fbpx
Μαρία Παπαθανασίου: «Δύο ζαχαροπλάστες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα»

Μαρία Παπαθανασίου: «Δύο ζαχαροπλάστες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα»

Από τον ύστερο Μεσαίωνα και έπειτα, με το πέρας της μαθητείας τους τεχνίτες ταξίδευαν προσφέροντας τις υπηρεσίες τους. Οι λόγοι ποικίλοι: κορεσμός της αγοράς εργασίας στην πόλη της μαθητείας, εθιμικό ταξίδι ολοκλήρωσης της επαγγελματικής ταυτότητας – αλλά εντέλει και ταξίδι αυτογνωσίας και ταξίδι παιδείας («ο εξωτερικός κόσμος να διεισδύσει στον κόσμο μου», γράφει ο περιπλανώμενος ζαχαροπλάστης Λούντβιχ Φούντερ). Τούτο μαρτυρούν οι δυο φωνές που επέλεξε η κυρία Παπαθανασίου με φανερή αγάπη για το θέμα της και μ’ ευαισθησία απέναντι στη μικροϊστορία, όπου τα μεγάλα γεγονότα μπαίνουν στην άκρη για να δοθεί ο λόγος στον άνθρωπο.

Προβιομηχανική φιγούρα ο περιπλανώμενος τεχνίτης, επιβιώνει μολοντούτο στον βιομηχανικό 19ο αιώνα ενσαρκώνοντας τη ρομαντική περιπέτεια των νιάτων. «Αντίο εσύ εποχή της νεότητάς μου. Πραγματικά μπορώ να το πω αυτό, γιατί αν και συχνά υπέφερα από τη φτώχεια, ήμουν καταπονημένος από τη δουλειά και καταρρακωμένος από τον πόνο, ήμουν ωστόσο ελεύθερος! Μπορούσα να πάω όπου ήθελα και να κάνω ό,τι ήθελα», γράφει ο Λούντβιχ Φούντερ, που μεταξύ 1862-65, από δεκαεπτά έως είκοσι ενός χρονών, ταξίδεψε ανά τη Γερμανία και ως το Λονδίνο ξεκινώντας από τη γενέτειρά του, το Γκρατς. Η δεύτερη φωνή είναι του Βιεννέζου Φραντς Μίνιχνερ, που μεταξύ 1841-45, σε ηλικία από είκοσι τριών έως είκοσι επτά χρονών, ταξίδεψε ως το Παρίσι. Ο πρώτος κατέλιπε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, ο δεύτερος ένα ημερολόγιο. Ήταν ζαχαροπλάστες και οι δύο.

Που σημαίνει τι, κατ’ αρχάς; Να ένα απόσπασμα από τ’ αντίστοιχο λήμμα στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Γιόζεφ Μάγιερ (σελ. 53 στο Δύο ζαχαροπλάστες), όπου δείχνεται γλαφυρά, πιστεύω, η θέση του τεχνίτη (και, έμμεσα, ένας ολόκληρος αστικός πολιτισμός): «Konditor: επαγγελματίας ο οποίος παρασκευάζει όχι μόνο βρώσιμα προϊόντα ζαχαροπλαστικής, είτε δηλαδή γλυκά αρτοσκευάσματα είτε φρούτα τα οποία ζαχαρώνονται με διάφορους τρόπους, υψηλής ποιότητας, ευπαρουσίαστα ζαχαρωτά, κουκλάκια από ζάχαρη για παιδιά, ζελέ με ζάχαρη, μαρμελάδες, φρούτα βρασμένα και επεξεργασμένα ώστε να συντηρούνται, παγωτό, κ.λπ., αλλά παρασκευάζει επίσης γλυπτά καλλιτεχνήματα, τα οποία αποτελούνται κυρίως από ζάχαρη και χρησιμεύουν ως δείγματα της υψηλότερης, πλέον εκλεπτυσμένης πολυτέλειας κι επίσης ως διακοσμητικά εορταστικών τραπεζιών».

