fbpx
 Δημήτρης Φύσσας: «Εμένα μου λες»

Δημήτρης Φύσσας: «Εμένα μου λες»

Η πόλη αυτή θα λιάζεται σα θα ’χουμε πεθάνει.

Για τη σύγχρονη γυναικεία γραφή πολλά έχουν ειπωθεί. Τα χαρακτηριστικά της έχουν πολλές φορές σκιαγραφηθεί, το ύφος, η θεματολογία, η απεύθυνση, ο τόνος. Τόσο στην πεζογραφία, όσο και στην ποίηση, η εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή έχει να επιδείξει πλήθος παραδειγμάτων γυναικείων φωνών, που, με την πάροδο των χρόνων, σμιλεύονται και αποκτούν η καθεμία τη δική της ταυτότητα, αλληλεπιδρούν και ταξινομούνται στη συλλογική δημιουργία.

Παρακολουθούμε εναγωνίως τη συστηματική συγκρότηση γυναικείων γενεαλογιών, και, είτε συντασσόμαστε είτε αντιτασσόμαστε σε αυτή την «ταμπέλα», τη χρησιμοποιούμε, προκειμένου να συμμετάσχουμε στη συζήτηση. Ωστόσο, ο όρος «σύγχρονη αντρική γραφή» δεν υφίσταται στους αντίποδες, ή τουλάχιστον δεν χρησιμοποιείται από τους λογοτέχνες, τους κριτικούς και τους αναγνώστες προκειμένου να περιγραφεί ένα φαινόμενο αντίστοιχο με εκείνο της σύγχρονης γυναικείας γραφής.

Η ποιητική φωνή του Φύσσα μού ασκεί ιδιαίτερη γοητεία, και, ήδη από τις προδημοσιεύσεις αποσπασμάτων του Εμένα μου λες στο διαδίκτυο, είχα εντοπίσει ορισμένα στοιχεία που τα θεωρώ καινοτόμα και αξιοσημείωτα, όχι μόνο για τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, αλλά και για τη σύγχρονη εγχώρια ποιητική παραγωγή γενικότερα. Η προσέγγιση της εν λόγω συλλογής που εδώ προτείνω δεν είναι φεμινιστική. Είναι επιτελεστική και, μάλιστα, το κείμενο που με μικρές τροποποιήσεις διαβάζετε γράφτηκε αρχικά με σκοπό να εκφωνηθεί προφορικά, πράγμα που συνέβη στις 18 Ιανουαρίου 2017, στο βιβλιοπωλείο FreeThinkingZone. Επομένως, εισάγοντας τον όρο «σύγχρονη αντρική γραφή» ως πλαίσιο ένταξης για όσα θα ακολουθήσουν, επιθυμώ να αναδείξω τη γλωσσική πρόοδο που σημειώνει η πολιτισμική ιστορία μέσα από σύγχρονα ποιητικά έργα, χρησιμοποιώντας το πόνημα του Φύσσα ως παράδειγμα.

Ένα από τα ποιήματα της συλλογής που βαθιά στρίβουν το μαχαίρι στην καρδιά των αναμνήσεων, καθώς κι εγώ είμαι βέρα Πατησιώτισσα, είναι το τιτλοφορούμενο «Πατήσια – Νέα Ελβετία», παραπέμποντας φυσικά στο δρομολόγιο του τρόλεϊ 11, που, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, οργώνει την Αθήνα χρόνια τώρα, όπως κι ο συγγραφέας του ποιήματος. «Με βήματα βαριά κι αργά», που τα δανείζεται από την προηγούμενη ποιητική του συλλογή, σε μια πόλη άλλοτε νυχτόβια και ολόφωτη, ο περιπατητής διαπιστώνει τις αλλαγές που διαβρώνουν και αναμορφώνουν το αστικό τοπίο. Η εμμονή του στα περίπτερα, που άλλοτε ευημερούσαν και έστιζαν τις βραδινές του βόλτες με την παρουσία τους, τώρα «παλιά, κλειστά περίπτερα της κρίσης», του δίνει τη δυνατότητα να κάνει, μέσα από την ποίηση, και ορισμένα πολιτικά σχόλια. Χρησιμοποιώ δε τον όρο «πολιτικά» με την αρχαία ελληνική του έννοια, μιας και βρισκόμαστε ακόμα στην «Αθήνα, Βγαίνοντας το ’15»:

Είπαν οι υπουργοί: «Τα περίπτερα που κλείσαν, κλείσαν.
Τώρα θα ξεπατωθούν». Και ξεπατώθηκαν.
Στις θέσεις τους στρώσανε πλάκες πεζοδρομίου
(Μερικά πάντως ρημάζουνε κλειστά, τους ξέφυγαν).

