fbpx
Κική Δημουλά: «Άνω τελεία» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Κική Δημουλά: «Άνω τελεία»

Η Κική Δημουλά έχει ανεβεί από πολλές δεκαετίες στης ποιήσεως τη σκάλα και χρόνια πολλά κατέχει τον ειδικό θώκο στην Ακαδημία. Έχει κοινό που τη λατρεύει και τη διαβάζει και την αγαπά. Και δικαίως, γιατί κατέβασε τις μεγάλες ιδέες στο πλατύ κοινό, έφερε στο φως του ήλιου το αφανές της ψυχής, μίλησε στις καρδιές των αναγνωστών της. Πίσω από το ήρεμο και λυρικό ύφος της, τη φαινομενικά γαλήνια φωνή της, τον περιποιημένο στίχο της, ένας πλούτος ποιητικός δείχνει τη μεγάλη καταγωγή της. Την καταγωγή όλων μας, από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα. Οι είκοσι πέντε αιώνες ποίησης, για τους οποίους κάνει λόγο ο Ελύτης, είναι η κοινή μας κληρονομιά.

Η Άνω τελεία της ως τίτλος υπαινίσσεται μια παύση πριν από την οριστική, αλλά η παύση ποτέ δεν θα είναι οριστική γιατί η καλή ποίηση ποτέ δεν θα παύσει να ακούγεται, ακόμα και μετά την εκπνοή του ταπεινού σαρκίου που αποτελεί άλλον ένα κρίκο στην αλυσίδα των γενεών. Κι έτσι αντιλαμβανόμαστε πώς προκύπτει η μία μέσα από την άλλη. Η γνωστή πια ελυτική διαφάνεια. Διαβάζω Ελύτη και Σεφέρη και Ρίτσο και Καβάφη και Εγγονόπουλο και Εμπειρίκο και Καρυωτάκη και τόσους άλλους της γενιάς μου και ακούω Σολωμό και Κάλβο και Παλαμά και Σικελιανό και αναπνέω Όμηρο και λυρικούς και τραγικούς. Αυτή είναι η αλυσίδα. Διαφορετικοί κρίκοι ενώνονται, η μία γενιά δίνει το χέρι της στην άλλη.

Η Άνω τελεία της ως τίτλος υπαινίσσεται μια παύση πριν από την οριστική, αλλά η παύση ποτέ δεν θα είναι οριστική γιατί η καλή ποίηση ποτέ δεν θα παύσει να ακούγεται, ακόμα και μετά την εκπνοή του ταπεινού σαρκίου που αποτελεί άλλον ένα κρίκο στην αλυσίδα των γενεών.

