fbpx
Αλεξάνδρα Γαλανού: «Παρενθέσεις και εισαγωγικά»

Αλεξάνδρα Γαλανού: «Παρενθέσεις και εισαγωγικά»

Στην ποίηση συμβαίνει συχνά το εξής παράδοξο. Της ανατίθεται με υλικά κατεδάφισης να οικοδομήσει το όλον. Κι εκεί είναι το δύσκολο, αφού το όλον εκκινεί από την πρωτογενή σύλληψη της ενότητας και ευελπιστεί να αρθρώσει τον έναν και πρωταρχικό Λόγο. Όμως, ο ποιητής μονίμως έρχεται αντιμέτωπος με διάλυση και απώλειες, κάτι που ελάχιστα τον βοηθά να προσεγγίσει την εν λόγω ενότητα.

Ως εκ τούτου, δεν αρκείται να ονομάσει τα όντα και τις ελλείψεις τους αλλά –και εδώ συνίσταται η αντίστασή του– ποιεί τα όντα απ’ την αρχή. Υπό αυτή την έννοια αναλαμβάνει να εναρμονισθεί με την ουσία τους και να μαρτυρήσει για την παροδικότητά τους, με απώτερη πάντοτε βλέψη να καταφάσκει μονίμως στο είναι. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η αγωνία της Αλεξάνδρας Γαλανού. Το πρόσκαιρο της μορφής είναι που την απασχολεί και βέβαια η άρθρωση του καίριου και ακριβούς, όπως αυτό εντέλει διασώζεται εντός του ποιητικού λόγου. Μόνο που αυτό δεν είναι τελικά τόσο απλό, γι’ αυτό κι εκείνη καταφεύγει σε μεθόδους προσθαφαίρεσης και επικαλείται κάποτε τη βοήθεια παρενθέσεων και εισαγωγικών, προκειμένου να προσεγγίσει και να αποδώσει το πλήρες του νοήματος. Και δεν της φτάνει που τα χρησιμοποιεί ως εργαλεία βοηθητικά της αποδόσεώς του, τα αφαιρεί από το πρώτο ποίημα του βιβλίου με τον τίτλο «Τα παράθυρα» και τα μετακομίζει σε εξώφυλλα αναβαθμίζοντας τον ταπεινό τους ρόλο και την αποστολή τους.

Πρωί και γράφει ένα ποίημα.
Το απλώνει στο παράθυρο
για να στεγνώσει,
όχι στον ήλιο όμως,
γιατί θέλει ακόμη να κρατήσει
λίγες σταγόνες από ενύπνιο
νύχτας που πέρασε περιπετειώδους.

Καθώς η μέρα προχωρεί
περιστέρια που περνούν
τσιμπολογούν το ποίημα.
Του αφαιρούν τα φωνήεντα
και όλα τα θαυμαστικά.
Τις παρενθέσεις και τα εισαγωγικά
αφήνουν ανέγγιχτα.

Το βράδυ επιστρέφει σπίτι,
μαζεύει το απλωμένο ποίημα
και κλείνει το παράθυρο.
Ίσως το ξαναγράψει αύριο…
Έχει πολλά παράθυρα η Ποίηση.

Έχει ενδιαφέρον να αναλογιστούμε την υπόγεια πορεία του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής κινείται ανατρεπτικά και επιλέγει να αφαιρέσει από τον στίχο τη φωνή βγάζοντας τα φωνήεντα. Και τότε τι θ’ απομείνει, αναρωτιόμαστε; Μονάχα με τα σύμφωνα πώς θα μιλήσει το ποίημα. Μοιάζει να υποψιάζεται προφανώς ότι η ποίηση γράφεται εντέλει με ελάχιστα υλικά, κατάγεται απ’ το άρρητο και κατατείνει στη σιωπή. Άλλωστε ό,τι έχει να πει δεν αφορά παρά τη γνωστή διαπάλη, που τόσο εύστοχα περιγράφει ο Hermann Broch στο Βιργιλίου θάνατος, «σύντηξη του φωτός με το σκοτάδι . φως και σκοτάδι εξορύσσονταν απ’ τον αρχικό φθόγγο […] και εβόμβιζε ο λόγος […] ωσάν τη θάλασσα […] λόγος ωστόσο […] ασύλληπτα άρρητος, διότι ήταν λόγος ευρισκόμενος επέκεινα της γλώσσας».

