fbpx
«Το επιδόρπιο»

«Το επιδόρπιο»

«Ένας άλλος τρόπος να βλέπεις και να στοχάζεσαι τα πράγματα, το αναποδογύρισμά τους και η ίσια τους μεριά ταυτόχρονα κι αξεχώριστα», θα πει ο Ελύτης για τη γραφή του Γιώργου Σαραντάρη. Τι πρωτάκουστη η ανατροπή της σκέψης που επιφέρει την ανατροπή της γραφής! Τι πρωτάκουστη, εν προκειμένω, η ανατροπή μιας συγκεκριμένης πρακτικής που προτάσσει το επιδόρπιο στην αρχή αντί για το τέλος σ’ ένα γεύμα επισήμων. Γράφει λοιπόν στο ομώνυμο ποίημα η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου:

Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή

να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο.

Ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται

έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε

κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί

και πλαγιάζαμε καμιά φορά

δίχως συγχώρεση

ήταν γιατί πιστεύαμε

πως οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί

δε θα μας αφορούσαν...

Αναμφίβολα, η ποιήτρια με την προκλητική της προτροπή μάς εισάγει σε μια προσωπική επιλογή ανατροπής της κοινωνικής μας συμπεριφοράς, που αιώνες τώρα δεν τολμούμε ούτε καν να σκεφτούμε. Το savoir vivre άλλωστε καλά κρατεί. Το οξύμωρο σχήμα ωστόσο στην ποιητική γραφή της Λουκίδου είναι προσφιλές χρηστικό εργαλείο, για να διαρρήξει όχι μόνο νοητικές οπές της έκφρασης αλλά κυρίως για να εκπορθήσει κλειδαμπαρωμένες οντολογικές έννοιες:

…μια τύψη ενοχλητική

όπως οι σπόροι στο καρπούζι

και μια επίμονη ανάγκη διευκρίνησης:

τρέχαμε τελικά

για να προλάβουμε

ή

για να παραστούμε στο κακό;

Με τρόπο παραινετικό, κατά βάση αφηγηματικό, σε τόπο λεκτικό επιμελέστατα εναρμονισμένο με περιγραφές και ζωντανές εικόνες, τοποθετεί στο κέντρο της χρονικής της σημασίας την ανθρώπινη ύπαρξη και μάλιστα σε κάθε διττή της υπόσταση. Υλική και πνευματική. Θνητή και εν δυνάμει θεϊκή. Παρούσα και απούσα. Ζώσα και κεκοιμημένη.

…όμως

όπως και να τον πεις τον παιδεμό

αλλού είναι η παγίδα.

Να έρχεσαι

να υπάρχεις

να περνάς

και να μην είσαι.

Η ποιήτρια καθηλώνει με την αλήθεια της, καθώς στις λέξεις της –ιδιαιτέρως βασανισμένες και ευστόχως τοποθετημένες– μεταγγίζεται η μακραίωνη αλήθεια της θνητότητας των όντων. Λάφυρο επίπονης προσπάθειας προφανώς, απόσταγμα μάχης προσωπικής, αποτύπωμα βιωματικών ενθυμήσεων, η βαθιά αρχέγονη απορία της ανθρωπότητας γίνεται βεβαιότητα στη γραφίδα της, μια βεβαιότητα που αφορά στην περιορισμένη διάρκεια της ανθρώπινης φύσης και στην αδυναμία της να επέμβει στη μοίρα της.

Σκοτείνιασε μέσα μου ξαφνικά η λεμονιά

αναίρεση διεκδικούν τα ειπωμένα

και τα μελλούμενα

δε μου ζητούν καμιά συμμετοχή…

Η θνητότητα και η βιωτή με απόληξη τον θάνατο είναι αναμφισβήτητα δύο από τα βασικά μοτίβα της ποιητικής συλλογής που τιτλοφορείται Το επιδόρπιο . Το καλαίσθητο εξώφυλλο –κολάζ του Κερκυραίου ζωγράφου Σπύρου Αλαμάνου– αποκαλύπτει με τρόπο σαφή τη μικρότητα του ανθρώπου ή υπαινίσσεται το αιφνίδιο του θανάτου, εν άλλοις την έξωθεν ανατροπή, τοποθετώντας εξαρχής τον αναγνώστη στον ρόλο του τυμπανιστή, τον οποίο κάποιο χέρι εκ των άνω τον κρατά, τον σηκώνει, τον καθοδηγεί και ενδεχομένως κάποια στιγμή να τον αφήσει να πέσει στο κενό:

…γιατί όπως ψιθυρίζεται

τα ξύλα ήδη κόπηκαν

και συναχτήκαν στη γωνιά

κι έξω από εμάς

μια δίχως έλεος πυρά

κλαδί κλαδί ετοιμάζεται.

