fbpx
Ελένη Γκίκα: «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη

Ελένη Γκίκα: «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης»

Ότι η Ελένη Γκίκα είναι πρωτίστως τρυφερή ερωτική ποιήτρια δεν υπάρχει αμφιβολία. Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, ωστόσο, είναι μια ποιητική σύνθεση πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες δημιουργίες της. Πραγματεύεται με έναν εντελώς δικό της τρόπο τη διαχείριση του χρόνου μετά τη μετάβαση του πατέρα της στην άλλη διάσταση, στη χώρα του αμίλητου, καταχωρίζοντας τα προσωπικά της βιώματα σε τρία μέρη/«Δωμάτια»:

Α' Μέρος: «Το άσπρο δωμάτιο», όπου αναπτύσσεται η προϊστορία αυτών που θα ακολουθήσουν, γι' αυτό καταλήγει:

Ίδια θα είσαι.
Στον ίδιο ύπνο βυθισμένη
στο ίδιο όνειρο.
Όσο κρατάει αυτή η ζωή
στο ίδιο δωμάτιο
αλλάξεις δεν αλλάξεις χρώμα.

Το άσπρο χρώμα ως εντελώς ουδέτερο είναι το πιο σκληρό, το πιο απρόσωπο χρώμα. Η ποιήτρια δεν λέει το «λευκό», αλλά το «άσπρο», γιατί η λέξη με την ηχητική τραχύτητα των τριών συμπροφερόμενων συμφώνων (σπρ) δημιουργεί αυτομάτως μια διαφορετική οπτική εικόνα από εκείνη που αφήνει στις αισθήσεις η λέξη «λευκό». Τίποτα δεν γράφεται και τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Όλα έχουν μια βάση, μιαν αρχή κι ένα τέλος.

Β' Μέρος: «Το γαλάζιο δωμάτιο». Με αυτή την ενότητα περνάει σε άλλο επίπεδο και στην προετοιμασία για τη μεγάλη έξοδο που πρόκειται και είναι σίγουρο πως θα ακολουθήσει προς την άλλη διάσταση και αποδοχή της μελλούμενης μεγάλης Εξόδου. Εκείνο που μένει, «σαν όνειρο», είναι το έρημο δωμάτιο του πατέρα που γεμίζει η δική της παρουσία, η δική της εγκατάσταση εκεί:

Στο δωμάτιο του μπαμπά κοιμάται και κλαίει
κλαίει στον ύπνο της
τον ονειρεύεται νέο στον ύπνο της παιδί
εκείνος με το ποδήλατο
κι εκείνη να τον ακολουθεί σαν πεταλούδα
τώρα εκείνος έφυγε
και σχεδόν γέρασε αυτή.
Μεγάλωσε
κι ούτε που το κατάλαβε.

Έτσι, «υπογράφοντας "εν λευκώ"» μετακομίζει στο «άγιο αύριο» και εγκαθίσταται σ' έναν άλλο ψυχικό, νοητό χώρο, και στο:

Γ' Μέρος, «Το δωμάτιο-αύριο». Εκεί, στο τρίτο και τελευταίο μέρος, είναι που συντελείται η κορύφωση του δράματος: «τον υπόλοιπο χρόνο εκείνη/ ονειρεύεται πως ζει» και ακολουθεί η λήξη της τραγωδίας με ένα, ας το χαρακτηρίσουμε, παρήγορο φινάλε:

Έρχεται όμως
έρχεται τα βράδια στο αυριοδωμάτιο
κρατά τις ηλικίες μου σαν το ληξιαρχείο
alef και μου κρατά το μέλλον
σαν το φυλαχτό παρελθόν.

Και κλείνει ο κύκλος με τη συνειδητοποίηση ότι ο ονειρικός κι ο ποιητικός χρόνος κάποτε τελειώνει, τελείωσε, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου ολοκληρώθηκε, τον έκλεισε με την «τελευταία περιστροφή» του χορού ως δερβίσης και έμεινε με την επίγνωση πως όλα είναι ένας σωρός από λύπες, από πίκρες, από βάσανα και απώλειες, στο τέλος τέλος ένα τίποτα ή μια:

αιώνια επιστροφή στον κήπο του παντός
και στο δωμάτιο
που επιτέλους ξύπνησα ο Κανένας.

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να χαρακτηρίσει την ενδέκατη ποιητική συλλογή της Ελένης Γκίκα ένα φιλοσοφημένο ελεγείο για την εκδημία πολύ αγαπημένου της προσώπου. Η ποιήτρια δεν αποδέχεται την αναγκαστική φυγή του πατέρα. Θεωρεί πως ενοικεί στον ίδιο χώρο, εκλογικεύει με θαυμαστό τρόπο το αναπότρεπτο γεγονός, αφού βίωσε ολοκληρωτικά την οδυνηρή απώλεια, φόρεσε θαρρείς κατάσαρκα το κενό, κι «ο φοβερός εχθρός/ έγινε φίλος». Αφετέρου, θα ήταν δυνατό να εκληφθεί και «σύνοψις» των πεπραγμένων του ποιητικού της χρόνου/χώρου. Γιατί, ενώ σε πρώτο επίπεδο την απασχολεί το κενό που άφησε ο προσφιλής απών και το οποίο πληροί η δική της αδιάλειπτη ζώσα παρουσία, σε άλλο επίπεδο αποτυπώνεται η στωική αντιμετώπιση που επιτυγχάνεται με τη συνέργεια/συνωμοσία των αντιθέτων, την αντίφαση: απόρριψη-οικείωση.

Η μη παραδοχή του γεγονότος δημιουργεί ένα ανάχωμα που υποστηρίζει και υποστυλώνει την αμετακίνητη πίστη στην αέναη πνευματική/άυλη παρουσία του εκλιπόντος σωματικά πατέρα, αλλά και την απτή ύπαρξή του πάνω σε ό,τι άγγιξε, χάιδεψε η πνοή του, πάνω σε ό,τι ακούμπησε κι αποτυπώθηκε η αφή του, όπως συμβαίνει με τη μαγεία και τη γοητεία που υπάρχει και ελκύει στους αρχαιολογικούς χώρους. Η ποιήτρια Ελένη Γκίκα όχι μόνο τη νιώθει την αόρατη παρουσία του, αλλά συμβιώνει με τη θαυμαστή πραγματικότητα που περιγράφει αριστουργηματικά απλά με λιτούς, κατανοητούς στίχους: «Από τις Κυριακές θα πιαστώ/ να ξαναβρώ την αρχή/ θα μου δώσεις το βήμα;» λέει κι αναφέρεται στη μεγάλη απουσία του πατέρα της, που ωστόσο είναι πάντα παρούσα κι ας είναι «Ύπαρξη άπιαστη», εκείνη τον νιώθει πάντα κοντά της και του μιλάει λες και είναι εκεί και την ακούει. Του μιλάει με λόγια γλυκά και τρυφερά:

Κι όμως το ξέρω
στο μισοσκόταδο αεράκι η ανάσα σου
σε λίγο να έρχεται πάλι και πάλι

γιατί το νιώθει πως είναι εκεί η άυλη παρουσία του και γεμίζει τη μοναξιά του δωματίου. Είναι ο πατέρας, το άλλο Εγώ της.

Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης
Ελένη Γκίκα
Καλέντης
80 σελ.
Τιμή € 9,00
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.