Έχοντας ίσως αυτό υπόψη της, η Γαλανού αποφασίζει να πάει λιγάκι παραπέρα, να αφαιρέσει εκτός απ’ τα φωνήεντα και τα θαυμαστικά. Το ποίημα σαν να λέμε αρνείται να θαυμάσει. Όχι όμως από αντίδραση κι από υπεροψία, αλλά γιατί οι στίχοι ανέκαθεν διαμαρτύρονται και απορούν πού πήγαν όλα εκείνα τα οποία, αν υπήρχαν, θα είχαν κάθε λόγο, ώστε να τα θαυμάσουν. Η Γαλανού αφήνει τον στίχο να αναπνεύσει μες στην απλότητά του, να αρθρώσει λόγο στέρεο αρνούμενη να κατευθύνει τη συγκίνηση με το θαυμαστικό. Του πρέπει η λιτότητα, η απλή καταγραφή, η απογύμνωση. Δεν έχει ανάγκη τον εντυπωσιασμό, τη λυρική συγκίνηση, την ανακοίνωση του σπουδαιοφανούς και σπάνιου.

Τις παρενθέσεις όμως και τα εισαγωγικά τα αφήνει, όπως λέει, «ανέγγιχτα». Τι άραγε την παρακινεί για κάτι τέτοιο; Μες στην παρένθεση –ως γνωστόν– περικλείουμε και απομονώνουμε λέξεις ή φράσεις ολόκληρες που επεξηγούν ή συμπληρώνουν τα λεγόμενα κι άλλοτε λέξεις ή φράσεις που θα μπορούσαν να παραλειφθούν, καθώς παρουσιάζουν –κατά τη γνώμη μας– λιγότερο ενδιαφέρον. Σε παρενθέσεις βέβαια αναγράφονται και οι παραπομπές. Τι είναι αυτό που παρεμβάλλεται, ποια επεξήγηση θεωρεί απαραίτητη, ώστε ν’ αποδοθεί ολόκληρο το νόημα; Τι είναι αυτό που μονίμως μας διαφεύγει στην ποίηση, γι’ αυτό και καταφεύγουμε σε επιπλέον περιγραφές συμπληρωματικές της αρχικής σύλληψής μας; Με την παρένθεση κάποτε το ποιητικό υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να επεξηγήσει κάτι που και για το ίδιο ακόμα είναι συγκεχυμένο και ασαφές. Μια άλλη εκδοχή που διανοίγεται στο νόημα, προκειμένου να πλησιάσει και να αποδώσει την αρχική σύλληψή του.

Ας δούμε όμως τι γίνεται και με τα εισαγωγικά, που σώζονται κι αυτά την τελευταία στιγμή από την εκκαθάριση. Σύμφωνα με τη Γραμματική, συνήθως χρησιμεύουν για να εισάγουμε στο κείμενο διάλογο ή για να παραθέσουμε τα λόγια κάποιου όπως τα είπε ακριβώς κι άλλοτε για να δώσουμε ειρωνική χροιά στη λέξη που περικλείεται σ’ αυτά, δηλώνοντας τη δυσπιστία μας. Εξετάζοντας την πρώτη περίπτωση, αυτή του διαλόγου, διαπιστώνουμε ότι η Γαλανού μάλλον έχει συνειδητοποιήσει ότι η ποίηση μοναδική κατεύθυνση και προορισμό της έχει τον άλλον, τη διαρκή συνομιλία και απεύθυνση στην άλλη φωνή που λειτουργεί ως κύριος μοχλός του ποιήματος, προκειμένου να επισυμβεί η συνάντηση. Πώς να μην είναι αναγκαία λοιπόν τα εισαγωγικά, αφού ολόκληρο το ποίημα μεταμορφώνεται σε έναν απ’ τους δύο συνομιλητές, σε πρόσωπο με μνήμη, αντίληψη και φαντασία που θέτει τα ερωτήματα και κάποτε το ίδιο ως ποίημα τα απαντά, στο πλαίσιο μιας διαισθητικής διάδρασης που σπρώχνει συχνά τον γράφοντα να αφουγκράζεται τις επιφυλάξεις της άλλης πλευράς αλλά συχνά και του ίδιου του εαυτού του.