Πρώτος στίχος αυτής της συλλογής είναι «ένα αλτ υπόκωφο» που άκουσε η ποιήτρια να τη «σημαδεύει» και να την ακινητοποιεί. Ή μήπως το είδε; Οι αισθήσεις σε ταραχή, η ψυχή τρομαγμένη, το σώμα ακίνητο. Ο θάνατος σαν εκτελεστικό απόσπασμα, θα έλεγε ο Κίρκεγκορ. Φυσικά, μιλάει για τη ζωή και όχι για την ποίηση. Όμως αυτά τα δύο, συνυφασμένα, πηγάζουν το ένα από το άλλο και δεν επιζεί κανένα χωρίς το έτερόν του ήμισυ. Κι επειδή ο πρόγονος με σκανδάλισε, η πορεία μου στους στίχους της ποιήτριας θα γίνει μέσα από τους προγόνους με πρώτον τη τάξει, που ανάμεσα σε δυο τρεις άλλους της ταιριάζει πιο πολύ, τον Οδυσσέα Ελύτη, με εκείνο το συγκλονιστικό «“όι όι μάνα μου”, “όι όι μάνα μου”... που λέγαν όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου» (Το Άξιον Εστί, «Ανάγνωσμα Πρώτο»), ως αντίστιξη στο «υπόκωφο» αλτ. Αυτό, βέβαια, τότε, που ο Ελύτης ήταν νέος ανθυπολοχαγός στο μέτωπο, γιατί στα Τρία Ποιήματα Με Σημαία Ευκαιρίας, όταν πια έχει «μπει για καλά στο ναρκοπέδιο», αντιμετωπίζει ως ενδεχόμενο τον πυροβολισμό που θα έπεφτε πολύ αργότερα: «προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο και περιμένω» («Ad libitum» 1). Έτσι θα τελειώσει η ζωή, με «ένα αλτ υπόκωφο» ή με την απειλή μιας «κάννης» στον κρόταφο. Παρατηρώ ότι και στις δύο περιπτώσεις ο ήχος του όπλου είναι τη μια φορά «υπόκωφος», αν και πρόκειται απλώς για ένα λεκτικό «αλτ», και την άλλη πυροβολισμός που δεν έπεσε. Σκέφτομαι πάλι τον Τ.Σ. Έλιοτ που έλεγε «Η ζωή δεν τελειώνει μ’ έναν πυροβολισμό αλλά με έναν αναστεναγμό» («Oι κούφιοι άνθρωποι» V), πράγμα που σημαίνει ότι οι φυσικές δυνάμεις δεν έχουν άλλη δυνατότητα. Ωστόσο, όταν φτάσει η ώρα των απολογισμών, ο άνθρωπος, και μάλιστα ο ποιητής, ιδίως αυτός, ακούει τον πυροβολισμό πριν πέσει. Είναι έτοιμος και τον περιμένει γιατί είναι ενήμερος και σε επιφυλακή: «Τα ξέρω εγώ τα κόλπα ξέρω/ ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει/ το ανεξήγητο/ κι άντε να το συλλάβεις», λέει η Δημουλά. Και παίζει διπλά με εκείνο το «να το συλλάβεις». Να συλλάβεις τον ένοχο και να αντιληφθείς το ερχόμενο. Και το αντιλαμβάνεσαι όσο ωριμάζει ο καιρός και γίνονται οι τελευταίες διευθετήσεις και αλλάζουν οι φωτισμοί στο χώρο, μεταβάλλονται οι διαθέσεις της ψυχής, δυσκολεύονται οι αρθρώσεις του σώματος και όλα έχουν πάρει την κλίση για την απογείωση. Κι όμως ακόμα και εκεί, μέχρι τελευταίας ρανίδας της ζωής, ο άνθρωπος δεν σταματά, και ειδικά εκείνες τις στιγμές που λένε πως όλες οι ψυχοπνευματικές δυνάμεις, σε αντίθεση με τις σωματικές, βρίσκονται σε αντιληπτική υπερδιέγερση.

