fbpx
Λεωνίδας Κακάρογλου: «Μνήμη σχεδόν πλήρης»  κριτική του Ηλία Καφάογλου

Λεωνίδας Κακάρογλου: «Μνήμη σχεδόν πλήρης»

Δεν πιστεύω, για να το πω ευθέως, ότι η καλή ποίηση χρειάζεται διαμεσολαβητές. Κι αν τους χρειάζεται είναι για να τη συστήσουν. Γιατί η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή και οι ποιητές είναι αυτοί που κρατούν τα μαγικά κλειδιά και τα αντικλείδια για να ανοίξουμε, εμείς οι αναγνώστες, την πόρτα της ποίησής τους. Η ποίηση, η κατορθωμένη, ζει μέσα μας πολλές ζωές, μας γράφει και τη γράφουμε, ξανά και πάλι, ύστερα από τον ποιητή, η ποίηση είναι ένας τρόπος να μετρήσουμε τον χρόνο, μαζί του να (ανα)μετρηθούμε. Σπυρί το σπυρί. Λέξη τη λέξη. Γι' αυτό, άλλωστε, η μνήμη είναι πάντα σχεδόν πλήρης, «από τώρα και στο εξής», όπως στην έξοδο της συλλογής του ο Κακάρογλου μας υποδεικνύει, πιθανόν «πάλι στην άκρη της σιωπής» ή «ξανά και πάντοτε στην άκρη της σιωπής», για να προσφύγω σε παλαιότερες μελουργημένες διατυπώσεις του ποιητή, από τη συλλογή του, του 2000, Μονάχα ο χρόνος ξέρει.

Ιδού, ας καρφώσω ευθύς τους τίτλους των τελευταίων συλλογών του ποιητή μας, σε μία διαδρομή από το 1981, έτσι για ξετυλίξουμε από κάπου της γραφής το νήμα: Μονάχα ο χρόνος ξέρει (2000), Οι μέρες πριν τα χρόνια (2007), Άδεια εξόδου (2009), Μνήμη σχεδόν πλήρης (2014).

Ακούστε, παρακαλώ, την έξοδο του πρώτου ποιήματος της ακροτελεύτιας, αλλά προφανώς όχι τελευταίας, συλλογής, που επιστέφεται από τον τίτλο «Δανεική ομπρέλα»:

Παλιές βροχές που τη μουσκέψανε
θα με παρασύρουν
στο ρυάκι
της απουσίας σου.

Αλλού:
Η ζωή μας
πώς χώρεσε
σ' ένα κομμάτι εφημερίδας ανάμεσα
αφανισμών και καταποντισμών.

Ή πάλι:
Η ζωή μου
χρόνια τώρα
μια αντιπαροχή.

Καρφώνω τώρα λέξεις: απουσία, ανάμεσα, ζωή, αντιπαροχή. Μνήμη.
Ακούστε, παρακαλώ – η ποίηση, τα βιβλία, πάντοτε, θαρρώ, είναι μια καλή πατρίδα για όσους δεν είναι από πουθενά:

Δωροδοκώ τον χρόνο υποσχέσεις
να μιλήσει στο χτες
να δεχθεί το σήμερα.

Ή, πάλι:
Λυγμοί και βογγητά
γι' αυτούς που κοιμήθηκαν
στο ξέφωτο της Ιστορίας
που κακοφόρμισε στη μνήμη.

Καρφώνω κι άλλες λέξεις – πάντοτε αυτοδίδακτοι εμείς οι αναγνώστες είμαστε: Χρόνος. Χτες. Σήμερα. Κεκοιμημένοι. Ιστορία. Μνήμη, πάντοτε, και μνήματα. Σήματα και σημάδια. Πρόκες.

Το σταυρόλεξο του Κακάρογλου, λέξεις – σήματα καρφωμένα, βηματίζει από το τίποτα στο τίποτα, από τη γέννηση στον θάνατο και στην (ανα)γέννηση. Ενδιαμέσως πάλλεται, αναπαυτικά εγκατεστημένη, η ζωή, «μικρά κομμάτια αναμνήσεων», για να προσφύγω στη δική του λέξη. Λυγμικά, το είδαμε κιόλας, ελπίζω, διεκδικεί ο ποιητής την ανάκλησή της, της ζωής την ανάκληση – εξάλλου, ο Προυστ μάς έχει μάθει πως το παρελθόν όχι μόνο δεν είναι φευγαλέο, αλλά δεν το κουνάει ρούπι.

