fbpx
Γιώργος Μαρκόπουλος: «Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή)» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Γιώργος Μαρκόπουλος: «Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή)»

Κοντεύει να συμπληρώσει μισόν αιώνα ο Γιώργος Μαρκόπουλος στην Ποίηση χωρίς διάλειμμα, με όλες τις παράπλευρες ενασχολήσεις, πεζογραφία, κριτική και σχόλια για ποιητές που μελέτησε και αγάπησε. Ανήκει στη γενιά των παιδιών του Πολυτεχνείου που δεν θέλησαν ποτέ να εξαργυρώσουν τη θητεία τους στην ιδέα της ανθρωπιάς και της ευσπλαχνίας, την οποία υπηρέτησε σωστά και συνειδητά, και γι' αυτό άλλωστε νιώθει μόνος και πικραμένος. Πικραμένος γιατί παρά τα πολλά βραβεία και την αναγνώριση από τους ανθρώπους του χώρου όπου κινείται, την αγάπη των φίλων, την εκτίμηση εκείνων που η συγκυρία έφερε κοντά του, δεν είδε να πραγματώνεται το σύνθημα της εποχής «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται», και επομένως η αίσθηση της ματαίωσης του ονείρου για κοινωνική δικαιοσύνη έμεινε ανεκπλήρωτο, όπως και πολλά άλλα της ζωής, σαν να συμπαρέσυρε το ένα το άλλο. Και είναι θλιμμένος, πικραμένος, τρομοκρατημένος και μόνος.

Η ζωή του είναι το θεμέλιο και το οικοδόμημα της τέχνης του. Η δύσκολη παιδική ζωή, η οικογένεια, η μητέρα σαν mater dolorosa, ο πατέρας. Κοιτώντας τους τίτλους των συλλογών που εξέδωσε, παίρνουμε μια ιδέα γι' αυτό που τον απασχόλησε• τον κόσμο και την κοινωνική δικαιοσύνη που δεν μπορεί πουθενά να επικρατήσει. Ο έρωτας δεν είναι ικανός να κάνει το ρήγμα στον καιρό και να τον «αποσβολώσει», όπως έλεγε ο Σεφέρης («Το ύφος μιας μέρας»), αλλά τον προσλαμβάνει είτε ως αγορασμένο είτε ως συμβιβασμό, όπως βλέπουμε και στο ποίημα «Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας»:

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει...

Κι ακόμα, η φτώχεια και η δυστυχία, οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι στον δρόμο που κανείς δεν νοιάζεται γι' αυτούς και τους φοβάται. Η χριστιανική κοινωνία μας, που είναι πολύ ανώριμη για να δεχτεί «το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο», όπως λέει ο Ελύτης, σε τελείως διαφορετικό κλίμα, βεβαίως (Μονόγραμμα, V). Ο ποιητής πάντα με τις παιδικές του μνήμες ζωντανές σαν κυνηγημένο ζώο.

Η Κλεφτουριά του κάτω κόσμου φέρνει έναν αέρα αντίστασης στην, ας πούμε, αντιστικτική «Τουρκιά» που κατακλύζει τη ζωή μας. Σαν τεντωμένο τόξο η ζωή του, ανάμεσα στο «παιδί με τριαντάφυλλο» τότε και στον «χοντρό λύκο» τώρα. Ένας μοναχικός άνθρωπος δηλαδή, με μια απέραντη μοναξιά σαν «θάλασσα στην ερημιά», με συναντημένες, αλλά όχι συμφιλιωμένες, μέσα του τις δυο του υποστάσεις «Με το παιδί. Και το λύκο» κι η ποίηση «ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως/ κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού». Η «απόγνωση», η «τρέλα», η αυτοχειρία είναι οι κίνδυνοι «Όταν μια μέρα διαπιστώσεις/ πως παρά τις τόσες σου προσπάθειες έμεινες για πάντα μόνος».