Ο ποιητής έχει να παλέψει με το ζωντανό του σώμα, έλεγε ο Σεφέρης. Και αυτό το ζωντανό σώμα που αντιστέκεται στη φθορά, υποχωρώντας ωστόσο, που ζει κάθε μέρα πεθαίνοντας, δείχνει την προθυμία του πνεύματος αλλά και την αδυναμία της σαρκός. Το θέμα επανέρχεται από συλλογή σε συλλογή, ενώ η ποιήτρια, με μια ρυτίδα παραπάνω, με μια επιβεβαίωση εκείνου που από την αρχή την επηρέασε, πλουτίζει την εμπειρία της. Και το πικρό-μαύρο αποθησαύρισμα, την πικρή παραδοχή του αναπόφευκτου, που ισχύει για όλους και συνιστά την πιο δίκαιη δημοκρατία από κάθε άλλη που επικράτησε στη γη, επεξεργάζεται με την τέχνη και, εν προκειμένω, την ποίηση. Αυτή φέρνει τα φάρμακα, «νάρκης και άλγους δοκιμές... που κάμνουνε –για λίγο– να μη νοιώθεται η πληγή» (Καβάφης). Αυτή είναι και η μοναδική έξοδος από τη βαρβαρότητα της καθημερινής ζωής. «Τα βιβλία μου και τα χαρτιά μου», έλεγε ο Παλαμάς, ο ζωγράφος τους καμβάδες, τα χρώματα και τα τελάρα του, ο γλύπτης το μάρμαρο και τα καλέμια του, ο μουσικός το πεντάγραμμο και τις νότες του, ο ποιητής τις λευκές σελίδες και τις λέξεις του ή, όπως λέει ο Νίκος Εγγονόπουλος, «ο ποιητής τη ροκάνα του». Από εκεί πηγάζει του καλλιτέχνη το νηπενθές. Κι αυτή η αυταπάτη είναι η τέχνη. Η τέχνη και ο έρωτας είναι η σωτηρία, είπε ο Σοπενχάουερ. Και αν ο έρωτας πεθάνει (δυστυχώς, αν και άυλος υπόκειται στη φθορά, «ιδέες βασίλισσες κακογερνάνε», λέει ο Βάρναλης), η Τέχνη όχι. «Ποίηση, ω Αγία μου», σ’ αυτήν προσεύχεται και σ’ αυτήν προσέρχεται ο Ελύτης ταπεινά, για να τον αποζημιώσει με «λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη», με όλα όσα συνυπονοούνται και στο «βάμμα» και στο «γλαυκό» και στα «χείλη». Η ομορφιά θα μας σώσει, είπε ο Ντοστογιέφσκι, αυτή που διανύει τα σωθικά, ξεγλιστράει από τις ρυτίδες και όχι η άλλη που λάμπει απέξω, που και αυτή του καλλιτέχνη Θεού δημιούργημα είναι και καθόλου αμελητέα.
Άνω τελεία Κική Δημουλά Ίκαρος

Τα ποιήματα, λοιπόν, είναι όλα αποστάγματα εμπειρίας ζυμωμένης με τη γνώση ενός πλούσιου διακειμένου. Η ποιήτρια γνωρίζει καλά και τιμά τους προγόνους της. Αγγίζει καλά τις χορδές των άλλων, ακούει σωστά τις φωνές που έχει αποστηθίσει μέσα της, προσθέτει τη δική της φωνή στη χορωδία εκείνων που με τη σειρά τους πέρασαν τη διαδικασία. Η γνώση του παρελθόντος καθιστά κάθε νεότερο πιο πλούσιο με όσα γνώρισε στο δρόμο. Και ο δρόμος τρέχει, το «Τρένο» τρέχει και εκείνη έχει πολλά να δει στη διαδρομή, πολλά να δείξει και περισσότερα να υπαινιχθεί: «υπερπλήρης πάντα η αναχώρηση/ φεύγουν πολλά, περίπου όλα» και να τος πάλι ο Ελύτης: «-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται ώρα./ Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα». Στίχος προκλητικός, από θέση ισχύος ο ποιητής, έχει διεισδύσει στο Άγνωστο και στο Αόρατο, στο ανά πάσα στιγμή ενδεχόμενο. Άλλωστε η φράση «φεύγουν πολλά, περίπου όλα» δεν μας αφήνει περιθώρια, εφόσον το «περίπου» μπορεί να προσεγγίζει το «όλα» από την πλευρά του «περισσότερα». Κι όταν φεύγει ο άνθρωπος θέλει να αποχαιρετήσει τον κόσμο. Και είναι μακρά η παράδοση των αποχαιρετισμών. Από τον κομμό της Αντιγόνης μέχρι το «έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή», «έχετε γεια βρυσούλες, κάμποι βουνά ραχούλες», «γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές, γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές, γεια σας οι κάμποι κι οι χρυσοί γιαλοί, γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί», στο σημερινό της Δημουλά «γεια σας, γεια σας αγροί, σπαρμένα, χέρσα, ερημοκλήσια, σπιτάκια εγκαταλελειμμένα», μέσα στην ερημιά και στην ομίχλη που σαν θυμίαμα μοιάζει και σαν παγωνιά θανάτου και σαν βουρκωμένη ψυχή. Το τρένο τρέχει και η ζωή φεύγει, η «ηχώ σφυρίχτρας/ απόηχου σταθμάρχη» μπορεί να σημαίνει και αθέτηση υπόσχεσης. Κι αυτή με τη σειρά της μπορεί να είναι η ζωή που άλλα έταξε και άλλα έπραξε. Γι’ αυτό και δεν μας εκπλήσσει ποτέ που η καλή ποίηση έχει ρωγμές, ρυτίδες, τσακίσματα, τσαλακωμένες τις ιδέες, του χρόνου παραφορές, νοσταλγία, «σώμα είναι και η νοσταλγία», λέει η Δημουλά, που με την ανάλωση του σώματος θα αναλωθεί και αυτή. Έτσι είναι; Ο Ελύτης είχε ευχηθεί, αλλά δεν είχε πραγματοποιηθεί η ευχή: «Να ’χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω» (Το Φωτόδεντρο..., «Εκείνο που δεν γίνεται»). Πράγμα που σημαίνει πως έχουμε διπλή βεβαίωση ότι η νοσταλγία πεθαίνει με το θάνατο, όπως και όλα τα άλλα πάθη.