«Η ζωή πια δεν νοσταλγεί», μας υποδείκνυε ο Λεωνίδας Κακάρογλου δεκατέσσερα χρόνια πριν. «Η μνήμη/ Φωτογραφία που κάηκε/ Βαδίζω στην άκρη/ Μετέωρων υποσχέσεων/ Ανείπωτων λέξεων/ Και μιας τρυφερής ελπίδας που αχνοφέγγει», λυγμικά μας εμπιστεύεται ο ποιητής τώρα, σε τούτη την ακροτελεύτια συμφωνία λυγμών του, αυτή τη μουσική δωματίου, αφού το πεδίο εδώ δεν είναι, όπως στις πρότερες καταθέσεις του, τα Χανιά, αλλά ο ευρύς και βαρύς χρόνος που ενθηκεύει η ποίηση, όπως το χώμα το φέρετρο.

Αν έτσι, αυθαίρετα οπωσδήποτε, διαβάσουμε με τη βοήθεια μιας μνήμης σχεδόν πλήρους τον Κακάρογλου, αισθανόμαστε ότι η ζωή του ανθρώπου μόνον από το τέλος της μπορεί να μετρηθεί. Η ζωή μας, πάει να πει, με τον τρόπο του Κακάρογλου, όσο μπορώ να τον διαβάσω, προσημαίνεται με τη γέννησή της, σημαίνεται στο ταξίδι μας σε τούτο τον κόσμο, κυρώνεται με τον θάνατό μας. Το είδαμε, θαρρώ, κιόλας σ' ένα ενδιάμεσο, σε ένα μεταξύ, η ζωή υπερυψούται στο μελανό της θαύμα.

Πίσω στα μαύρα στίγματα, στα τυπωμένα: «Τις μέρες συλλογίζομαι/ που πέρασαν από την τρύπα της ζωής μου», συλλάβιζε ο ποιητής μας στη συλλογή του Μονάχα ο χρόνος ξέρει. «Έβρεξε μια κίτρινη βροχή/ Παλιοί καημοί/ Στη λασπωμένη νύχτα/ Kι η μνήμη/ Φωτογραφία που κάηκε», μας εξομολογείται τώρα. Μονάχα ο χρόνος ξέρει, επομένως, γι' αυτό η μνήμη δεν μπορεί να είναι σχεδόν πλήρης, να μας φιλοδωρήσει, να μας (καθ)ησυχάσει. Σφαχτάρι που κρέμεται από το ταβάνι η μνήμη, και οι αναμνήσεις πάντοτε μιαν απαντοχή, αν τη μήτρα της τελευταίας συλλογής του Κακάρογλου συνιστά και συστήνει ο θάνατος αγαπημένων. Θέλω να πω, και ο Κακάρογλου μοιάζει να συμφωνεί, για να καταλάβουμε τους ζώντες και ζωντανούς, πρέπει να ξέρουμε τους νεκρούς τους, πάντοτε απαιτητικοί και υποσχετικοί, αφού τα σώματα μοιάζουν να επιστρέφουν στη σκηνοθετημένη από την ποίηση εκκόλαψή τους, σε μια τελετουργία μνήμης σχεδόν πλήρους.

Έτσι, και ως προσκλητήριο αιφνιδιασμένων νεκρών, η συλλογή του Κακάρογλου μπορεί να διαβαστεί, είναι λοιπόν φιλάνθρωπη και παραμυθητική, αγαπητική, εντέλει, μια εργαλειοθήκη συγκινήσεων, αφού με το λιβάνι της ποίησης γράφουν και μας γράφουν οι προσφιλείς κεκοιμημένοι. Ναι, οι μόνοι που ποτέ δεν μας ξεχνούν φαίνεται να είναι όσοι ποτέ δεν μας γνώρισαν.