Σ' αυτή την υπαρξιακή ερημιά, το «Τραγούδι» του Ρήγα Φεραίου έρχεται να καταγγείλει τη γενιά μας για την άδικη θυσία του ήρωα: «Ρήγα, κοίτα μην τύχει και ξυπνήσεις σήμερα/ γιατί θ' αυτοκτονήσεις τζάμπα μες στων εφημερίδων τα ψιλά». Αυτή είναι η έκπτωση της κοινωνίας μας. Ο Σεφέρης θεωρούσε ότι ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος ήταν η έκπτωση του πολιτισμού του Δυτικού κόσμου. Ε, λοιπόν, οι συνέπειες αυτής της έκπτωσης εξακολουθούν να υφίστανται εβδομήντα χρόνια μετά, ξεπερνώντας όποια φαντασία. Ο Καρυωτάκης έλεγε πως «είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη» («Εις το άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο») και αυτό διαπιστώνουμε σήμερα στον απόλυτο βαθμό, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Τα πράγματα, λοιπόν, διαγράφονται τραγικά. Το φόντο εχθρικό. Οι λεπτομέρειες αποκαρδιωτικές. Η Αθήνα, μια ζούγκλα, πόλη ανάξια της φήμης της. Ο Πειραιάς δεν προβάλλεται για το σπουδαίο λιμάνι του, την ιστορία του ή για τα τραγούδια που γράφτηκαν γι' αυτόν, αλλά για τη σκοτεινή του πλευρά. Και οι εξαθλιωμένοι που καταφθάνουν στη χώρα μας βρίσκουν τις πόρτες κλειστές: «Ακόμα φοβάμαι ν' ανοίξω την πόρτα το βράδυ». Τέτοια η δικαιοσύνη μας, η αγάπη προς τον πλησίον μας, τον κατατρεγμένο, τον ξένο και από αλλού φερμένο. Αλλά και οι ποιητές μόνοι είναι και ξένοι, τους αναγνωρίζουμε από «την καύτρα του τσιγάρου τους». Κι ένας γέρος στο ταρατσάκι του «σαν να είχε πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια» κι αυτός ξένος είναι. Σαν μια νότα παιγμένη σε φλάουτο, σαν αθώα αλλά πένθιμη σημαδούρα «επιπλέει ένα άσπρο καπελάκι με μαύρη κορδέλα/ και ταξιδεύει, ταξιδεύει σαν βαρκούλα», το παιδάκι που πνίγηκε «Σε μια παραλία το 1960». Αεράκι από τον δημοτικό μας «Κυρ βοριά», «και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάει», ή στην «Ξανθούλα» του Σολωμού, που ανεπαισθήτως ο ποιητής μας παρασύρει και, θέλοντας μη θέλοντας, μας δείχνει την ποιητική του παιδεία.

Τελευταία συλλογή της παρούσας Επιλογής είναι ο Κρυφός κυνηγός, όπου ο ποιητής χωρίς να προβάλλεται ως Διγενής πρέπει να μονομαχήσει με τον υπέρτερό του Χάροντα. Δεν μοιάζει τυχαία η αναφορά του στο λαϊκό τραγούδι «το Χάρο τον αντάμωσαν», και συμπληρώνω: «πέντ' έξι χασικλήδες, να τον ρωτήσουν πώς περνούν στον Άδη οι μερακλήδες...» («Νοσοκομείο, εν υστερογράφω»), όπου οι ενδιαφερόμενοι συγχασισοπότες ρωτούν ακόμη αν στον Άδη υπάρχει αυτό που ομορφαίνει και δίνει νόημα στη ζωή τους εδώ. Το λαϊκό τραγούδι όμως είναι μια ευφάνταστη διασκευή και ο αντιστραμμένος πόλος του αριστουργήματος της κρητικής λογοτεχνίας, «Απόκοπος» του Μπεργαδή, όπου οι νεκροί ζητούν πληροφορίες από τον ποιητή, που κατέβηκε «εις Άδου», ακριβώς το αντίθετο: «Ειπέ μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα...», δηλαδή ζητούν να μάθουν τα πάντα, για τη φύση και τη χαρά της ζωής αν εξακολουθεί να υφίσταται στον πάνω κόσμο. Στο ποίημα του Μαρκόπουλου, έστω και αν δεν ήταν στις προθέσεις του, οι ασθενείς του θαλάμου παραπέμπουν στους «μερακλωμένους χασικλήδες» του λαϊκού τραγουδιού, αλλά σαν διαδηλωτές που εξεγείρονται εναντίον του θανάτου:

– Δεν ήταν αποκριά αυτή, δεν ήταν γλέντι.
«Το χάρο τον αντάμωσαν», έπαιζε το cd στο μηχάνημα
Και κλοτσούσαν τα πόδια/ και διαβεβαίωναν με αποφασιστικότητα/
της παντόφλας οι φτέρνες/ στο πάτωμα/ και διαδήλωναν τα χέρια στον αέρα, και απειλούσαν/ και απειλούσαν μαζί τους μερακλωμένοι οι οροί.