Το «Δώρο πανάκριβης σημασίας» θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στο «Δώρο ασημένιο ποίημα» της συλλογής Το Φωτόδεντρο... με τη διαφορά ότι η Δημουλά το δώρο το ζητά από τη φαντασία• θέλει φτερά για να πετάξει, αλλά δεν τα κερδίζει, ενώ ο Ελύτης είναι αυτός που έχασε και οφείλει να προσφέρει στους άλλους δώρο την αλήθεια του – το «ασημένιο ποίημα». Πανάκριβο το ένα, ασημένιο το άλλο, και τα δύο μεγάλης σημασίας. Έτσι μπαίνει στο παιχνίδι η μοίρα. Γιατί σαν μοίρα λειτουργεί η φαντασία, με εντολοδόχο τη φύση κι εκείνη «η φύση επιλέγει... μα ο δικός σου άνεμος/ δεν ήτανε στη λίστα», της λέει. Η ποιήτρια δεν κερδίζει, ο ποιητής έχασε. Ο Ελύτης πάλι: «Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα/ Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία/ Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά/ Μιλημένη απ’ τον ήλιο η Μοίρα / Έκανε πως δεν έβλεπε» (Το Φωτόδεντρο... «Γεγονός του Αυγούστου»). Έτσι, λοιπόν, η φαντασία ή η μοίρα δεν θέλει.

Η ποιήτρια γνωρίζει καλά και τιμά τους προγόνους της. Αγγίζει καλά τις χορδές των άλλων, ακούει σωστά τις φωνές που έχει αποστηθίσει μέσα της, προσθέτει τη δική της φωνή στη χορωδία εκείνων που με τη σειρά τους πέρασαν τη διαδικασία.