Μερικά πράγματα δεν συγκαταλέγονται έτσι απλά στις μνήμες κι ας είναι μνήμη. Συγκαταλέγονται στα ανοιγμένα τραύματα ή αλλιώς στις χρόνιες ασθένειες που αγιάτρευτες παραμένουν. Πρόκειται για τον τόπο και την ακεραιότητά του, τον τόπο και την ιστορία του που επανέρχεται σε σταθερή περιστροφή και επιμένει να μπλέκει στα συρματοπλέγματα τα μαύρα πανιά της εγκατάλειψης, για να είναι περίφραχτο και απομονωμένο το φάντασμα της άλλοτε ζωής.

Άλλωστε, ο άλλος συνήθως είμαστε εμείς, και το ποίημα η επαρκής εκείνη πρόφαση και δικαιολογία για την πιο κρυφή και ειλικρινή συνομιλία που είχαμε ποτέ με τον εαυτό μας.
Ας δούμε τώρα και τη δεύτερη περίπτωση, όπου εντός των εισαγωγικών περικλείουμε τα λόγια κάποιου άλλου κατά τη μεταφορά. Και όχι, δε θα περιοριστώ στον εμπνευσμένο στίχο του Σεφέρη από τα «Τρία κρυφά ποιήματα», πως «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Και βέβαια είναι, αφού η γραφή μας συγγενεύει και ακουμπά στον λόγο τόσων άλλων. Κι άλλωστε ποτέ δε γράφουμε τελείως μόνοι μας αλλά μαζί με όλους εκείνους που προσθέτουν την απλή πρόθεση «συν» στη λέξη συγγραφέας. Θα προεκτείνω όμως τον συμβολισμό των εισαγωγικών και στον ίδιο τον ορισμό της έμπνευσης, στην άγνωστη εκείνη φωνή που πνέει εντός μας και κινεί το χέρι μας δανείζοντάς μας λόγια από τον Λόγο ή βάζοντας στο στόμα μας φράσεις μιας γνώσης πέραν της γνώσης, καθιστώντας μας έτσι απλά μέτοχους και κοινωνούς της. Όσο για την τρίτη περίπτωση, όπου τα εισαγωγικά στις λέξεις υποδηλώνουν ειρωνεία, κι εδώ θα πω πως εύστοχα η Γαλανού τα διασώζει, αφού στο ύφος της ποίησής της εμφιλοχωρεί κάποτε και ο σαρκασμός, με άλλα λόγια η άρνησή της να δραματοποιήσει το συμβάν. Η ειρωνική πλάγια ματιά της Αλεξάνδρας πέφτει σε όλα όσα αφορούν τη ματαιοδοξία και την αέναη διαπάλη με τον χρόνο. Δεν καταδέχεται τις υπεκφυγές και τις άσκοπες ωραιοποιήσεις, αδιαφορεί για την προσποίηση και επιλέγει να μιλήσει με λόγια σταράτα και λιτά. Είναι αρκετά συμφιλιωμένη άλλωστε με τον χρόνο και δεν του κρύβεται φτιασιδώνοντας με ψιμύθια τη φθορά.

Θα πει στο ποίημα («Γυναικεία υπόθεση»):

Μακιγιάρεις το χρόνο
με κρέμα φωτεινότητας.
Ευλαβικά ακολουθείς τις οδηγίες
– στην ιεροτελεστία της ομορφιάς
τα λάθη απαγορεύονται.
Πιέζεις στα άχρωμα χείλη κόκκινο,
στα μάγουλα ροδάκινο ανοιχτό,
τέλος, στα βλέφαρα μια πινελιά
από μπλε της θάλασσας βαθύ.
Και τώρα περιμένεις
του βλέμματος τη λάμψη
που υποσχέθηκαν.