Το ίδιο και τα καφενεία:
Μ’ ακατέργαστους ανθρώπους […]
Πατώματα μωσαϊκά ή και γυμνά τσιμέντα
Κι οπωσδήποτε καθρέφτες (δεν υπάρχει καφενείο δίχως καθρέφτη)

Σπουδαία παρατήρηση, κατευθείαν ανασυρμένη από το υποσυνείδητο, που διευκολύνει και τον αναγνώστη να διαλευκάνει τη χρήση των καφενείων ως κάτοπτρα που επιτρέπουν στον ποιητή να παρακολουθήσει και τις αλλαγές των εσωτερικών τοπίων. Κι ενώ στους στίχους του συχνά αντικειμενικά παρατηρεί εξωτερικά πώς διάκεινται οι άνθρωποι εν τόπω:

Μ’ ανθρώπους αραχτούς, να σπάσουνε το χρόνο
Να συγκροτήσουνε τη σκέψη τους, να γράψουν
Σε μπλοκ και σε τετράδια, σε λάπτοπ και ταμπλέτες

εντός παρενθέσεως σχολιάζει, τοποθετώντας τους στον κόσμο των αφηρημένων ιδεών και της θεώρησης της ιστορίας,

(Στα καφενεία τού σήμερα η λογοτεχνία τού αύριο)

επανέρχεται με μια δημοσιογραφικού τύπου ενδελεχή ενατένιση των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, που εκφάνσεις τους παρατηρεί μέσα στα καφενεία.

Με λυπημένους που στέκουνε αναποφάσιστοι,
Φίλους που λύνουν κάποιο θέμα σοβαρό,
Μοναχικούς που ξεφυλλίζουν κυριακάτικες φυλλάδες
Και –καιρός ήτανε– γυναίκες και κορίτσια και μικτές παρέες.

Από τη μοίρα οι τόποι, και ιδίως οι αστικοί, φαίνεται να ξεφεύγουν, κατά Φύσσα. Ενδέχεται αυτό να συνιστά και μια αισιόδοξη θεώρηση της ίδιας της ανθρώπινης τάσης δημιουργίας. Τα ανθρώπινα ποιήματα ίσως έχουν εν τη γενέσει τους εντοιχισμένες κάποιες δικλείδες ασφαλείας, για να μπορούν κάποια απ’ αυτά να αλλάξουν μορφή ή να επιβιώσουν μεγάλων αλλαγών. Ο άνθρωπος όμως, ως άτομο, υπόκειται στους μοιραίους περιορισμούς της κοινωνικής του φύσης, επιχειρηματολογεί καβαφικά ο Φύσσας στο ψευδοϊστορικό ποίημα που συνθέτει για τον Συνέσιο Κυρηναίο, τον Πενταπολίτη:

«Κάντε με δέσποτα λοιπόν, αφού επιμένετε
Να ξέρετε όμως πως σας βάζω όρους:
Δεν παρατάω ούτε γυναίκα, ούτε τα τρία μου παιδιά
Ούτ΄ απαρνιέμαι τη φιλοσοφία
Και πάντα τη φαλάκρα μου θα εγκωμιάζω».

Παλιές πουτάνες οι άλλοι, συμφωνήσανε
Πολύ τους εξυπηρετούσε αυτός σε τέτοια θέση
Κι ενώ αυτός προχώραγε, αμφίθυμος,
Εκείνοι βάλαν το θεό τους και του πήρε τα παιδιά.

Αυτός πέθανε νέος, σκασμένος, άκληρος
Και ξέροντας ότι τον είχαν χρησιμοποιήσει.

Και στους διαδόχους του, θα πρόσθετα, απέμεινε μονάχα το γιουτιούμπ, όπως μας πληροφορεί το ποίημα με τίτλο «Τι Υπάρχει»:

Μετά την πρώτη επίσκεψη, τέλη του ΄70,
Βρέθηκα με δώρα «Ταγχόιζερ» και «Πρίζον μπλουζ»
Που τα ξανάκουγα, πριν κάνα μήνα, στο γιουτιούμπ.

Άνθρωποι, σπίτια, φράγκα, δυνατότητες
Έκτοτε λείψανε, λιγόστεψαν, πεθάναν- δεν υπάρχουν.

Υπάρχει μόνο το γιουτιούμπ.

Έχοντας ρίξει μόνο μια λοξή ματιά σε ορισμένα ποιήματα της συλλογής, επανέρχομαι στο αρχικό εγχείρημα, την ανάδειξη δηλαδή των στοιχείων εκείνων της ποίησης του Φύσσα που όχι μόνο δικαιολογεί, αλλά και επιτάσσει την εισαγωγή του όρου «σύγχρονη αντρική γραφή» στην προσέγγιση του έργου του που επιχειρώ εδώ. Στο ποίημα με τίτλο «Με τον τρόπο του Δ.Μ.», ακούμε την εσωτερική φωνή του ποιητή να αναδύεται:

Μου ’ρθαν στον νου, την ώρα που ’τρεχα,
Ο Βαλτινός, ο Κούρτοβικ, ο Δήμου κι ο Βασιλικός
Τους γνώρισα, τους είδα από κοντά –

Ο πρώτος μου ’μαθε το ύφος το γυμνό
Ο δεύτερος τη σημασία του καινούργιου
Ο τρίτος τον καημό της δρώσας απομόνωσης
Ο τέταρτος δαιμονική τη μίξη των ειδών
Κι όλοι μαζί: «Γράφω θα πει δεν τα μασάω».