Στον κόσμο της Λουκίδου, ο άνθρωπος σαφώς και δε μένει αμέτοχος των πραγμάτων που ορίζει ή πιστεύει πως ορίζει. Η ζωή του καθενός νοηματοδοτείται από τη θέαση του θανάτου, ενώ μια νομοτελειακή απόδοση δικαιοσύνης μοιράζει σε όλους τα δέοντα.

…Ωστόσο

δε θα αδικηθεί κανείς στη μοιρασιά.

*

Κι η ομορφιά θα πληρωθεί

κι η μεταμέλεια θα ελεγχθεί

για τις προθέσεις της

και ύποπτος δακρύων

ο Σεπτέμβρης θα θεωρηθεί.

*

Και ούτε να φαντάζεσαι

πως η αγάπη θα γλιτώσει

έτσι που φεύγει και ξανάρχεται

σαν εκκρεμές

αθώα σαν αμαρτωλή

που αείποτε εκπίπτει.

*

Το φταίξιμο που μας αναλογεί

θα αποδοθεί μέχρι δεκάρας.

Δεν είναι μοιρολατρική η θέση της ποιήτριας, τουναντίον, είναι βαθιά πεπεισμένη πως τα ψήγματα της θεότητας, αρχέγονα σπέρματα ευσπλαχνίας και πρόνοιας, ενυπάρχουν στο διφυές του ανθρώπου και έλκονται από τη μαγνητική δυναμική της ομορφιάς. Ο άνθρωπος, αν και φθαρτός, έχει ευλογηθεί με την υπερβατική ικανότητα να ευφραίνεται σε λιγοστές πτυχές ευτυχίας και να αναπαύεται σε χαραμάδες παραμυθίας.

…Θα ειπωθούν ξεκάθαρα κάποια φορά

η ανάσα, η αόρατη σκιά

το κίτρινο που αφήνει ο καιρός

πάνω στα σεμεδάκια.

Κι ό,τι γλιστράει ασώματο

μέσα απ’ τις χαραμάδες

κι αυτό θα ειπωθεί.

[…]

Όμως κι οι λέξεις

οι λέξεις ίδιες δε θα ’ναι πια ποτέ.

Ο «κίνδυνος» κι η «αντοχή»

η «αιχμαλωσία» κι η «σπατάλη»

θα καταγράφονται από εδώ κι εμπρός με αριθμούς.

Κι αφού τα χέρια σπάνια

θα βρίσκουν ν’ αγκαλιάζουν

υπομονετικά και ήσυχα

θ’ αρχίσουν να μετράνε.

Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου ελίσσεται μεταξύ διττών εννοιών. Προτείνει τη συναφειακή διάσταση των πάντων, αποκύημα της πολυσύνθετης σύστασης του ανθρώπινου κόσμου, απορρίπτει τη μονοδιάστατη σχέση ατόμων και πραγμάτων. Στο πρώτο της ποίημα, με τίτλο «Το διφορούμενο λευκό», γράφει:

…γιατί οι γνώμες

–ακόμη και των ειδικών–

διχάζονται

αν, λόγου χάρη, στρώνουμε

λευκό σεντόνι νυφικό

ή νεκρικό του τάφου…

Ο διάλογος με το άφατο και η γειτνίαση με το αμετάκλητο είναι έκδηλα σε όλη τη λεκτική κατωφέρεια της συλλογής. Με κεντρικό άξονα την περιστροφή του ανθρώπινου χρόνου γύρω από το άχρονο, η ποιητική της Λουκίδου συσπειρώνει τεχνηέντως κατακερματισμένες στιγμές παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος, σμιλεύοντας ένα μωσαϊκό χρονικό όπου το ύστερο προηγείται. Το πρωθύστερο σχηματοποιείται και εγκαθίσταται, το φαινομενικό αναιρείται από το υποπτευόμενο πραγματικό και, τέλος, το απόν επανεμφανίζεται, για να λάβει εκ νέου τη θέση του στον ποιητικό χρόνο. Η παράσταση συνεπώς διεκτραγωδείται αφενός μεταξύ ανθρώπου και Θεού, αφετέρου μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων.