Στο πρώτο μέρος της συλλογής διαβάζουμε ποιήματα ποιητικής συγκεντρωμένα, ενώ στη συνέχεια διάσπαρτοι στίχοι που αφορούν στην ποίηση επαναφέρουν τον ίδιο προβληματισμό και την ίδια αγωνία αποσπασματικά. Έτσι, λοιπόν, κατανοώντας βαθιά την ιερότητα της ποίησης, τη βάζει να προστατεύει η ίδια την αθωότητά της με τρόπο ευφάνταστο και ευρηματικό, γενόμενη δηκτική και καίρια προς τις ποικίλες φωνασκίες και συναλλαγές εκείνων που τη χρησιμοποιούν για την αυτοπροβολή τους.

Μια φορά κι ένα καιρό
ήταν ένα ποίημα
με απαιτήσεις, φιλοδοξίες
και υψηλές προδιαγραφές.
Θα μιλούσε για γεγονότα
ιστορικά – ευρυμαθής ο ποιητής.
Θα ταξίδευε σε χώρες της Ασίας.
Θα ήταν στολισμένο με λέξεις πλουμιστές
και στις αποσκευές του
αισθήματα, δύσβατα νοήματα
και υψιπετή ιδεώδη.
Θα είχε αφιέρωση
σε ανθρώπους των γραμμάτων,
της επιστήμης,
ακόμη και πολιτικούς.
Θα έψαχνε μετά να εκτεθεί
σε ποιητικά, ανθολογίες, συλλογές
ή έστω σε μια εφημερίδα
στα «λογοτεχνικά».

Κι όμως το ποίημα αυτό
δεν γράφτηκε ποτέ.
Απ’ ό,τι λένε, ο πρώτος
στίχος του αρνήθηκε να γεννηθεί,
προτίμησε για πάντα
τη μήτρα της σιωπής.

Ωστόσο, αυτή την ιδιαίτερη ηθική του πρώτου στίχου ακολουθεί –μιμητικά θαρρείς– σ’ ένα άλλο ποίημα της Γαλανού και ο τελευταίος, όταν ο ποιητής, έχοντας διακόψει την εσωτερική του σχέση με τον πηγαίο ρυθμό, επινοεί τρόπους απογείωσης του ποιήματος, προκειμένου να προκαλέσει τη συγκίνηση με μέσα τεχνητά.

[…]Ο τελευταίος στίχος
μπορεί ν’ αφαιρεθεί,
είναι που ήθελε ο ποιητής
να εντυπωσιάσει…
(«Ο τελευταίος στίχος»)

Στίχοι λοιπόν με προσωπικότητα και πυγμή αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προς υπεράσπιση του ποιήματος, καθιστώντας την αποστολή τους εξόχως ιερή, καθώς μ’ αυτούς, όχι μονάχα τρέφεται ο «ονειροδίαιτος» ποιητής, αλλά παράλληλα μετρά και «την ηλικία των αναμνήσεων».

Εξηγούμαι: Όταν ο έρωτας αποτραβιέται απ’ το δωμάτιο παλιού ξενοδοχείου κι η πάλη των σωμάτων εξορίζεται σε κάποιο παρελθόν, τότε η ποίηση αναλαμβάνει να τον καθαγιάσει καταγράφοντας στα περιθώρια της δωρεάν Αγίας Γραφής που βρίσκεται στο δωμάτιο στίχους για ποίημα που ενδεχομένως να μη γραφότανε ποτέ, αν η ηδονή ήταν εκεί παρούσα. Κάποτε πάλι, στα «Μετέωρα λόγια» που συνηθίζει να φιλοξενεί σε όλες της τις συλλογές η Αλεξάνδρα, μας αποκαλύπτει τη διαδικασία γένεσης του ποιήματος ή αλλιώς τη συνταγή του. Συγκεκριμένα, οι λέξεις των άλλων, το όνειρο, το θυμικό, η μνήμη κι η σιωπή αποτελούν τα υλικά για να φουσκώσει η έμπνευση και να σερβιριστεί το ποίημά της αφράτο.