Και από τα πολύ σοβαρά στα φαινομενικώς απλά. Οι «Σχολαστικότητες» των σχολαστικών –δασκάλων, ιδιότροπων, λεπτολόγων– επισημαίνουν τη συγγένεια της μιας με την άλλη πραγματικότητα. Παράδειγμα: «Άλλοτε και τότε/ μια αλήθεια σαν ψέμα», το «έχω» και το «έχασα». Σχολαστικότητες και ο Καβάφης: «Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; ή υπάρχουν μόνον Νέον και Παλαιόν, – και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;». Και ιδού πως τα δύο έγιναν η άνω και κάτω οδός του Ηράκλειτου. Το ψέμα είναι η αλήθεια που γέρασε. Και αυτή είναι μάλλον η χειρότερη διαπίστωση. Η Δημουλά δεν διστάζει να επιτεθεί στο παραδεδεγμένο: «Όσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε/ την πείρα/ Είναι γριά ζηλότυπη, ανέραστη, Μόνον ο χρόνος ο πολύς την γλυκοκοιτάζει (...) Εκ πείρας σας μιλώ./ Σοφή δεν είναι η πείρα/ απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει» («Εξακριβωμένα»). Να «σφάλλει» σε χρόνο ενεστώτα διαρκείας. Πάει η εποχή της «αίγλης του σφάλματος» και ήρθε η εποχή εκείνου του «ζηλιάρηδες γέροι, που όλα σας τα ’χετε προβλέψει» που έλεγε ο Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά, «Πρώτα-Πρώτα...», σελ. 19). Η πείρα γεννά υποχρεώσεις και μαζί αναστέλλει τον κρυμμένο μέσα μας νεανικό ενθουσιασμό. Η ηλικία μας είναι η αιτία. Κι έτσι όλοι, θέλουμε δεν θέλουμε, είμαστε μέρος και της αλήθειας και του ψέματός μας. Τίποτα δεν είναι μόνο το ένα, αλλά το ένα είναι και μέρος και του άλλου. Κι ένα τολμηρό ερώτημα: «Αδιάκριτη δεν είμαι, Χριστέ μου./ Θέλω μόνο να ξέρω αν/ ο έρωτας είναι πράγματι αίσθημα θεϊκό/ κι αν είναι/ εσύ γιατί... της Μαγδαληνής τον έρωτα/ τιμώρησες με απαγόρευση... έχασες, Χριστέ μου, έχασες... την οξύμωρη/ πάναγνη του έρωτα ηδονή./ Κι απ’ όλη αυτή τη στέρηση να ξέρεις/ μόνο προς τον σκληρό πατέρα σου η υπακοή/ βγήκε κερδισμένη. Κι αυτό υπεύθυνα στο λέω εγώ/ μια χαμένη/ απ’ τη μεγάλη σου υπακοή στον τύραννο/ γονέα το Φόβο» («Ομοιοπαθείς»). Το είχε από χρόνια επισημάνει ο Ελύτης ότι καμιά θεωρία ή πίστη, από τον Χριστιανισμό έως τον Μαρξισμό, δεν αξιώθηκε να δώσει στην ηδονή «μια θέση στο ύπαιθρο των αισθητηρίων μας» (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 2) και στον Μικρό ναυτίλο, «Δυσδιάκριτος μέσα στο Χριστιανισμό• ανεύρετος μέσα στον Μαρξισμό» (ΧΧΙΙΙ). Είχε ζητήσει να έχουν φύλο οι άγγελοι, ήθελε να σώσει την ηδονή, την άπασα χαρά στο τρισυπόστατο του ανθρώπου.

Λοιπόν, μας μένει η Ποίηση όταν «φεύγουν πολλά, περίπου όλα», όταν «η στιγμή... μεγάλη κυρία αποδεικνύεται», όταν την «αυτογνωσία... αμφισβητεί ένα/ τελείως άγνωστό μας Άγνωστο», όταν μια μικροκαμωμένη λέξη «Ίσως» μοιάζει με «υπόσχεση μισοφαγωμένη», όταν έρχεται η ώρα «να κλείσουν τα ματάκια τους οι κακές ορέξεις». Όταν «το γνήσιο της πληγής/ αναγνωρίζεται από της υπογραφής το αίμα». Το απέδειξε ο Κώστας Καρυωτάκης, πιο γνήσιος από όλους, που το είπε και το έκανε: «Στους στίχους το αίμα θα βάλω», όταν όλα είναι νωπά και η μνήμη και η λήθη ακουμπούν η μια στην άλλη, αχώριστες. Ευτυχώς που έχουμε την τέχνη για να μη μας καταστρέψει η αλήθεια, δογμάτισε ο Friedrich Nietzsche. Γι’ αυτό η ποιήτρια, «φανατική της ύπαρξης», θα επιμένει μέχρι τελευταίας συλλαβής της λέξης «Υπάρχω» να καταθέτει την άξια προσφορά της στην Ποίηση.

Άνω τελεία
Κική Δημουλά
Ίκαρος
48 σελ.
ISBN 978-960-572-131-2
Τιμή: €10,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.