Ενδεδυμένοι οι προσφιλείς αποθανόντες τον μανδύα της παρελθούσης ζωής τους, σταθμεύουν –διά παντός– σε χώρους κλειστούς, σε μνήμες και σπίτια. Γιατί κάπως σαν τα παλιά σπίτια, που επιπολάζουν στην ποίησή του, επισκεπτόμαστε τα πρόσφατα ποιήματα του ποιητή από τα Χανιά, με το πεδίο πια, εδώ, σμικρυμένο. Τα βαραίνει τα παλιά σπίτια η παρουσία των αντρών και των γυναικών που έζησαν εκεί, ο καθένας με τα βάσανα, τους έρωτες, τις εκπλήξεις και τις απογοητεύσεις τους, τις ελπίδες, τις παραιτήσεις, χρόνο ευρύ και βαρύ, πριν τέλος μείνει το φως, λευκό, η οριστική αποκατάσταση των πάντων εν λευκώ – το φως, τα χρώματα, βιάζονται πολύ στον Κακάρογλου, μιλούν γρήγορα, εξομολογούνται για τις τεράστιες αποστάσεις που έχουν διανύσει, πριν σχεδόν υδροσταγή, αφού συχνά πυκνά στον Κακάρογλου βρέχει, στάξουν με το μελάνι σε λέξεις.

Μοιάζουν να αιφνιδιάζονται οι νεκροί από τα μαύρα στίγματα σε λευκή σελίδα του Κακάρογλου, στίγματα που συνθέτουν τα 30 ποιήματά του που σήμερα ακούμε, ποιήματα – μνημονικές σκευές.

Μήπως, όμως, επιτρέψτε μου να ρωτήσω, η μνήμη λειτουργεί για τον τρόπο της λογοτεχνίας; Μήπως, σκέφτομαι, η λογοτεχνία είναι η πυκνούμενη και εκδικούμενη μνήμη; Μήπως, εντέλει, η μνήμη είναι εκείνη που ο ποιητής προσπαθεί να εκδικηθεί μέσω της επανοικειοποιήσεως, επειδή, όπως και η ποίηση, το ποίημα υπάρχει όταν τίποτα άλλο αισθανόμαστε ότι δεν μας έχει απομείνει;

Ακούστε τώρα και πάλι:
Ξεκλειδώνω την πόρτα
ανάβω το φως
από το ταβάνι κρέμεται η μνήμη
σα σφαχτάρι.

Σουρώνουν οι μέρες που έφυγαν
τα χρόνια που έρχονται
η υγρασία σαν φρέσκο αίμα
πλημμυρίζει τα πλακάκια.

Δεν ξέρω πώς να τη στεγνώσω
η σιγαλιά του σπιτιού
τραυλίζει δικαιολογίες
δεν υπάρχει άλλη.

Μνήμη σχεδόν πλήρης
από τώρα και στο εξής.

Λένε, θα ήθελα να παρατηρήσω, ότι η μνήμη είναι φευγαλέα και εκλεκτική, όπως το όνειρο, έτσι και η μνήμη προσπαθεί να προσδώσει στα γεγονότα κάποιο νόημα, γι' αυτό, άλλωστε, η μνήμη βαθιές στο σώμα έχει ρίζες. Και στη σιωπή εκβάλλει. Πράγματι:

Ποιου θανάτου ιστορία ονειρεύτηκα
μπροστά πήγαινε η μουσική
και πίσω κόσμος ακολουθούσε.

Ένα σκούρο μπλε
νυχτωμένος καιρός.

Δεν γνώριζα κανέναν
μονάχα τη σιωπή που σάρκωσα
κι ύστερα
φύτρωσα.

Ο Κακάρογλου προσπαθεί να απαντήσει, τουλάχιστον, σε ένα Ερώτημα, αν υποθέσουμε ότι η ποίηση εντέλλεται να δίνει απαντήσεις: Πώς θα διασώσουμε το μήνυμα της ζωής σ' έναν κόσμο που έχει τη σφραγίδα του θανάτου; Από το μηδέν, πριν από τη γέννησή μας, μέχρι το μηδέν, μετά τον θάνατό μας, η σιωπή πληθαίνει, τριγυρίζει στο ρολόι της ζωής και ρυμουλκεί τους λεπτοδείκτες. Και οι αναμνήσεις κατακαθίζουν μέσα μας κι ουρλιάζουν... ψιθυριστά. Και ζητούν, απαιτούν, να απαντήσουμε: Πώς ονειρεύεται ο θάνατος, μέσα από τους ανεξερεύνητους δικούς του δρόμους; Τι λογής είναι η δική του δικαιοσύνη;