Στίχο το στίχο μού ’ρχονταν και το ποίημα
Το «’γραφα» στο κεφάλι αλά Μενίδης καθώς έτρεχα
Ξημέρωμα, με πεύκα και πουλιά, στίβος της Γκράβας
Στο εξωτερικό κουλουάρ των 300 μέτρων.

Αφιερωμένο στον Βασίλη Βασιλικό, το ποίημα αυτό μπορεί να διαβαστεί ως απόπειρα σχηματικής χαρτογράφησης μιας γενεαλογίας και μιας συμπόρευσης αντρών δημιουργών, που ο Φύσσας έντιμα καθαρογράφει ενώ τρέχει στο μυαλό του. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Μουρακάμι Για ποιο πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο, αντιλαμβάνομαι τη διαύγεια και την αμεσότητα που υποδηλοί η ποιητική παραδοχή ότι οι σκέψεις που συνέθεσαν το εν λόγω ποίημα έγιναν εν κινήσει, επί τροχάδην.

Αυτή η αυθόρμητη καταγραφή μιας πρόχειρης σωρείας συγγενών δημιουργών, μαζί με την άλλοτε καβαφικά και άλλοτε δημοσιογραφικά σχολιαστική διάθεση των ποιημάτων του Φύσσα συνιστούν μια πρώτη αδρή σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών που εντοπίζω στη σύγχρονη αντρική εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή.

Τέλος, θέλω να εξομολογηθώ κάτι, με τη μάσκα της ερώτησης: Έχει την ίδια αίσθηση μια γυναίκα όταν κυκλοφορεί μονάχη της τη νύχτα –ή και τη μέρα ενίοτε– με έναν άντρα; Μπορεί ποτέ να την έχει, στην πόλη ή στην εξοχή, το εξήντα, το εβδομήντα ή και το ’15; Και δεν αναφέρομαι βέβαια στους υπαρκτούς κινδύνους, που πιθανώς ελλοχεύουν και για τα δύο φύλα. Αυτό που προσπαθώ να φωτίσω είναι η επί αιώνες εγγεγραμμένη πια και στον γενετικό μας κώδικα εμπειρία τού να κυκλοφορεί μια γυναίκα μόνη της τη νύχτα. Μια δυνατή φωνή, που μένει άγρυπνη να ιστορεί, όταν εμείς πάμε για ύπνο, είναι μια σύγχρονη αντρική φωνή, κι αυτό έχει ενδιαφέρον να μπορέσουμε να το παρατηρήσουμε, όχι καταναλωτικά, προς μια ουτοπική κοινωνική αλλαγή, αλλά προς τέρψιν, που έχουμε πρόσβαση, ως γυναίκες αναγνώστριες, και σε αυτή την απαλλαγμένη από την ιστορική μνήμη της καταπίεσης οπτική γωνία.

Τα βράδια που επιστρέφω στην Πλατεία Αμερικής όπου γεννήθηκα και ακόμα κατοικώ, όταν βρίσκομαι στην Αθήνα, φοβάμαι όταν κατεβαίνω τη Μηθύμνης, εκτός και αν συνοδεύομαι. Φοβάμαι να κοιτάξω δεξιά κι αριστερά, και όσο για να μπω σε κάποιο από τα γύρω στέκια μόνη μου, ούτε λόγος. Οπότε, έτσι πολύγλωσση, πολύχρωμη και πολιτικοποιημένη, κι ενώ θα προσπαθώ πάντα να κατεβάσω, ή έστω, να αλλάξω τις ταμπέλες, στο εξής θα νιώθω ευγνωμοσύνη για το παρακάτω ποίημα του Φύσσα όποτε κατευθύνομαι στο σπίτι μου τη νύχτα:

Αίφνης η «Κρήτη» στην πλατεία Αμερικής
Ποια Κρήτη, στέκι πλέον Αφρικανών
Οι νέοι Αθηναίοι, πολύγλωσσοι, πολύχρωμοι νάτοι και δω
Νάτοι και στα δικά τους καφενεία
Και οι ταμπέλες, ως συνήθως, ψεύδονται
Πάντα ξεχνιούνται, πάντα κατεβαίνουν τελευταίες
–Κι αν κατεβούνε μάλιστα ποτέ–
Όταν το μαγαζί, το όποιο μαγαζί, κλείσει ή αλλάξει.

 

Εμένα μου λες
Ποιήματα 1997-2016
Δημήτρης Φύσσας
ΑΩ
40 σελ.
ISBN 978-960-9484-71-8
Τιμή € 9,01
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.