Κλέβω λέξεις
Μετατοπίζω όνειρα
Μεταποιώ συναισθήματα
Αναποδογυρίζω θύμησες Αφουγκράζομαι σιωπές

Κάποτε γράφω ποιήματα.

Επιχειρώντας να δώσει φωτογραφικά τον ορισμό του ποιήματος και του στίχου, μας παραπέμπει και πάλι στον αρχικό Λόγο, που εκχέει μέσω της σιωπής τη δωρεά του εν είδει ψιχάλας και σταλακτιτών, υπαινισσόμενη τόσο την απόλυτη ελευθερία και το άνοιγμα στην κάθαρση όσο και τη θεία καταγωγή της έμπνευσης.

Το Ποίημα
πρωινός περίπατος
μες στη βροχή
χωρίς ομπρέλα.

Και παρακάτω:

Σταλακτίτες σιωπής
οι στίχοι του.

Η ποίηση ωστόσο στις μέρες μας, μεσούσης της κρίσης των καιρών, μοιάζει, όπως λέει η Γαλανού, να «αγκομαχεί». Σπεύδει λοιπόν παρακάτω να προφητεύσει το δυσοίωνο μέλλον της, όταν ελλείψει έμπνευσης οι στίχοι θα ακουμπούν αδιάφοροι στην επιδερμίδα των πραγμάτων απομακρυσμένοι απ’ όλες τις προοπτικές τους.

[…] στην επιφάνεια των πραγμάτων
θα επιπλέει η ποίηση.
Στα ράφια της επάνω
θα συνωστίζεται
πολυχρωμίας καλειδοσκόπιο,
μια εσοδεία χωρίς θητεία.
Και κάπου εκεί κοντά,
σε μια γωνιά, πνιχτά θα κλαίει
ο Όμηρος.
(«Αποφράς ημέρα»)

Πέρα όμως από την ποίηση που οπωσδήποτε συνιστά μια βασική πτυχή της προβληματικής της Γαλανού, κι ο έρωτας περιδιαβαίνει στις σελίδες της. Πρόκειται βέβαια για έναν έρωτα περήφανο και αισθησιακό, που δεν μηρυκάζει τη μνήμη αλλά επανέρχεται σ’ αυτήν με μια στωικότητα και έναν έλεγχο, νιώθοντας την ανάγκη να μιλήσει περισσότερο για την ηδονική στιγμή του σώματος παρά για το παρελθόν συναισθημάτων που ξεθώριασαν. Θα μπορούσα
μάλιστα να αποκαλέσω τον ερωτισμό της ερωτισμό της επόμενης μέρας, καθώς

[…] Αργότερα, ίσως μαζέψω
μερικά υπολείμματα Αυγούστου
κοντά στη θάλασσα,
ενθυμήματα ερώτων
με θεραπευτικές ιδιότητες
στο εκκρεμές της μοναξιάς.
(«Το εκκρεμές»)

Κι αλλού:

Ο έρωτάς σου
πυρακτωμένη πανσέληνος
που έπεσε στη θάλασσα.
Πήραν φωτιά τα κύματα,
έλουσαν φως τους διάττοντες αστέρες.

Το πρωί, εις μάτην,
προσπαθείς ν’ αλιεύσεις
τα υπολείμματα.
Τώρα πορεύεσαι
στο ίδιο σκηνικό
με την εικόνα
να επαναλαμβάνεται
κατά συρροή ονειρικά.
(«Ονειρικό»)

Ο αισθησιασμός του έρωτα κι η ακατάβλητη ισχύς του αποδίδεται ως δυνατότητα ανατρεπτική και κάποτε διαστρεβλωτική της πραγματικότητας μεταμορφώνοντας τους εμπλεκόμενους άλλοτε σε θεούς και άλλοτε σε πρόσωπα αλλοιωμένα που βιώνουν το αναποδογύρισμα των πάντων σε μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην αποθέωση και το απόλυτο γκρέμισμα.

