της Σιβηρίας, όπου το πάτωμα αστράφτει σε πολλά επίπεδα ερμηνείας. Στην πρώτη ταινία, ένας ψυχαναγκαστικός Ρώσος, που τον τρέμει όλο το προσωπικό και η γυναίκα του ιδιαιτέρως, έχει στρώσει μέσα στο σαλόνι έναν διάδρομο και απαγορεύει σε οποιονδήποτε να πατήσει το καλογυαλισμένο εύθραυστο πάτωμα. Στη δεύτερη ταινία, οι στρατιώτες σε μια στρατιωτική λέσχη τρίβουν με μανία το πάτωμα να γυαλίσει, πάνω στο οποίο θα χορέψουν οι αξιωματικοί, οι οποίοι γλιστρούν και δεν μπορούν να ισορροπήσουν.

Τα πατώματα αυτά παραπέμπουν στο πάτωμα του Όσκαρ. Ο Όσκαρ είναι μουσικός, μανιακός με την καθαριότητα και την τάξη, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, λες και είναι παρτιτούρα. Ενόψει ταξιδιού του στην Αμερική, αναθέτει για λίγες μέρες σ’ έναν Άγγλο «φίλο» του, συγγραφέα και παλιό συμφοιτητή, να προσέχει το διαμέρισμα, να ταΐζει τις γάτες και «προσοχή στα πατώματα» να μη στάξει τίποτα (είναι πανάκριβα), οι γάτες να μην κάτσουν στον καναπέ και τις καρέκλες του σαλονιού, αφήνει χαρτάκια παντού με οδηγίες, τι πρέπει να κάνει, πότε και πώς. Για τον Όσκαρ «ένα δωμάτιο δεν είναι απλώς ένα δωμάτιο. Ένα δωμάτιο αποτελεί την εκδήλωση της κατάστασης του πνεύματος, το προϊόν μιας ευφυΐας… είτε συνειδητά… είτε ασυνείδητα. Εμείς φτιάχνουμε τα δωμάτιά μας, και μετά τα δωμάτιά μας φτιάχνουμε εμάς». Κι επειδή ο «φίλος» είναι αλλιώς μαθημένος, «ακατάστατος, χαοτικός, ανοργάνωτος, τεμπέλης», εκείνο που φοβάται ο Όσκαρ γίνεται. Από μια σταγόνα κρασί κι ενός κακού μύρια έπονται, με γεωμετρική πρόοδο οι συμφορές πολλαπλασιάζονται: κρασί και λεκέδες, γατιά και γρατζουνιές, αίματα και θάνατοι (;) θα κάνουν το διαμέρισμα άνω-κάτω.

Αυτά μέσα. Έξω, το πλήθος στην αγορά τον σπρώχνει εχθρικά. Εχθρική και η θυρωρός της πολυκατοικίας, η «νυχτεριδόφατσα» με το «βιτριολικό βλέμμα», εχθρικός και ο εργαζόμενος στη συλλογή των απορριμμάτων. Σε μια επίσκεψη στο Μουσείο (γυαλισμένο το πάτωμα κι εδώ), ο ήρωας, που είναι και ο μοναδικός επισκέπτης, βρίσκεται αντιμέτωπος με τα μουτρωμένα και απρόθυμα πρόσωπα, τις γυναίκες-φύλακες «κατσουφιασμένες γριές με κεφαλομάντιλα». Περιφερόμενος από χώρο σε χώρο βρίσκεται στο δωμάτιο της Ιστορίας της χώρας: της δουλοπαροικίας, της μοναρχίας, της βιομηχανικής επανάστασης, της δημοκρατίας, της φασιστικής δημοκρατίας, της λαϊκής δημοκρατίας και της δημοκρατικής δημοκρατίας. «Η Ιστορία ήταν ό,τι πιο καινούργιο υπήρχε στο κτίριο», το οποίο, όπως όλα τα κτίρια, είναι παλιό, σε αποσύνθεση, με «ρωγμές στα πατώματα» (πάλι πατώματα), ίδιο και Μέγαρο Μουσικής το «μπρουταλιστικό κτίριο». Το διαμέρισμα του Όσκαρ μοιάζει με κηλίδα καθαριότητας μέσα στην πόλη.

Η γνωριμία με τον Μάικλ, μουσικό στο Μέγαρο, φίλο του Όσκαρ, μας προσφέρει μια ξενάγηση στη νυχτερινή πόλη και στα μπαρ που όζουν, όπως τα υπόγεια, τα κανάλια, οι τουαλέτες. Με γυναίκες όμορφες που χορεύουν γύρω από έναν στύλο, που κάθονται στα τραπέζια και προσφέρουν υπηρεσίες στους πελάτες, χωρίς καμιά από αυτές να έχει σχέση με τη διασκέδαση ή το σεξ, αλλά μόνο με τα περιθώρια κέρδους: «φτιαχνόμασταν στη διασταύρωση δύο καμπυλών κέρδους μιας γραφικής παράστασης». Η νυχτερινή έξοδος καταλήγει άδοξα με τον ήρωα να τρέχει να ξεφύγει από την πληρωμένη και άγαρμπη λαγνεία, για να καταλήξει να ξεράσει στον τοίχο ενός κτιρίου. Ήταν το «μπρουταλιστικό παλάτι του πολιτισμού», το χτισμένο πάνω σ’ ένα παλιό νεκροταφείο που βούλιαζε… Παράλληλα ο Μάικλ, χωρίς να λέει τίποτα το ιδιαίτερο, μιλάει με πολλές αποσιωπήσεις για τον εμμανή και μυστηριώδη Όσκαρ.