Ένα είναι σίγουρο, η πανωλεθρία μας διαρκεί ζώντας από τη ζωή μας. Και τότε, όταν τίποτε άλλο δεν απομένει να γίνει, όταν δεν μπορούμε ν' αντέξουμε άλλο την αταξία, αναδύεται το ποίημα, το ποίημα το κατορθωμένο: μια ύστατη απόπειρα να μπει σε τάξη, σε κάποια τάξη η ζωή μας, να μετρήσουμε ήττες ή νίκες, ασέληνους πόθους και φλογισμένα πάθη, ανύμφευτες ευδαιμονίες και αφίλαυτες συνομιλίες, αφεγγείς ελπίδες και οδυνηρές διαψεύσεις να μετρήσουμε. Να μετρηθούμε.

Ψιθυριστές, λυγμικές, υγρές παραμυθίες για τη ζωή: και έτσι θα μπορούσαν τα ποιήματα του Κακάρογλου να διαβαστούν. Νιώθω τον ποιητικό αφηγητή να δραπετεύει από τα γεγονότα της ζωής του, άνεμος που λύνεται από το σχήμα των πραγμάτων, μια λαχανιασμένη ανάσα. Δεν θρηνολογεί, δεν οδύρεται, δεν φλυαρεί με τον τρόπο ενός ακίνδυνου ψυχικού νατουραλισμού που δεν παίρνει κανένα ρίσκο. Νιώθω τον ποιητή αφηγητή τρυφερό και δακρυσμένο και σκέφτομαι ότι, τι άλλο είναι το δάκρυ παρά ένας αταβισμός, ένας φόρος τιμής, δηλαδή, του μέλλοντος στο παρελθόν. Όπως άλλωστε και η ίδια η μνήμη, το μέλλον του παρελθόντος μας.

Κάπως έτσι το σταυρόλεξο επιστρέφει στον δημιουργό του, που κρατάει, μόνος και μοναχικός αυτός, τα κλειδιά ή αντικλείδια της ποίησής του.

Το πραγματικό στοιχείο της ζωής μας, σκέφτομαι, δεν είναι οι στιγμές που ζήσαμε, αλλά η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που υπήρξαμε και σ' αυτό που είμαστε. Η διαδρομή του μύθου μας, δηλαδή, ή όχι οι κρίσιμες ώρες που κάποτε περνάμε. Γεννιόμαστε και ζούμε σφραγισμένοι μέσα στο αίνιγμα. Δεν ξέρουμε αν την αληθινή μας ταυτότητα θα τη μάθουμε ποτέ. Ζούμε μια ζωή συγχρόνως φανερή ή κρυμμένη. Οίστρος της ζωής είναι ο φόβος του θανάτου ή το ταξίδι μας προς το τέλος είναι η μήτρα όλων των αφηγήσεων και η αφήγηση αυτού του ταξιδιού μια τελετουργία μνήμης. Η ποίηση, η τελευταία, του Κακάρογλου είναι πλέον τώρα εσωτερική ποίηση αντανακλάσεων σαν σε καθρέφτες, που άλλωστε, θυμίζω, αθρόα σταθμεύουν στα δωμάτια-σκηνικά, σε σπίτια παλιά, με έπιπλα, καθρέφτες και ρούχα φθαρμένα, το υλικό τους κοιμάται και στα ποιήματα ξυπνά και σώματα ντύνουν – μυρίζουν πάντοτε τα ρούχα τον άνθρωπο που τα φορούσε, τον μυρίζουμε κι εμείς, δίφθογγο σπασμό.

Η πρόσφατη εργασία του Λεωνίδα Κακάρογλου στάζει μελάνι, και έτσι, νομίζω, οπισθογραφεί το αμήχανο εγχείρημά μου να τη δεξιωθώ και να τη συστήσω. Εξάλλου, με μια απορία πάντοτε η ανάγνωση της ποίησης τελειώνει. Με μια απορία μόνο και ο κόσμος τελειώνει.

Μνήμη σχεδόν πλήρης
Λεωνίδας Κακάρογλου
Εστία
46 σελ.
Τιμή € 9,00
1-patakis-link

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.