Το κρεβάτι εξισώνει
ισοπεδώνει
ισορροπεί, ανισορροπεί.
Δημιουργεί μικρούς θεούς
καταστρέφει είδωλα.
Άλλοτε ταξιδεύει
ενίοτε βυθίζεται.
Μπαίνει σε κήπους
φτιάχνει στεφάνια
που μαραίνονται.
Ακολουθεί νεκρώσιμες ακολουθίες.
Εξωραΐζει το σκοτάδι.
Επουλώνει πληγές
κι άλλοτε πάλι ξύνει τις παλιές.

Τρεις συλλαβές
με έψιλον μικρό
οριζοντίως και καθέτως
 στο σταυρόλεξο.
(«Τρεις συλλαβές»)

Βέβαια, για το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του άσπρου μαύρου στον έρωτα, που κατατείνει στη ματαίωση και τον συμβιβασμό, δεν θεωρεί υπεύθυνο τον ίδιο, αφού πιστεύει ότι

Οι έρωτες
δεν γερνούν.
Μόνο οι εραστές
πεθαίνουν.
(«Μετέωρα λόγια»)

Και όταν συμβεί αυτό, κατά την άποψή της υποστέλλεται σταδιακά κι η ποίηση. Μία παράλληλη θα λέγαμε αλληλεπίδραση, με αποτέλεσμα, την ώρα που εγκαθίστανται στην ψυχή τα στερητικά, να δυσκολεύεται η μνήμη να επαναφέρει νύχτες ερωτικές, ούτε καν στίχους λιγοστούς του ποιητή της Σαμαρκάνδης. Δεν ξέρω αν υπονοεί τον Ομάρ Καγιάμ ή τον Νιγηριανό νομπελίστα Γουόλε Σογίνκα, πάντως μέσα στην ασφυξία μιας νύχτας άνυδρης που τίποτα δεν προβλέπεται να τη χρωματίσει, μιλά για ένα παρελθόν ερωτικό που ολοένα αραιώνει τις επισκέψεις του στη ζωή της, μια άνευρη και ασφυκτική επανάληψη παρείσακτων ονείρων που μοναχά τη στέρηση ανακυκλώνουν.

[…] Ένας πλανήτης ανάδρομος
ακολουθεί την ανάπηρη έμπνευση
ενώ βυθίζεται στον βραχίονα
αστερισμού που χάνεται,
εκεί που κάποτε ο έρωτάς σου
ήταν πανσέληνος χειμώνα μήνα.
(«Ασφυξία»)

Το σκοτάδι επίσης επανέρχεται τακτικά στην ποίηση της Αλεξάνδρας και ταυτιζόμενο με τη νύχτα και τη σιωπή επιμένει να αποδίδει τη συνθήκη της εσωτερικής ζωής στην απόλυτη έντασή της, προεκτείνοντας το μαύρο ως το λευκό. Έτσι λοιπόν τα μαλλιά της που σκεπάζουν το σκοτάδι, η νύχτα που σκοντάφτει στο όνειρο, η σιωπή του δειλινού που θρυμματίζεται, η λευκή σιωπή του χαρτιού, η ίδια που τέμνει την απουσία φτάνοντας ως την άκρη του άλεκτου, οι στίχοι του ποιήματος που ομοιάζουν με σταλαχτίτες σιωπής, όλα μα όλα κατατείνουν στην άποψη ότι η ουσία των πραγμάτων συμπυκνώνεται στον υπαινιγμό και την υποβολή. Λες και πρόκειται για την απόλυτη πράξη μεταμόρφωσης της ποίησης σε ομιλία της σιωπής ή αλλιώς –όπως θα έλεγε ο Τάκης Βαρβιτσιώτης– σε «ένα βουβό τραγούδι των πραγμάτων».

Η ειρωνική πλάγια ματιά της Αλεξάνδρας πέφτει σε όλα όσα αφορούν τη ματαιοδοξία και την αέναη διαπάλη με τον χρόνο. Δεν καταδέχεται τις υπεκφυγές και τις άσκοπες ωραιοποιήσεις, αδιαφορεί για την προσποίηση και επιλέγει να μιλήσει με λόγια σταράτα και λιτά. Είναι αρκετά συμφιλιωμένη άλλωστε με τον χρόνο και δεν του κρύβεται φτιασιδώνοντας με ψιμύθια τη φθορά.