Με σκηνοθετική ακρίβεια, η ποιήτρια αποκαλύπτει την ύπαρξη διπλών ή και πολλαπλών κόσμων, όπου συμβαίνουν τα πλέον σημαντικά –τις περισσότερες φορές– ερήμην των όντων. Δύο διαφορετικές φωνές –εν είδει τυπογραφικής πλαγιογραφής ο εσωτερικός ψίθυρος και εν είδει κανονικής ο άλλος, ο συνειδητός– εναρμονίζονται στη στιγμή του όλου, χρονικού και τοπικού, μη αφήνοντας περιθώρια για χρονικές ελλείψεις.

…Και όταν λέμε άδειο

δεν εννοούμε τη σιωπή

αλλά να ζεις το αταίριαστο

κι άφαντος να ’ναι ο κήπος…

Το αταίριαστο απασχολεί τη σκέψη της Λουκίδου, το ανυπέρβλητο υπερβαίνει τη φθαρτότητά της, το κατακερματισμένο βαθιά τη συγκλονίζει, καθετί σπασμένο την πονά, ενώ το εξόριστο δείχνει ουσιωδώς να την αφορά.

…Με τέτοια και μ’ εκείνα

σύντομες εκδρομές στο αβάσταχτο

θα επινοεί συνέχεια

η αφανισμένη μας καρδιά

ώσπου να εκτίσει επιτυχώς

τούτη την εξορία.

Μόνη δυνατότητα εναρμόνισης του αταίριαστου καθίσταται πλέον η χρονική και τοπική συμφωνία στο ποιητικό «εδώ». Το ενθάδε λοιπόν συγκεφαλαιώνεται στο επέκεινα, με αποτέλεσμα να συντελείται η οξύμωρη στιγμή, όπου το ύστερο προτάσσεται της καθιερωμένης πρακτικής και το παράδοξο παίρνει τη θέση του στον φυσικό τόπο και χρόνο των πραγμάτων.

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, με αναγνωρίσιμη και αναγνωρισμένη ποιητική φωνή, δείχνει να γνωρίζει πως η αποκάλυψη γίνεται εκ των έσω, αποκαλύπτει λέξη τη λέξη τους θεολογικούς της αναπαλμούς με κεντρικό της μέλημα τον άνθρωπο, αλλά και τα πράγματα που αυτός με την παρουσία του αξιώνει σε χρόνο άχρονο και τόπο ανέστιο.

Ο τόπος είναι χρόνος

προορισμένος μόνο για την επιστροφή

γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει

λιωμένο φως

μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών

τόνος λευκός κρυσταλλωμένος

μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό

η επίφαση του ανύπαρκτου μες στην ακινησία…

Εγκιβωτίζει συνεπώς τον τόπο στον χρόνο και τη στιγμή στο αιώνιο, ταυτίζει τον άνθρωπο με τον προορισμό του αλλά και τα πράγματα με την άλλη, την κρυφή χρησιμότητά τους. Τέλος, συνδυάζει τη ματαίωση της στιγμής με την εσχατολογική της δικαίωση. Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου ξέρει καλά πως το «τώρα» σύντομα γίνεται «ύστερα» λόγω της φυσικής τρεπτότητας των πάντων, πως το «εδώ» μετατρέπεται ακαριαία σε «εκεί», όταν το ατενίσεις από μιαν άλλη οπτική, πως το δήθεν σημαντικό αποδεικνύεται συχνά επουσιώδες. Ακριβώς επειδή γνωρίζει την αναπόφευκτη αλληλουχία των πάντων, προτείνει και καλεί και προκαλεί με τις εξαρχής ανατρεπτικές της προτάσεις.

Ας μιλήσουμε, επιτέλους, για τα ασήμαντα.

Για τα κρυμμένα πίσω από μια πράξη

όπως τα ντροπαλά παιδιά πίσω από μια φούστα

για τις ρουφήχτρες και τα ηλεκτρόδια

την άνιση πάλη

και τη μάταιη ανταμοιβή

για την απόσταση…

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου με τη συλλογή της ρίχνει το ανατρεπτικό φως στα ασήμαντα, για να μπορέσουν καλύτερα να φωτιστούν τα μόνα ουσιαστικά, τα μόνα σημαντικά.

Το επιδόρπιο
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου
Κέδρος
86 σελ.
Τιμή € 11,00
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.