fbpx
Εμμανουήλ/Μανόλης Λιμενίτης: «Το θανατικόν της Ρόδου» κριτική της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

Εμμανουήλ/Μανόλης Λιμενίτης: «Το θανατικόν της Ρόδου»

Όπως μας πληροφορεί στην, πολύ ευπρόσδεκτα, εκτενή «Εισαγωγή» του ο G. St. Henrich, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας, στο ποίημα Το θανατικόν της Ρόδου, το οποίο παραδίδεται σε ένα μόνο χειρόγραφο (το εν λόγω χειρόγραφο δεν είναι αυτόγραφο ή αντίγραφο καταγεγραμμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του Εμμ. Λιμενίτη, ενώ, επιπλέον, αφού δεν τυπώθηκε, τα λίγα αντίγραφα που πιθανότατα κυκλοφόρησαν δεν φαίνεται να του επέτρεψαν να επιδράσει σε μεταγενέστερα κείμενα) από το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για την «ιστορική» περιγραφή του λοιμού, της επιδημικής αρρώστιας γνωστής ως πανούκλας (βουβωνικής πανώλης)[1], που έπληξε (από τον Οκτώβριο του 1498 μέχρι το καλοκαίρι του 1500) το νησί, περιγραφή η οποία αποτελεί συγχρόνως και έναν λογοτεχνικό «θρήνο» για τη Ρόδο και τους κατοίκους της, ενώ το δεύτερο μέρος του ποιήματος αποτελείται από διδακτικούς και παραινετικούς λόγους του συγγραφέα. Ως δείγμα γραφής του Μανόλη Λιμενίτη παραθέτουμε τους ακόλουθους στίχους από την «Προσφώνηση και επίκληση στον Θεό και τον Χριστό», του πρώτου μέρους: Εμέ το θαύμα σφάζει μου, τα μέλη μου χαλούσι/ κι εκόντανεν η γλώσσα μου, τα χείλη μου σιγούσι,/ διατί άπτει η καρδούλα μου σαν μια φλόγα μεγάλη/ κι από τον θρήνον τον πολύν έχασα το κεφάλι/ κι εθάμπυναν τα μάτια μου από το ’πέ και κλάψε,/ «Αλί, Χριστέ μου», να λαλώ «τον θάνατόν σου πάψε!/ Πλάστη μου, διατί οργίσθηκες την Ρόδον την μισκίναν;/ Για στρέψε την απόφασην και τα πικρά σου ’κείνα/ κι ας έλθει το συμπάθιον σου, το έλεός σου ας φτάσει,/ κι ώς πότε Χάρου το σπαθίν το αίμα δια να στάσσει;». Η σύνδεση, δε, του δεύτερου με το πρώτο μέρος του ποιήματος είναι απολύτως κατανοητή, καθώς εδώ συναντάται «η παραδοσιακή χριστιανική κοσμοθεωρία» σύμφωνα με την οποία οι φυσικές και άλλες καταστροφές (άρα και η πανούκλα) θεωρούνται «δίκαιη θεία ποινή», προκληθείσα από τις αμαρτίες των ανθρώπων, κυρίως τον ελεύθερο έρωτα, τα τυχερά παιχνίδια και την απληστία. Ειδικότερα, αυτό το δεύτερο μέρος «ανήκει στην πολύ συνηθισμένη σε όλο τον ύστερο Μεσαίωνα αλλά και την Αναγέννηση ηθικοδιδακτική και παραινετική ποίηση» και, πιο συγκεκριμένα, «στο είδος των «ομιλιών» (δηλ. των θρησκευτικών και ηθικοδιδακτικών κηρυγμάτων […])· το σύνθεμα αποσκοπεί στην πιο ενάρετη ζωή του ανθρώπου και τελικά στη σωτηρία της ψυχής».

Στον γενικότερο πλούτο της έκδοσης, παρ’ όλη τη σχετικά μικρή έκτασή της, συνεισφέρει και η πολύ φροντισμένη εικονογράφηση, αντλημένη από παλαιά χειρόγραφα, χαλκογραφίες, χαρακτικά, τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, ξυλογραφίες, αλλά και από νεότερα βιβλία και φωτογραφίες.