Η μνήμη στην ποίηση της Αλεξάνδρας ακούει Στράους το πρωινό της Κυριακής, γίνεται σπουργίτι που κλέβει το πρόγευμα, κορίτσι που στεγνώνει τα μαλλιά του στον καθρέφτη κι άλλοτε υπόσχεση ερωτική σε υστερόγραφο:

Θα σε περιμένω, απόγευμα Αυγούστου,
με τους ηλιόλουστους στίχους
αγκαλιά στην αμμουδιά.
Μην αργήσεις.
(«Η παλίρροια»).

Κάποτε γίνεται πρωινό νωχελικό και σχήμα κορμιού στο στρώμα κι άλλοτε πάλι αίθουσα με κοίλους καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν τα είδωλα κάποιο απόγευμα στο λούνα παρκ. Μια μνήμη που επιμένει να αλιεύει ερώτων υπολείμματα, φιλήδονα μουρμουρητά και θύμησες αναποδογυρισμένες.

Μόνο που μερικά πράγματα δεν συγκαταλέγονται έτσι απλά στις μνήμες κι ας είναι μνήμη. Συγκαταλέγονται στα ανοιγμένα τραύματα ή αλλιώς στις χρόνιες ασθένειες που αγιάτρευτες παραμένουν. Πρόκειται για τον τόπο και την ακεραιότητά του, τον τόπο και την ιστορία του που επανέρχεται σε σταθερή περιστροφή και επιμένει να μπλέκει στα συρματοπλέγματα τα μαύρα πανιά της εγκατάλειψης, για να είναι περίφραχτο και απομονωμένο το φάντασμα της άλλοτε ζωής.

Κι αναρωτιέται αν πρόκειται για πρόκληση «για να χτυπά η ματιά» ή μήπως τα ολόμαυρα πανιά δεν είναι παρά υπενθύμιση του πένθους που μαυρίζει την ψυχή; Όμως,

[…] Τώρα που σε καλεί η θάλασσα,
σκέφτηκες, δεν έχει σημασία.
Είναι κάποια σύνορα που σβήνουν πάνω στο κύμα.[…]
(«Τα μαύρα πανιά»)

Η επαναφορά του χρόνου κι η περιδίνηση της μνήμης και των ονομάτων σ’ ένα αέναο παιχνίδι συνειρμών, εγκαθιστά το πρότερο βίωμα σε παρελθόν ανεπίστρεπτο. Η Έφεσος-Αρσινόεια της φέρνει στον νου «μιαν άλλη Αρσινόη / που έγινε έπειτα Κωνσταντία και Αμμόχωστος». (Προς Εφεσίους…)

Σ’ αυτή την ατέρμονη παλινδρόμηση με τις συνεχείς αναγωγές ο τόπος και οι ονομασίες δρόμων παραπέμπουν, όχι απλώς σε άλλους τόπους συνονόματους αλλά σε μια ιστορία που επανέρχεται αδικαίωτη επιδεικνύοντας με συντριβή το ανοιγμένο τραύμα.

Τούτη είναι μια άλλη Έγκωμη
που από δικό μας χέρι καταστράφηκε
σε εποχές που βιαστικά
μας έχουν προσπεράσει.

Ο τόπος λοιπόν κι ο χρόνος του, ο χρόνος της μνήμης και ο χρόνος του σώματος αλλά και η άρνηση της ψυχής να απελπιστεί και να πενθήσει λειτουργούν τον εσωτερικό ήχο του ποιήματος αφήνοντας μετά από την ανάγνωση τον απόηχο αργού βηματισμού περήφανης καρδιάς που κατευθύνεται αξιοπρεπής μέχρι το τέλος.

 

Παρενθέσεις και εισαγωγικά
Αλεξάνδρα Γαλανού
Μελάνι
58 σελ.
ISBN 978-960-591-040-2
Τιμή: €9,50
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.