Ακολουθώντας το ταξίδι των δυο ζαχαροπλαστών, με οδηγό τη συγγραφέα, μαθαίνουμε για το «δώρο» που δικαιούνταν να λαβαίνει από τους ομοτέχνους του ένας τεχνίτης φτάνοντας σε μια πόλη, για τον τρόπο με τον οποίο αναζητούσε εργασία, για το δικαίωμα να επαιτεί, για τα πανδοχεία και τις οικίες των αρχιτεχνιτών, όπου έμενε, για τις γνωριμίες «στο δρόμο», για τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται με τη χρήση μηχανών και την εκβιομηχάνιση, για την εθνική/εθνοτική συνείδηση του τεχνίτη και τη συνακόλουθη νοσταλγία του για την πατρίδα του, για την εξαντλητική, πολύωρη εργασία του, συχνά ως και εικοσάωρη στις γιορτές. Μα και μια σειρά από πόλεις ζωντανεύουν γύρω από τους δυο τεχνίτες μας, ή για την ακρίβεια μέσ’ από τα μάτια τους (είναι παραστατική η περιγραφή της λονδρέζικης φτωχογειτονιάς του Σόρντιτς από τον Φούντερ).

Έχοντας φτάσει πένης στο Λονδίνο, ο Λούντβιχ Φούντερ γράφει: «Έβαλα ενέχυρο το ρολόι μου, ένα σακάκι, ωστόσο σύντομα τελείωσαν όλα τα χρήματα. Τι να κάνω τώρα; Ήταν συμπόνια, ήταν περιφρόνηση, ούτε που ξέρω: με συμβούλεψαν να αγοράσω μια σκούπα, να στηθώ σε ένα δρόμο με κίνηση, να καθαρίζω τον δρόμο και να απευθύνομαι στους περαστικούς για βοήθεια. Το έκανα. Με τα χρήματα που μου είχαν απομείνει αγόρασα μια σκούπα, και με δάκρυα στα μάτια, με άδειο στομάχι, άρχισα να σκουπίζω. Με δυσκολία πρόφερα το “Please, please!” (παρακαλώ, παρακαλώ) που είχα μάθει. Συχνά δεν έβγαζα ούτε τρεις πένες ώστε να μπορώ να πληρώσω κάπου για να κοιμηθώ, και έπαιρνα τα λίγα που μου έδιναν για να κατευνάσω την πείνα μου με ψωμί. Εγώ, που στο σπίτι μου δεν είχα γνωρίσει τι σημαίνει φτώχεια, να πεινάω, εγώ, που ποτέ δεν είχα εργαστεί σκληρά, να σκουπίζω δρόμους!»

Ένα ταξίδι αυτογνωσίας, λοιπόν, κι ένα όμορφο, και για τα ελληνικά εκδοτικά πράγματα απροσδόκητο, βιβλίο.

 

Δύο ζαχαροπλάστες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα
Μαρία Παπαθανασίου
Σμίλη
290 σελ.
Τιμή € 18,00

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Μήδεια Αμπουλασβίλι – Έκα Τσκοΐτζε: «Εύλαλα μάρμαρα»

Η Ελλάδα και η Γεωργία είναι χώρες που βρέθηκαν σε αντίπαλους ιδεολογικοπολιτικούς και στρατιωτικούς σχηματισμούς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους των τελευταίων 100 ετών, ενώ συνεχίζουν να...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Γιώργος Χατζηβασιλείου: «Φιλοσοφία της τεχνητής νοημοσύνης»

Οι κίνδυνοι της τεχνητής νοημοσύνης έγιναν ανάγλυφα φανεροί το 2018 σοκάροντας όλο τον κόσμο. Εκείνη τη χρονιά αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, μιας εταιρείας πολιτικής επικοινωνίας η οποία πήρε παράνομα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Σπύρος Ι. Ράγκος: «Θαυμάζειν – Απορείν – Φιλοσοφείν»

Η διαδικασία της γραφής συνιστά αφ’ εαυτής μια περιπέτεια, ένα ταξίδι που ενδεχομένως δεν κλείνει ούτε καν εκείνη τη στιγμή που η βούληση του δημιουργού της θα επιλέξει ως τέλος της. Αλλά η...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.