Όσο για τον ποιητή Εμμανουήλ/Μανόλη Λιμενίτη (παλαιότερα γνωστό ως Γεωργηλλά), ο G. St. Henrich, ελλείψει μαρτυριών ή στοιχείων από άλλες πηγές, αναζητά τα βιογραφικά του μέσα στα πιθανόν τρία ποιήματά του· δηλαδή, πλην του Θανατικού, στα: Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως  και Ιστορική εξήγησις περί Βελισαρίου («Βελισαριάδα»), τα οποία βρίσκονται, επίσης, στο προαναφερθέν χειρόγραφο. Πάντως, ο Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο οποίος ενδέχεται να γεννήθηκε γύρω στα 1430-1435 (δεν γνωρίζουμε πότε πέθανε), δεν αποκλείεται να μην πρόλαβε να τελειώσει το Θανατικόν της Ρόδου. Το ότι ήταν πια γέρος όταν το έγραφε φαίνεται ίσως και από το ότι «δεν συνέθεσε καινούργιο επίλογο, αλλά ξαναχρησιμοποίησε τους τελευταίους εννιά στίχους της “Βελισαριάδας” του». Ο G. St. Henrich παρατηρεί ότι ο ποιητής/συγγραφέας ήταν πιθανότατα, στα νιάτα του, ανάμεσα σε εκείνους τους ελληνορθόδοξους οι οποίοι δούλευαν μισθωμένοι στην υπηρεσία των Ιωαννιτών. «Ιδεολογικά», γράφει ο Henrich, «σε αρκετά σημεία του έργου διαφαίνεται η “φιλοϊπποτική” (και ίσως και φιλενωτική, θρησκευτικά) στάση του συγγραφέα – ο οποίος μεταξύ άλλων έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον “Μέγα Μάγιστρο” d’Aubusson». Από την άλλη, ως «ορθολογικό στοιχείο στο ποίημα» θεωρείται «η έλλειψη αναφορών στην αναζήτηση των συνηθισμένων υπόπτων-αποδιοπομπαίων τράγων, δηλαδή το ότι ο Λιμενίτης δεν έψαξε για συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αμαρτωλών».

Σχετικά με τις (προηγούμενες) πρώτες φιλολογικές/κριτικές εκδόσεις του κειμένου του Θανατικού, πληροφορούμαστε ότι ήταν αυτές του Γερμανού Guilelmus (Wilhelm) Wagner (1874) και του Γάλλου Émile Legrand (1880), στην οποία στηρίχτηκε βασικά και η πολύ νεότερη έκδοση του Γεωργίου Ζώρα, στον τόμο Βυζαντινή Ποίησις της «Βασικής Βιβλιοθήκης» (1956). Για την ανά χείρας έκδοση έγινε «νέα ανάγνωση του χειρογράφου», όπως διευκρινίζεται στην «Εισαγωγή», και, άρα, τα εύσημα για την απόδοσή του στην σύγχρονή μας ελληνική γλώσσα (καθώς και για τον υπομνηματισμό του) πρέπει να απονεμηθούν στον G. St. Henrich (ο ίδιος δεν παραλείπει να ευχαριστήσει τους Γιώργο Κεχαγιόγλου, Arnold van Gemert και Αγγελική Λούδη για τη σημαντική βοήθεια και τις διορθώσεις τους), στον οποίο, λοιπόν, δεν οφείλουμε μόνον την «Επιμέλεια» όπως, ελλιπώς, αναγράφεται στην ταυτότητα του βιβλίου – η εν λόγω «Επιμέλεια», από την άλλη, απαίτησε, βεβαίως, και αξιοποίησε την τεράστια σε έκταση και βάθος εξοικείωση που διαθέτει ο G. St. Henrich με το αντίστοιχο υλικό (μια γρήγορη ματιά στην «Επιλογή Βιβλιογραφίας» μαρτυρεί για του λόγου το αληθές).

Τα παραπάνω εξέχοντα επιστημονικά προσόντα, άλλωστε, είναι εμφανέστατα, καθώς κοσμούν, με την ερευνητική πείρα δεκαετιών, καθεμία ξεχωριστά από τις σελίδες του βιβλίου. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να διεξαχθούν οι πολυπληθείς και λεπτολόγες αντιπαραβολές με κείμενα ενός ευρύτατου φάσματος δημιουργών και ειδών, αντιπαραβολές οι οποίες καταλήγουν σε μία διεξοδική παρουσίαση τόσο του έργου του Λιμενίτη όσο και του ίδιου του ποιητή/συγγραφέα. Οι εσωτερικοί τίτλοι της «Εισαγωγής» είναι ενδεικτικοί: «Η Ρόδος στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι.: το ιστορικογεωγραφικό πλαίσιο», «Τι είναι το “θανατικό”;», «Χειρόγραφο και εκδόσεις του Θανατικού της Ρόδου», «Δομή και περιεχόμενο του ποιήματος», «Τα ενδυματολογικά», «Λογοτεχνικό είδος», «Ο ποιητής Εμμανουήλ/Μανόλης Λιμενίτης: i) Το όνομα του ποιητή, η οικογένειά του και η ηλικία του κατά τη συγγραφή του Θανατικού της Ρόδου, ii) Τα αναγνώσματα / η παιδεία του συγγραφέα και οι επιδράσεις τους στο ποίημα», «Τα άλλα δύο ποιήματα που ανήκουν ή αποδίδονται στον συγγραφέα: α) Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως, β) Ιστορική εξήγησις περί Βελισαρίου («Βελισαριάδα»)», «Γλώσσα και ύφος του Θανατικού της Ρόδου: i) Ροδίτικα γλωσσικά στοιχεία, ii) Προσωπικά γλωσσικά στοιχεία του Λιμενίτη», «Μέτρο και ομοιοκαταληξία».