Κι εδώ έχουμε μια τετραπλή συνάντηση ανάμεσα στον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη που, όπως και να 'χει, η δική του κατοχική θανατερή «αποκριά» προηγείται. Όπως και ο «Απόκοπος», βεβαίως, που τυπώθηκε στη Βενετία το 1519 και το λαϊκό τραγούδι το 1935.

Τώρα στο ποίημα του Μαρκόπουλου στήνεται πολύ θεατρικά, μακάβρια και ανατριχιαστικά, η σκηνή με τους μερακλωμένους, όχι πλέον «χασικλήδες» αλλά αρρώστους διαδηλωτές, οι οποίοι, παίζοντας το τελευταίο τους χαρτί, σηκώνονται από τα κρεβάτια και χορεύουν με τους ορούς, χτυπάνε τη φτέρνα στο πάτωμα και σηκώνουν τα χέρια στον αέρα. Το όλο σκηνικό είναι τραυματικό και ο ποιητής, αν και μεταξύ ύπνου και ξύπνου, λόγω της κατάστασής του, αντιλαμβάνεται πως το συμβάν δεν είναι ούτε «αποκριά» ούτε «γλέντι». Είναι φρίκη και πιο κάτω θα ξεσπάσει σαν τους κατοίκους του Άδη στον «Απόκοπο»:

– Θύμησες με κατακλύζουν συνεχώς/ και πρόσωπα, δεκάδες πρόσωπα/ που βουβά, αμίλητα, με κατοικούν./ Χαμηλώστε, χαμηλώστε αυτά τα φώτα./ Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη/ και περιουσία μου όσοι αγάπησα• και όσοι μ' αγάπησαν.

Όπως στον «Απόκοπο», το θέμα δεν είναι η φυσική φθορά αλλά η διατήρηση της μνήμης, διότι αυτή αποτελεί την ψευδαίσθηση της ζωής, έτσι και ο ποιητής με έσχατη ελπίδα τη μνήμη προσπαθεί να κρατηθεί από ό,τι θυμάται και αγαπά. Είναι η δική του Νέκυια, την οποία επιχειρεί στο μεταίχμιο του νοσοκομειακού χρόνου, υπό όρους ζωντανός, εν αναμονή νεκρός. Στον στίχο όμως «Χαμηλώστε, χαμηλώστε αυτά τα φώτα» έχω την αίσθηση ότι προκύπτει η τέταρτη συνάντηση με το ποίημα του John Betjeman, «Sun and fun», το οποίο τελειώνει με τους στίχους: «But I'm dying and done for/ What on earth was all that fun for?/ For God's sake keep that sunlight out of sight» (Πεθαίνω και τελειώνω, τι στην ευχή ήταν όλο αυτό το γλέντι; Για όνομα του Θεού, πάρτε αυτό το φως του ήλιου από τα μάτια μου). Ο Μαρκόπουλος αποκαλύπτει τα διαβάσματά του. Η τραγική εμπειρία του τον κάνει «προνομιακό», με την έννοια πως, εξαιρέσει του Χριστού, του Οδυσσέα και μερικών άλλων επιφανών, πήγε και ήρθε στον άλλο κόσμο και εξαγόρασε χρόνο, δωροδοκώντας τον Χάρο με αντάλλαγμα «γλώσσα ανθρώπινη σε μικρή λεκανίτσα,/ ύστερα από επέμβαση, σε μικρή λεκανίτσα χειρουργείου», πολύτιμη προκαταβολή, αναβολή, έναντι του μελλοντικού οφειλόμενου συνολικού χρέους.

Ο Μαρκόπουλος γράφει απλά, λιτά, λυρικά, συγκλονιστικά, αλλά και συχνά ωμά, γιατί οι περιστάσεις δεν του επιτρέπουν περίτεχνες στιχουργικές. Η τεχνική και οι ραφές της, που βρίσκονται πίσω από τους στίχους για να τους στηρίζουν, δεν φαίνονται. Η καίρια λέξη, η εύστοχη φράση, η αφοπλιστική απλότητα είναι τα χαρακτηριστικά του. Η ανθρωπιά του.

Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή)
Γιώργος Μαρκόπουλος
Κέδρος
200 σελ.
Τιμή € 11,00
1-patakis-link


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.