Το βιβλίο είναι μια κοινωνιολογική μελέτη με θέμα τον τρόπο ζωής των πρώην καταπιεσμένων. Όλες οι απαγορεύσεις που επιβάλλει ο υπέρ το δέον σπαστικός με την καθαριότητα Όσκαρ αποτελούν αλληγορία της πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης, όπου ο καθένας με κάποιο πόστο, όσο ασήμαντο κι αν είναι, εμφανίζεται ως εξουσία και, γιατί όχι, ως πληροφοριοδότης της εξουσίας και αντιμετωπίζει κάθε ξένον ως εισβολέα που θα ανατρέψει αυτή την όζουσα τάξη. Η μυρωδιά της σαπίλας, που ξεκινάει από τα υπόγεια και απλώνεται σε όλη την πόλη, διαπερνά την εξωτερική εικόνα και τα πρόσωπα των ανθρώπων, για να φτάσει στις ψυχές και τις συνειδήσεις με το γυναικείο, κατεξοχήν, σώμα, πεδίο δράσης της εμπορευματοποίησης. Όμορφες κοπέλες και άσχημες ώριμες, σε βρόμικες δουλειές οι πρώτες, μεταφορικά, και οι δεύτερες κυριολεκτικά.

Η χειμαρρώδης πρωτοπρόσωπη αφήγηση παλινδρομεί συχνά, χωρίς εμφανείς δείκτες, στα φοιτητικά χρόνια, για να δείξει τη διάσταση χαρακτήρα των δύο φίλων. Μια διάσταση που ξεκινά από τη νοοτροπία συμμόρφωσης, ή μη, με τους κανόνες και την προβολή των σημείων απόκλισης ανάμεσα στον τακτικό Ανατολικό και τον αντίποδά του χαοτικό Δυτικό.

Με ένα πλούσιο διακείμενο, με παραπομπές και έξυπνες αναφορές σε έργα που έχει στον νου του ο Άγγλος φίλος-αφηγητής, με απρόσμενες περιγραφές και σημασία στις λεπτομέρειες (όταν περιγράφει, αλλά όχι όταν πράττει), η κοινωνική κριτική υποκρύπτει πολιτικό σχόλιο: Η επίσημη ενδυμασία των μουσικόφιλων, που «απέπνεαν μια αίσθηση φθοράς», «μια νότα εξουθένωσης στις μανσέτες και τα κολάρα των κυρίων, «τα φορέματα των κυριών ήταν πιο γυαλιστερά στα εκτεθειμένα ακρωτήρια και τους κάβους τους», το φθαρμένο κτίριο βαμμένο στο «κόκκινο της θρόμβωσης», «αμφέβαλλα για το κατά πόσο κάποιο ξεσκονόπανο είχε αγγίξει οποτεδήποτε τον πολύπτυχο ροκοκό διάκοσμο», το μπαρ «ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση προλεταριακής αισθητικής και καλωδίωσης» και γενικώς η βρομιά παντού στοιβαγμένη, σαν συμπιεσμένη στάχτη. Και το διαμέρισμα του Όσκαρ: άσπροι τοίχοι, άσπρα πατώματα, άσπρο ταβάνι, όλα άσπρα, ελάχιστα έπιπλα, απόλυτη τάξη – πρόκειται για επιλογή μινιμαλιστικού στιλ ή το «βαρομετρικό τρέλας» είναι τόσο χαμηλό για να τρελάνει τον ένοικο; Το δεύτερο επιβεβαιώνεται, αλλά το αποκαλυπτικό ευφάνταστο τέλος κλείνει το βιβλίο με μια σύνθεση που συμφιλιώνει κόσμους και νοοτροπίες, με τα ελαττώματά τους ένθεν και ένθεν.

 

Προσοχή στα πατώματα!
Will Willes
μετάφραση: Αγορίτσα Μπακοδήμου
Κλειδάριθμος
312 σελ.
Τιμή € 14,40


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Pip Williams: «Το λεξικό των χαμένων λέξεων»

Ένα βιβλίο για τις λέξεις και την ιστορία τους. Για τις λέξεις που χάθηκαν ανά τους αιώνες. Για εκείνες που έχουν άλλη σημασία για τις γυναίκες και άλλη για τους άντρες. Αλλά και ένα βιβλίο για τις...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
J. M. Coetzee: «Ο Πολωνός»

Διαβάζοντας τη νουβέλα Ο Πολωνός (2023) του Τζον Μάξγουελ Κούτσι, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια συνειδητοποιούν τη δύναμη που έχει ο...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Arturo Pérez-Reverte: «Ο Ιταλός»

Ο πολυγραφότατος Ισπανός συγγραφέας από την Καρθαγένη, ο Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε, έχει φωτίσει πολλές φορές μέσα από τα μυθιστορήματά του άγνωστες στιγμές της Ιστορίας. Έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, μέχρι στιγμής,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.