Σε Επίμετρο, ο επιμελητής παραθέτει «παράλληλα κείμενα», τόσο ως προς την εικαστική, δυτικοευρωπαϊκού τύπου περιγραφή («έκφραση») του Χάρου (ένα από τα ξεχωριστά σημεία ενδιαφέροντος του Θανατικού, μαζί με τον διάλογο του Ποιητή με τον «Λογισμό» του, τεχνική ή, μάλλον, πρακτική, που παραπέμπει στο είδος του θεατρόμορφου/δραματικού διαλόγου), όσο και ως προς τις περιγραφές για την Ημέρα της Κρίσεως και τις λογοτεχνικές μαρτυρίες για επιδημίες (των οποίων το «πρωτότυπο»: «είναι ίσως η περίφημη αφήγηση του Θουκυδίδη (Β′ 47-54) για τον καταστροφικό λοιμό που ερήμωσε την Αθήνα το 430 π.Χ.») και φυσικές καταστροφές. Επιπλέον, στο κύριο μέρος της «Εισαγωγής», έχουμε την ευκαιρία, μεταξύ άλλων, να ψηλαφίσουμε, κατά το δυνατόν, και το ερμηνευτικό σύστημα της «κρυπτοσφραγίδας» (δηλαδή, το σύστημα απόκρυψης/ταύτισης του ονόματος του εκάστοτε ποιητή), σύστημα του οποίου εισηγητής είναι ο κύριος Günther Steffen Henrich.

Ο επιμελητής, ωστόσο, δεν ξεχνά σε καμία στιγμή ότι πρόκειται εδώ για μια χρηστική, άρα απευθυνόμενη, κυρίως, σε νεότερους ερευνητές / μορφωμένους αναγνώστες, έκδοση. Ως εκ τούτου, υιοθετεί μία δοκιμιακή γραφή ζωντανή (ακόμη και χιουμοριστική κάποτε), επεξηγητική, σαφέστατη και πλούσια σε πληροφορίες, απόλυτα ανταποκρινόμενη εντέλει στις ιδιότητες του αληθινού παιδαγωγού/εκπαιδευτικού, του γλαφυρού αφηγητή και του εξαιρετικού ερευνητή/γνώστη, τις οποίες αναμφισβήτητα διαθέτει ο κ. Henrich.

Στον γενικότερο πλούτο της έκδοσης, παρ’ όλη τη σχετικά μικρή έκτασή της, συνεισφέρει και η πολύ φροντισμένη εικονογράφηση, αντλημένη από παλαιά χειρόγραφα, χαλκογραφίες, χαρακτικά, τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, ξυλογραφίες, αλλά και από νεότερα βιβλία και φωτογραφίες. Συνολικά, πρόκειται για ένα αληθινό απόκτημα, για ειδικώς ενδιαφερόμενους και μη, το οποίο θεωρώ πως θα παροτρύνει τους αναγνώστες να ασχοληθούν και με τα προηγηθέντα βιβλία της ίδιας, πολύτιμης, εκδοτικής σειράς (η οποία ξεκίνησε, όπως αναφέρεται στις αναλυτικές «Προδιαγραφές» της, από μιαν ιδέα του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Arnold van Gemert).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Πρόκειται για τον ίδιο τον λεγόμενο «Μαύρο Θάνατο» των μέσων του 14ου αιώνα, που, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς («ίσως υπερβολικούς», τους χαρακτηρίζει ο G. St. Henrich), εξαφάνισε, μαζί με τον λοιμό της εποχής του Ιουστινιανού Α′ (6ος αι.), την πλειονότητα του τότε πληθυσμού ολόκληρης της Ευρώπης!

Το θανατικόν της Ρόδου
Εμμανουήλ/Μανόλης Λιμενίτης
επιμέλεια: Günther Steffen Henrich
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη
128 σελ.
Τιμή € 12,72
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.